Η Στελέχωση των δομών Ειδικής Εκπαίδευσης
(Ειδικά Σχολεία, Τμήματα Ένταξης, προγράμματα Παράλληλης Στήριξης κτλ.).
Με βάση τη νομοθεσία υπάρχουν τέσσερις τρόποι στελέχωσης των θέσεων στην εκπαίδευση: μετάθεση, απόσπαση, διορισμός και αναπλήρωση.
Οι μεταθέσεις-αποσπάσεις μόνιμου προσωπικού στην Ειδική Εκπαίδευση
Με την πρόσφατη τροπολογία που ψηφίστηκε στον ν.4415 (6/9/2016, άρθρο 48) σε δομές της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης (ΕΑΕ) μπορούν να πάρουν μετάθεση:
α) οι εκπαιδευτικοί με διετή μετεκπαίδευση στην ΕΑΕ (εκπαιδευτικοί που φοίτησαν στα διδασκαλεία),
β) οι εκπαιδευτικοί με βασικό τίτλο σπουδών από πανεπιστημιακά τμήματα ειδικής αγωγής (ΠΕ71-ΠΕ61),
γ) οι εκπαιδευτικοί με διδακτορικό ή μεταπτυχιακό στην Ειδική Αγωγή ή στη Σχολική Ψυχολογία καθώς και
δ) οι εκπαιδευτικοί με 5ετη προϋπηρεσία σε δομές της ΕΑΕ χωρίς σπουδές στην ΕΑΕ.
Όσον αφορά στις αποσπάσεις, πέρα των παραπάνω εκπαιδευτικών, δικαίωμα απόσπασης αποκτούν (με ιεραρχική σειρά) και οι εκπαιδευτικοί που:
α) είναι κάτοχοι σεμιναρίων ΕΑΕ τουλάχιστον τετρακοσίων (400) ωρών,
β) έχουν προϋπηρεσία τουλάχιστον ενός διδακτικού έτους σε δομές και προγράμματα ΕΑΕ,
γ) είναι γονείς παιδιών με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%,
δ) είναι κάτοχοι πιστοποιητικού παρακολούθησης σεμιναρίων επιμόρφωσης-εξειδίκευσης στην ΕΑΕ και
ε) δεν έχουν κανένα από τα ανωτέρω προσόντα ή χαρακτηριστικά. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί συμμετέχουν υποχρεωτικά κατά προτεραιότητα σε προγράμματα επιμόρφωσης και εξειδίκευσης που υλοποιούνται από τους αρμόδιους φορείς για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Οι θέσεις μας
1) Κρίνουμε θετικό ότι επιτέλους, στο σκέλος των μεταθέσεων, καταργήθηκε η αυστηρή, ιεραρχική κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών του Ν.3699/2008 (άρθρο 21). Παρ’ όλα αυτά, ο ν.4415/2016 δεν αποσαφηνίζει τα κριτήρια με τα οποία κάποιος εκπαιδευτικός θα μπορεί να παίρνει μετάθεση ή απόσπαση. Αν θέλουμε να υπάρχει εναρμόνιση του θεσμικού πλαισίου της γενικής με την ειδική εκπαίδευση και ισότιμη μεταχείριση όλων των εκπαιδευτικών, , όπως προβλέπεται στο άρθρο 28, παρ. 2α του ν.4186/2013, τότε τα κριτήρια για να πάρει κάποιος εκπαιδευτικός μετάθεση-απόσπαση θα πρέπει να είναι τα ίδια που ισχύουν και στη γενική εκπαίδευση, δηλαδή κριτήρια κοινωνικά (συνολική υπηρεσία, συνυπηρέτηση, οικογενειακοί λόγοι, συνθήκες διαβίωσης, εντοπιότητα).
2) Ως ΣΑΤΕΑ έχουμε κάνει στο παρελθόν σφοδρή κριτική στη στρατηγική του Υπουργείου να στελεχώνει την ειδική εκπαίδευση με εκπαιδευτικούς χωρίς προσόντα, χωρίς σπουδές στην ΕΑΕ ή με εκπαιδευτικούς που έχουν σεμινάρια, μεταπτυχιακά κ.α. τίτλους αμφισβητήσιμης ποιότητας. Αποτέλεσμα των διαμαρτυριών μας ήταν να αναδειχθεί το “εμπόριο” σεμιναρίων και μεταπτυχιακών τίτλων στην Ειδική Αγωγή. Οι διαμαρτυρίες μας και η δημοσιότητα του θέματος εξανάγκασαν πια και το Υπουργείο (μέσω του Ι.Ε.Π.) να θέσει πιο αυστηρά κριτήρια για την εξέταση των νέων μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών στην ΕΑΕ. Έχει σημασία να ενημερώσουμε για την υπ’ αριθμό 1482/11-3-2016 απόφαση του Δ.Σ. του ΙΕΠ. Σύμφωνα με αυτήν, ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, για να έχει συνάφεια με την ΕΑΕ και να προσδίδει επαγγελματικά δικαιώματα, θα πρέπει: α) να έχει διάρκεια τουλάχιστον τριών εξαμήνων πλήρους φοίτησης, β) να έχει αποκτηθεί από παιδαγωγικό τμήμα ή τμήμα ανθρωπιστικών σπουδών, γ) να έχει εφαρμογή στην ΕΑΕ, δ) να έχει εποπτευόμενη πρακτική άσκηση σε δομές της ΕΑΕ (όχι εξ αποστάσεως, όχι μελέτες περίπτωσης ή ιδιωτικές εκπαιδευτικές παρεμβάσεις) και ε) τα 6/9 των μαθημάτων του να είναι σχετικά με τις κατηγορίες αναπηριών ή ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, όπως αυτές ορίζονται στον νόμο 3699/2008, άρθρο 3 ή στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία για την ΕΑΕ. Ταυτόχρονα, ο ΔΟΑΤΑΠ ανακοίνωσε στις 12/2/2016 ότι “πρακτική άσκηση η οποία ενσωματώνεται σε πρόγραμμα σπουδών ομοταγών εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης της αλλοδαπής και στην οποία αποδίδονται πιστωτικές μονάδες (ECTS) οι οποίες περιλαμβάνονται στις πιστωτικές μονάδες που απαιτούνται για τη χορήγηση του τίτλου σπουδών, πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί στη χώρα στην οποία απονέμεται ο τίτλος” (η υπογράμμιση δική μας).
Ολοφάνερα οι πρόσφατες αποφάσεις των Ι.Ε.Π.-ΔΟΑΤΑΠ θέτουν πιο αυστηρά κριτήρια όσον αφορά στην εξειδίκευση στην ΕΑΕ, αλλά η τροπολογία του ν.4415 έρχεται σε πλήρη αντίφαση μαζί τους, αφού:
α) δίνει δικαίωμα μόνιμης στελέχωσης δομών της ΕΑΕ (μετάθεση) από εκπαιδευτικούς χωρίς σπουδές σε ΕΑΕ (5ετη προϋπηρεσία),
β) δεν αποσαφηνίζει καθόλου ποια μεταπτυχιακά αναγνωρίζονται για τις υπηρεσιακές μεταβολές,
γ) το χειρότερο, η τροπολογία δίνει το δικαίωμα απόσπασης σε “σεμιναριούχους” (θα έχουμε άραγε επιστροφή του “εμπορίου σεμιναρίων”) αλλά και σε εκπαιδευτικούς χωρίς καμία κατάρτιση σε ΕΑΕ.
Θέλοντας να διαχειριστεί τους χιλιάδες “υπεράριθμους” εκπαιδευτικούς, που δημιουργήθηκαν με τις φετινές νομοθετικές του ρυθμίσεις, το Υπουργείο στελεχώνει για μία ακόμη φορά τις δομές ειδικής εκπαίδευσης με προσωπικό χωρίς την απαραίτητη κατάρτιση. Αποτελεί, άραγε, αυτό ισότιμη μεταχείριση ή “συμπερίληψη” των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες; Κανείς εκπαιδευτικός δεν περισσεύει από το δημόσιο σχολείο, αλλά είναι οξύμωρο να στελεχώνεται η ειδική εκπαίδευση από προσωπικό χωρίς σπουδές τη στιγμή που υπάρχουν 2.500 εκπαιδευτικοί με βασικό τίτλο σπουδών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και χιλιάδες εκπαιδευτικοί με μεταπτυχιακή εξειδίκευση σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια.
Ακόμα, η πρόσφατη τροπολογία συνεχίζει την αδυσώπητη “εμπορευματοποίηση” του χώρου της ειδικής εκπαίδευσης με το “κυνήγι προσόντων”. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διοργάνωση σεμιναρίων από Πανεπιστήμια για την Παράλληλη Στήριξη (π.χ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου Ετήσιο Πρόγραμμα Κατάρτισης στην Ειδική Αγωγή για
Εκπαιδευτικούς-Συνοδοί Παράλληλης Στήριξης, Κόστος: 500 ευρώ). Από μία “κυβέρνηση της Αριστεράς” θα περιμέναμε να δοθεί έμφαση στη δημόσια και δωρεάν μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών για την αντιμετώπιση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών. Καμία νύξη δεν έγινε στην τροπολογία ή στην αιτιολογική της έκθεση ή στις συνομιλίες μας με το Υπουργείο για επαναλειτουργία των διδασκαλείων. Η εξειδίκευση στην ΕΑΕ αφήνεται στο “έλεος της αγοράς”, θέτοντας ταξικούς διαχωρισμούς (στους εκπαιδευτικούς) για μία ακόμη φορά. Ως ΣΑΤΕΑ, αναγνωρίζοντας τον έντονο διχασμό που έχει δημιουργηθεί στο χώρο της ειδικής εκπαίδευσης, όσον αφορά στη στελέχωση της, διεκδικούμε το εξής: να έχουν δικαίωμα μετάθεσης-απόσπασης-στελέχωσης των δομών της ειδικής εκπαίδευσης μόνο οι εκπαιδευτικοί με σπουδές και εξειδίκευση στην ΕΑΕ. Αναφερόμαστε στους εκπαιδευτικούς με βασικό πτυχίο ή με διδακτορικό-μεταπτυχιακό στην ΕΑΕ ή με διετή μετεκπαίδευση στα Διδασκαλεία. Πλέον, υπάρχει πληθώρα εκπαιδευτικών με τα παραπάνω προσόντα. Πιο συγκεκριμένα, στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση οι παραπάνω εκπαιδευτικοί ξεπερνούν τις 5.000. Επομένως, ο αριθμός τους επαρκεί, για να υπάρχει ένας εκπαιδευτικός ΕΑΕ με οργανική θέση σε κάθε γενικό σχολείο! Σε καμία περίπτωση τα “σεμινάρια” μερικών ωρών στην ΕΑΕ, οι βραχύβιες επιμορφώσεις τύπου ΕΣΠΑ και η προϋπηρεσία χωρίς σπουδές στην ΕΑΕ δεν επαρκούν για την “εκπαίδευση του εκπαιδευτικού” και την τοποθέτηση του σε δομές της ΕΑΕ. Τέλος, συνεχίζουμε να στηρίζουμε την προνοιακή πολιτική για τους συναδέλφους μας με αναπηρία, δηλαδή ορθώς πρέπει να προηγούνται στη στελέχωση των δομών της ειδικής εκπαίδευσης, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι πληρούν ένα από τα τρία προαναφερθέντα απαραίτητα προσόντα σε ΕΑΕ.
Οι διορισμοί-προσλήψεις αναπληρωτών στην Ειδική Εκπαίδευση
Σύμφωνα με αλλεπάλληλες δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας, τον Νοέμβριο θα συζητηθεί το νέο σύστημα διορισμού όλων των εκπαιδευτικών και μέσα στη χρονιά θα ξεκινήσουν διαδικασίες διορισμού. Ταυτόχρονα, πιθανολογούμε ότι η νέα κατάταξη των εκπαιδευτικών για διορισμό θα είναι και κατάταξη για αναπλήρωση, όπως προέβλεπε ο ανεφάρμοστος Ν.3848/2010. Θα ενοποιηθεί, δηλαδή, ο πίνακας διορισμών με τον πίνακα αναπληρωτών.
Η πρόσφατη τροπολογία στην Ειδική Εκπαίδευση δίνει για πρώτη φορά δικαίωμα διορισμού στην εκπαίδευση σε εκπαιδευτικούς χωρίς βασικό τίτλο σπουδών αλλά με μεταπτυχιακό-διδακτορικό ή 5ετη προϋπηρεσία σε ΕΑΕ. Τη στιγμή που υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει “κανάλι”, για να εργαστούν σε δομές της ειδικής εκπαίδευσης, οι εκπαιδευτικοί ΠΕ70/ΠΕ60 (διορίζονται στη γενική εκπαίδευση και παίρνουν μετάθεση στην ειδική), το Υπουργείο δίνει για πρώτη φορά δικαίωμα ΑΜΕΣΟΥ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ. Αυτή η διάταξη, όμως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο διορισμών στην εκπαίδευση και θέτει πολλαπλά ερωτήματα:
α) Με το ίδιο εσφαλμένο σκεπτικό υποθετικά διερωτόμαστε γιατί να μην μπορεί να υποβάλει αίτημα διορισμού σε θέση εκπαιδευτικού πληροφορικής ή εικαστικών ή μουσικής κτλ. ένας αδιόριστος εκπαιδευτικός ΠΕ60/70 με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη διδασκαλία των ΤΠΕ ή της μουσικής κτλ. από τη στιγμή που μπορεί να του γίνει Β´ ανάθεση αν είναι διορισμένος; Θα ισχύσει μόνο για την ειδική εκπαίδευση το δικαίωμα διορισμού σε όποιον έχει μεταπτυχιακή εξειδίκευση (ή διδακτορικό ή 5ετή προϋπηρεσία;); Θα είναι πάλι η ειδική εκπαίδευση μια θεσμική εξαίρεση;
β) Ένας αδιόριστος εκπαιδευτικός ΠΕ61/ΠΕ71, θα μπορεί να κάνει τα χαρτιά του για διορισμό στη γενική εκπαίδευση μετά από 5 χρόνια προϋπηρεσίας στην Παράλληλη Στήριξη, που αποτελεί θεσμό εντός της γενικής εκπαίδευσης; Εάν κάνει κάποιο μεταπτυχιακό στις Επιστήμες της Αγωγής;
γ) Ποια η αξία του βασικού πτυχίου (κάθε αδιόριστου εκπαιδευτικού), όταν η τροπολογία ανοίγει τον “ασκό του Αιόλου”, για να κάνουμε μεταπτυχιακά με σκοπό τον διορισμό; Δηλαδή να πληρώνουν όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα για απόκτηση επιπλέον προσόντων, προκειμένου να διοριστούν; Νομικά-συνταγματικά η τροπολογία δεν μπορεί να έχει ισχύ μόνο στην ειδική εκπαίδευση και πουθενά αλλού, καθώς δεν μπορεί να δίνει λιγότερα ή περισσότερα δικαιώματα σε κάποιους εκπαιδευτικούς.
Το Υπουργείο προβαίνει, κατά τη γνώμη μας, σε μια τραγική επιλογή, καθώς δεν έχει αντιληφθεί τις προεκτάσεις του δικαιώματος διορισμού σε κατόχους μη βασικού τίτλου σπουδών. Ουσιαστικά καταργεί το βασικό πτυχίο και εξωθεί τους εκπαιδευτικούς με βασικό τίτλο σπουδών σε ένα διαρκές κυνήγι απόκτησης επιπλέον ακαδημαϊκών προσόντων. Τα ίδια τα Παιδαγωγικά Πανεπιστήμια οφείλουν να λάβουν δημόσια θέση σε αυτό το ζήτημα και ενώπιον του Υπουργείου, καθώς έχουν ηθικό χρέος απέναντι στους αποφοίτους και τους φοιτητές τους. Για ποιες θέσεις της εκπαίδευσης τους προετοιμάζουν να αντεπεξέλθουν ως επαγγελματίες εκπαιδευτικοί και –κατ’ επέκταση- τι βάρος δίνουν στον τίτλο σπουδών που τους απονείμουν; Μέσα σε μια αυγουστιάτικη τροπολογία, τώρα που οι πρώτοι διορισμοί στην ΕΑΕ δρομολογούνται, επέλεξε να έρθει σε πλήρη αντίθεση με το θεσμικό πλαίσιο της γενικής εκπαίδευσης, στο όνομα, μάλιστα, της “συμπερίληψης”…
Οι θέσεις μας
– Οι αδιόριστοι συνάδελφοι μας ΠΕ60/ΠΕ70 θα μπορούσαν να διοριστούν στη γενική εκπαίδευση και να πάρουν μετάθεση-απόσπαση σε δομές της Ειδικής Εκπαίδευσης, εφόσον πληρούν μία εκ των τριών προϋποθέσεων (διδακτορικό- μεταπτυχιακό σε ΕΑΕ, διδασκαλείο ΕΑΕ). Δίνοντάς τους δικαίωμα άμεσου διορισμού καταργείται το βασικό πτυχίο γενικά ως κριτήριο συγκρότησης των πινάκων διοριστέων, διότι η διάταξη δεν μπορεί κατ’ εξαίρεση να εφαρμοστεί για την ΕΑΕ και όχι για άλλες θέσεις στην εκπαίδευση. Νομικά, ως ΣΑΤΕΑ, δεν θα το επιτρέψουμε και θα το “κυνηγήσουμε” μέχρι τέλους. Δεν γίνεται μόνο συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί να μπορούν να κάνουν αίτηση για διορισμό και στη γενική και στην ειδική εκπαίδευση, να έχουν δηλαδή “διπλό τρόπο εισόδου” στην εκπαίδευση, ενώ οι άλλοι εκπαιδευτικοί να μην έχουν το ίδιο δικαίωμα ή να στερούνται του ίδιου δικαιώματος.
– Ζητάμε, για όλους τους εκπαιδευτικούς, τη συγκρότηση πινάκων διοριστέων/ αναπληρωτών με βάση το πτυχίο και την προϋπηρεσία. Για την περίπτωση των αναπληρωτών ειδικής εκπαίδευσης, να υπάρχει επικουρικός πίνακας αναπληρωτών με σπουδές στην ΕΑΕ (διδακτορικό/μεταπτυχιακό), οι οποίοι θα προσλαμβάνονται σε περίπτωση εξάντλησης των εκπαιδευτικών με βασικό τίτλο σπουδών (αυτό που εμμέσως ισχύει και σήμερα με την πρόταξη των ΠΕ61/ΠΕ71 έναντι των ΠΕ70.50/ΠΕ60.50 σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 128005 /Δ2, 13/08/2014).
– Για τη μοριοδότηση προσόντων/κριτηρίων στη διαδικασία διορισμού (π.χ. ξένης γλώσσας, ακαδημαϊκών τίτλων, κοινωνικών κριτηρίων κτλ.) ζητάμε (αν ισχύσει) να είναι ίδια για όλους τους εκπαιδευτικούς, όλων των κλάδων. Καμία εξαίρεση πάλι για την ειδική εκπαίδευση.
Συμπερίληψη: μια εργαλειακή χρήση του όρου;
Είναι τραγικό να λαμβάνονται νομοθετικές πρωτοβουλίες από το Υπουργείο στο όνομα “συμπερίληψης”, η οποία χρησιμοποιείται έμμεσα ως εργαλείο για τη μειωμένη στελέχωση της ΕΑΕ. Να θυμίσουμε ότι το θεσμικό πλαίσιο έχει ξεχάσει τη “συμπερίληψη” των εκπαιδευτικών με βασικό πτυχίο στην ΕΑΕ με ζωντανή απόδειξη τη “μόνιμη αναπλήρωση” θέσεων για 15 πια έτη. Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι:
1) Η ένταξη ή η συμπερίληψη των παιδιών στο “Σχολείο της Γειτονιάς” αφορά σε όλους τους μαθητές. Ο μαθητικός πληθυσμός περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα επιμέρους «ειδικών» ομάδων με βάση διάφορα κριτήρια (φύλο, εθνική καταγωγή, κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο κ.ά.) και η συμπερίληψη δε θα πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με την εκπαιδευτική υποστήριξη των μαθητών με αναπηρία ή/ και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
2) Το μότο “Ένα Σχολείο για Όλους” αφορά στην αποδοχή της διαφορετικότητας και την αποτελεσματική υποστήριξη όλων των μαθητών ενός σχολείου μέσω της κατάλληλης συνεργασίας όλου του εκπαιδευτικού προσωπικού, των γονέων, των ίδιων των μαθητών και των εκάστοτε αρμόδιων εξωτερικών υπηρεσιών. Στην ουσία το μεγάλο στοίχημα που θέτει το όραμα της συνεκπαίδευσης είναι ο μετασχηματισμός της κουλτούρας του σημερινού σχολείου, ώστε αυτό να ανταπεξέρχεται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας. Η συντέλεση αυτής της αλλαγής, όμως, προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση πρέπει να βασιστεί σε ένα βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο προγραμματισμό και σε πολλαπλά επίπεδα από πλευράς εκπαιδευτικής κοινότητας και πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΠΕΘ.
3) Η μετάβαση από το σχολείο του σήμερα στο “Σχολείο για Όλους” είναι πολύ δύσκολη, διότι διαχέεται σε όλους τους τομείς της σχολικής ζωής και αφορά σε όλους τους συντελεστές της. Απαιτεί ριζοσπαστική αναπροσαρμογή πολλών παραμέτρων της εκπαιδευτικής διαδικασίας (και όχι μόνο του τρόπου πρόσληψης/τοποθέτησης των εκπαιδευτικών). Απαιτεί: νέα κοινά, ευέλικτα αναλυτικά προγράμματα χωρίς αυστηρή στοχοθεσία ανά τάξη/ηλικιακή ομάδα, χωροταξικές προσαρμογές/νέα περιβάλλοντα μάθησης στο σχολείο, συνδιδασκαλίες από δύο εκπαιδευτικούς εκεί που απαιτείται, μετεκπαίδευση όλων των εν ενεργεία εκπαιδευτικών, κατάλληλη εκπαίδευση των υποψήφιων εκπαιδευτικών-φοιτητών σε προπτυχιακό επίπεδο, εμπλοκή-συμμετοχή των γονέων και λοιπών υπηρεσιών (εκπαίδευσης, υγείας, διοίκησης κ.ά.) κ.ά.
4) Λαμβάνοντας υπόψη ότι το σχολείο αποτελεί μικρόκοσμο της κοινωνίας και πως σε αυτό εντοπίζονται όλα τα προβλήματα που επικρατούν σε αυτή (λ.χ. bullying, πολυπολιτισμικότητα λόγω προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών), κρίνεται επιτακτική προτεραιότητα της Πολιτείας η επένδυση στην εκπαίδευση. Επομένως, από πλευράς εκπαιδευτικού προσωπικού και στα πλαίσια της προώθησης της συμπερίληψης, το σχολείο πρέπει να είναι στελεχωμένο με μόνιμο διεπιστημονικό προσωπικό, συμπεριλαμβανομένου του εκπαιδευτικού ειδικής αγωγής και των ειδικοτήτων του σχολικού ψυχολόγου και του κοινωνικού λειτουργού, προκειμένου να προλαμβάνει και να διαχειρίζεται αποτελεσματικότερα τις καθημερινές προκλήσεις της εκπαιδευτικής καθημερινότητας. Το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού ενός σχολείου πρέπει να φέρει συλλογικά την ευθύνη για όλους του μαθητές και την ολόπλευρη μαθησιακή και κοινωνική τους υποστήριξη.
5) Ο εκπαιδευτικός ΕΑΕ διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διαδικασία συμπερίληψης όλων των μαθητών.
Έχει πολλαπλά καθήκοντα όπως: i) τη συνεργασία με τους συνάδελφους εκπαιδευτικούς και τις ειδικότητες του συλλόγου διδασκόντων σε επίπεδο τριπτύχου συνσχεδιασμός–συνεφαρμογή/συνδιδασκαλία–συναξιολόγηση, με στόχο την υποστήριξη των μαθητών. Σε πρακτικό επίπεδο της καθημερινής εκπαιδευτικής πραγματικότητας ο εκπαιδευτικός ΕΑΕ καλείται να στηρίξει τους εκπαιδευτικούς της τάξης και τις ειδικότητες των λοιπών γνωστικών αντικειμένων (Φυσικής Αγωγής, Ξένων Γλωσσών κ.λπ.) και να τους ενδυναμώσει μέσω του προαναφερθέντος τριπτύχου με τους ακόλουθους τρόπους: μέσω της παρουσίασης διαφορετικών τρόπων αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών, της διαφοροποίησης, προσαρμογής ή και εξατομίκευσης της διδασκαλίας, των εναλλακτικών τρόπων διδασκαλίας και κατασκευής εποπτικού υλικού, ενίσχυσης και επανατροφοδότησης των μαθητών κ.ά. Αυτού του τύπου οι εκπαιδευτικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι ευέλικτες και να προσαρμόζονται σύμφωνα και με την ανατροφοδότηση από τους μαθητές. Ο στόχος είναι ο μαθητής να υποστηρίζεται όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται από το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού και όλοι οι συνάδελφοι που εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία να ακολουθούν μια κοινή κατεύθυνση, νιώθοντας ασφάλεια και αυτοπεποίθηση για την εκπαιδευτική παρέμβαση που εφαρμόζουν
ii) συνεργασία και συμβουλευτική στις οικογένειες των μαθητών. Τόσο οι γονείς όσο και το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των εμπλεκόμενων ατόμων και υπηρεσιών στην υποστήριξη των μαθητών βάσει της ισχύουσας εκπαιδευτικής νομοθεσίας. Ο εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής σε συνεργασία με τον κοινωνικό λειτουργό, βοηθά στη σύνθεση και το συντονισμό των διάφορων υπηρεσιών, όπως τα ΚΕΔΔΥ, η Πρόνοια κ.ά. Με αυτό τον τρόπο υπάρχει μεσολαβητής ανάμεσα σε σχολείο και εξωτερικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται το έργο του σχολείου. Η συνεργασία με τις εξωτερικές υπηρεσίες δεν θα πρέπει να αποτελεί ταμπού για το προσωπικό του σχολείου. Απεναντίας, προτείνεται η δημιουργία πρωτοκόλλου συνεργασίας, με στόχο την ουσιαστική και πιο αποτελεσματική επικοινωνία των δύο πλευρών
iii) επιμόρφωση των εκπαιδευτικών γενικής αγωγής. Ένας εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής δεν μπορεί και ούτε πρέπει να αντιμετωπίζει μόνος του τις σύνθετες ανάγκες (γνωστικές, κοινωνικές, συναισθηματικές κτλ.) των μαθητών που προκύπτουν σε επίπεδο τάξης. Βασικός συντελεστής στην αντιμετώπιση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών κάθε μαθητή πρέπει να γίνει ο εκπαιδευτικός της γενικής τάξης. Με την αρωγή του εκπαιδευτικού ειδικής αγωγής, μπορεί να εκπονεί και να εφαρμόζει προγράμματα παρέμβασης ή διαφοροποιημένη διδασκαλία. Οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι μαθητές των γενικών τάξεων, αντιμετωπίζουν προκλήσεις στα πλαίσια της καθημερινής διδασκαλίας μέσα στη γενική τάξη και κάθε πρόγραμμα υποστήριξης έχει επιτυχία αν μετασχηματίζει την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στη γενική τάξη, στο “φυσικό” πλαίσιο των μαθητών.
6) Άμεσο επακόλουθο της παραπάνω θέσης είναι ότι ο εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής και ο εκπαιδευτικός γενικής αγωγής είναι τα πλέον αρμόδια άτομα για την εκπαιδευτική αξιολόγηση των μαθητών. Η διάγνωση, λοιπόν, των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών πρέπει να προσανατολιστεί να γίνεται μέσα στα σχολεία με την αρωγή ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, λογοθεραπευτών κ.ά. ειδικοτήτων που μπορούν να επισκέπτονται το σχολείο ή να έχουν αναλάβει ως διαγνωστική και υποστηρικτική ομάδα μια ομάδα σχολείων. Ο προσανατολισμός της δημιουργίας ΕΔΕΑΥ για μια πρώτη διάγνωση μέσα στο σχολείο είναι ορθός (παρότι οι ΕΔΕΑΥ λειτούργησαν για περιορισμένο χρονικό διάστημα και με μεγάλη καθυστέρηση από την έναρξη του σχολικού έτους και παρότι η σύσταση και λειτουργία τους έχει μειονεκτήματα που έχουν εκτενώς σχολιαστεί). Η παραπομπή στα ΚΕΔΔΥ θα πρέπει να γίνεται για λίγες, συγκεκριμένες περιπτώσεις, καθώς η συγκεκριμένη διαδικασία (διάγνωση με ραντεβού στα ΚΕΔΔΥ) αντιμετωπίζει τον μαθητή σαν «ασθενή», αποτυπώνει μόνο μια «στιγμή» του μαθητή (σε αντίθεση με την καθημερινή καταγραφή που υπάρχει στα σχολεία) και αδυνατεί να προτείνει λύσεις (εκπαιδευτικά προγράμματα) που βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το πραγματικό πλαίσιο που φοιτά ο μαθητής. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι συστημικά: δεν αφορούν μόνο ένα παιδί ως μεμονωμένη οντότητα αλλά ένα πλαίσιο σχέσεων (σε ένα συγκεκριμένο σχολείο, σε μία συγκεκριμένη τάξη, με συγκεκριμένους συμμαθητές, εκπαιδευτικούς, ωρολόγια προγράμματα κτλ.)
7) Εκπαίδευση για όλα τα παιδιά: αυτό σημαίνει ότι στο όνομα της “Συμπερίληψης” και του “Ενός Σχολείου για Όλους” δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο κλείσιμο των ειδικών σχολείων. Όλες οι δομές της ΕΑΕ είναι απαραίτητες. Τα ειδικά σχολεία, με τα εξειδικευμένα προγράμματα που εκπονούν, είναι αναντικατάστατα για ορισμένους μαθητές με αναπηρία. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να αναβαθμιστούν στην κατεύθυνση ένταξης/συστέγασης τους με τα γενικά σχολεία, για να εκπονούνται κοινά προγράμματα, για να γίνονται κοινά μαθήματα. Από τα ειδικά σχολεία-ιδρύματα θα πρέπει να περάσουμε στα ειδικά σχολεία που είναι οργανικά ενταγμένα στο σχολείο της γειτονιάς. Έτσι, θα αναδιαμορφωθεί και ο τρόπος φοίτησης των μαθητών (ευελιξία για μετάβαση από πλαίσιο Γενικής Αγωγής σε δομή Ειδική Αγωγής και αντιστρόφως ανάλογα με την εξέλιξη του μαθητή). Επιπλέον, πρέπει να επικαιροποιηθεί η νομοθεσία (Π.Δ. 603, 21/09/1982) που αφορά στον αριθμό μαθητών ανά τμήμα ειδικού σχολείου, ώστε να διασφαλίζεται η βέλτιστη αναλογία εκπαιδευτικού-μαθητών. Ο ΣΑΤΕΑ είχε προτείνει την αναλογία 1 εκπαιδευτικός – 3 μαθητές, όπως προβλέπονταν ήδη στην υπουργική απόφαση Αριθμ.117303/Γ6 Αρ. Φύλλου 2105, 30/10/2007. Τέλος, η Πολιτεία οφείλει να παρέχει ένα ειδικό βοηθητικό προσωπικό ανά τμήμα ειδικού σχολείου για την πληρέστερη υποστήριξη των μαθητών.
Οι παραπάνω θέσεις μας αναδεικνύουν πως η “Συμπερίληψη” είναι μια πρόκληση, μια δύσκολη και μακρά διαδικασία με πολλά προαπαιτούμενα, μια διαδικασία που απαιτεί ενδελεχή συζήτηση και προσεχτικές αναφορές. Πολλά έχουν ακόμα να αποσαφηνιστούν. Ξανατονίζουμε ότι είναι λυπηρό να χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή όροι όπως “συμπερίληψη”, “διαφοροποιημένη διδασκαλία”, “παιδαγωγικής της ένταξης”, “σχολείο για όλους” χωρίς να επεξηγούνται οι διαφορετικές παράμετροί τους (π.χ. ριζοσπαστική αλλαγή αναλυτικών προγραμμάτων) και μάλιστα να χρησιμοποιούνται επιφανειακά-επικοινωνιακά, ακόμα και από το ίδιο το Υπουργείο, εις βάρος της πλήρους εναρμόνισης του θεσμικού πλαισίου ειδικής-γενικής εκπαίδευσης, εις βάρος της “συμπερίληψης” των εκπαιδευτικών αποφοίτων των πανεπιστημιακών τμημάτων ΕΑΕ της χώρας, οι οποίοι μάλιστα συνέβαλαν τα μέγιστα (ειδικά μέσω του προγράμματος της Παράλληλης Στήριξης) στην “αλλαγή παραδείγματος” προς ένα πιο ενταξιακό σχολείο, τουλάχιστον στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ