Εν Πειραιεί τὴ 27η Σεπτεμβρίου 2015
Ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος πιστὴ διάκονος τοῦπαναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ
(Προσδοκίες-Ἱστορικὴ πορεία-Γενικὲς Ἐκτιμήσεις-Συμπεράσματα)
Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου,
Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς
(6ον)
Γ) Οἱ συμμετέχοντες στὰ Συνέδρια καὶ τὶς Διασκέψεις.
Μιὰ ἄλλη θλιβερὴ διαπίστωση, ἀπὸ τὰ μέχρι σήμερα γενόμενα Συνέδρια καὶ Διασκέψεις, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι τὰ ἐπιλεχθέντα πρόσωπα εἶχαν οἰκουμενιστικὸ φρόνημα καὶ προέρχονταν κατὰ προτίμηση ἀπὸ τὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο.
Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἐπιλεγέντας ἀντιπροσώπους διέκριναν τοὺς οἰκουμενιστικοὺς στόχους τῶν Διασκέψεων καὶ τόλμησαν νὰ διαφοροποιηθοῦν, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Τὰ οἰκουμενιστικὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν προσώπων δείχνουν ἀκόμη κάτι πολύ σημαντικό: ὅτι ἡ λογικοκρατούμενη σκέψη καὶἡἀκαδημαϊκὴ θεολογία ἔρχονται οὐσιαστικά νὰἀντικαταστήσουν τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Παύει δηλαδὴ νὰ προέχει ἡἀναζήτηση ἁγίων καὶ θεοφόρων ἀνδρῶν, μὲ θεῖο φωτισμό, μὲἀληθινὰὈρθόδοξο, ὁμολογιακὸ-μαρτυρικὸ φρόνημα, καὶἀποκλείεται ἡ συμμετοχή τους ἀπὸ τὶς Διασκέψεις, ἐνῶἐπιλέγονται πρόσωπα μὲ πανεπιστημιακὲς ἐπιδόσεις καὶ περγαμηνές, ποὺἐμπνέονται καὶἐκφράζουν τὸ οἰκουμενιστικὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ τῆς Νέας Εποχής.
Ἀλλὰ τὸ ἐξ ἴσου θλιβερὸ εἶναι καί τὸ γεγονός, ὅτι ἀκόμη καὶ στὴ μέλλουσα νὰ συγκληθεῖ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο δὲν θὰ συμμετάσχουν ὅλοι οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ μόνο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀντιπροσώπων ἀπὸ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ τελικὴ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, (6-9 Μαρτίου 2014), νὰ ἐκπροσωπηθεῖ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία μὲ ἕνα πολὺ περιορισμένο ἀριθμὸ μελῶν, (24 μέλη), καὶ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει δικαίωμα μόνο μιᾶς ψήφου, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία, ξένη πρὸς τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καὶ γεννῶνται εὔλογα τὰ ἐρωτήματα: Πότε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλείσθηκαν κανονικοὶἐπίσκοποι ἀπὸ Τοπική, ἢ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο; Ἂν στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐφαρμοζόταν τὸ σύστημα τῶν ἀντιπροσωπειῶν τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τότε οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιεπίσκοποι θὰ ἔστελναν ὡς ἀντιπροσώπους τοὺς ὁμόφρονές τους ἐπισκόπους καὶ θὰ ἐπικρατοῦσε ἡ πλάνη. Ἀλλὰ καὶ μὲ ποιά κριτήρια θὰ ἐπιλεγοῦν οἱ ἀντιπρόσωποι; Θὰ ψηφισθοῦν ἀπὸ τὶς κατὰ τόπους Συνόδους, ἢ θὰ ὁρισθοῦν μὲ κριτήριο τὴν ἐνδοτικότητα σε θέματα πίστεως;
Δ) Θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ὅπως ἀναφέραμε, ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων, ποὺ κατήρτισε ἡ Προπαρασκευαστικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ τοῦ 1930, ἀναθεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1961, ἡ ὁποία κατήρτισε νέο κατάλογο, ποὺ καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του ἀναθεωρήθηκε μὲ νέο κατάλογο, πιὸ συνεπτυγμένο, ἀπὸ τὴν Α΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τοῦ 1976. Ἀπὸ τὰ δέκα θέματα τοῦ καταλόγου αὐτοῦ, τὰ τέσσερα πρῶτα, δηλαδή: Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά, τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, τὸ Αὐτόνομον καὶ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ καὶ τὰ Δίπτυχα, ἀναφέρονται στὶς διορθόδοξες σχέσεις και στὴν διορθόδοξη ἑνότητα, καὶ ἀποσκοποῦν στὴν ἐπίλυση ζητημάτων ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες· Τὰ τρία ἑπόμενα: Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου, κωλύματα γάμου, ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἀφοροῦν σὲ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας καὶ πρακτικὰ προβλήματα ποιμαντικῆς φύσεως· τὰ δύο ἑπόμενα: Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον καὶ Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς χριστιανικὲς αἱρέσεις καὶ στὴν προώθηση τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, μὲ βάση τὶς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ θέματα: Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν, καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων, ἀφορᾶ στὴν προώθηση τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων στὰ πλαίσια τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου «πανθρησκειακὴ ἑνότητα».
Ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω θέματα, τὰ τέσσερα πρῶτα ὑπῆρξαν τὰ πιὸ ἀκανθώδη καὶ δυσεπίλυτα, καὶ προκάλεσαν τὶς περισσότερες διαφωνίες, (ἰδίως μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας), ἐξακολουθοῦν δέ ἐν πολλοῖς, μὲ ἐξαίρεση ἴσως αὐτὸ τῆς Διασπορᾶς, νά παραμένουν ἄλυτα μέχρι σήμερα, παρὰ τὶς μέχρι τώρα γενόμενες συζητήσεις καὶ προταθεῖσες λύσεις. Καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν πρόκειται νὰ βρεθεῖ λύση, ἂν δὲν γίνουν ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις.
Τὸ ζήτημα τοῦἡμερολογίου ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα μιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὴν ὅλως ἄκριτη, ἐπιπόλαιη καὶ βεβιασμένη ἐνέργεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ υἱοθετήσει τὸ νέο ἡμερολόγιο, συμπαρασύροντας καὶ ὁρισμένες τοπικὲς Ἐκκλησίες, χωρὶς τὴν ὁμόφωνη γνώμη ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσει σχίσματα καὶ διαιρέσεις στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὰ ζητήματα τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, καὶ τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἤδη ἀποφανθεῖ μὲ ἱεροὺς κανόνες Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν διαχρονικὸ χαρακτήρα, δὲν ἐπιδέχονται τροποποιήσεις καὶ ἀλλαγές.
Τὰ τρία τελευταῖα θέματα, ποὺ ἔχουν ἐμφανῆ καὶ ἔντονο οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα, ἀποσκοποῦν στὴν ἑδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γιὰ τὴν ἐπίτευξή τους τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κινήθηκε πάνω σὲ δύο βασικοὺς ἄξονες: α) Στὴν προώθηση τῶν Διαλόγων μἐ τὶς διάφορες χριστιανικὲς ὁμολογίες-αἱρέσεις, μὲ σκοπὸ τὴν οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἕνωση μὲ βάση τὶς ἀναπτυχθεῖσες αἱρετικὲς θεωρίες καὶἰδίως τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καὶ τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, καὶ β) στὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡὁποία θὰ προσέδιδε τὸἀπαιτούμενο ἐκκλησιαστικὸ κῦρος καὶ νομιμότητα στὴν ἐπιχειρούμενη διά μέσου τῶν διαλόγων ἕνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες-αἱρέσεις χωρὶς δογματικὴ συμφωνία καὶἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ προδοτικὲς ἄλλωστε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία συμφωνίες στὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ ἐπιχειρήθηκαν στὴν 7η Γενικὴ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στὸ Balamand, τὸ 1993, καὶ οἱ ἐξ ἴσου προδοτικὲς συμφωνίες στὸ Διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν στὰ πλαίσια τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε., ποὺἐπιχειρήθηκαν στὸ Porto Alegre τῆς Βραζιλίας, τὸ 2006, ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
Μιὰ πολὺ βασικὴ διαπίστωση, σχετικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς θεματολογίας τοῦ παρὰ πάνω καταλόγου, εἶναι ἡ παντελὴς ἀπουσία φλεγόντων ζητημάτων δογματικῆς φύσεως καὶἡ παντελὴς ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος καὶ μερίμνης γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ποὺ μαστίζουν τὴν Ἐκκλησία. Στὶς ἀρχαῖες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, βασικὴ μέριμνα τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς Συνόδους, ἦταν κατὰ πρῶτο λόγο ἡ καταπολέμηση καὶ ἐξουδετέρωση τῶν αἱρέσεων, ποὺ ἐμφανιζόταν στὴν ἐποχή τους, καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἡ ρύθμιση τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Συνεπῶς καὶ στὴν ἐποχή μας, ἡ πρώτη καὶ βασικὴ μέριμνα τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν ποικίλων συγχρόνων αἱρέσεων, ὅπως εἶναι ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος παρὰ τοὺς Διαλόγους ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα νὰ ἐμμένει στὴν πλάνη καὶ νὰ ἀσκεῖ δόλιο προσηλυτισμὸ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ Προτεσταντισμός, ὁ Χιλιασμός, ὁ Μαρξισμὸς καὶ ἡ λοιπὴ Ἀθεΐα, ὅπως εἶναι ὁ Νεοπαγανισμός, ἡ Μασονία, ὁ Διεθνὴς Σιωνισμός, ἡ Θεοσοφία καὶ ἡ Νέα Ἐποχή, τὸ Ἰσλάμ, οἱ Σέκτες, οἱ Καταστροφικὲς Λατρεῖες, ὁ Νεοσατανισμός, ἀλλὰ καὶ ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ἄλλες πλάνες τῆς «κενῆς ἀπάτης» αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ προρρηθεῖσα Σύνοδος, καθ’ ὅσον δὲν προτάσσει καὶ δὲν προτίθεται νὰἀσχοληθεῖ μὲ τὰ μνημονευθέντα θέματα πίστεως καὶ αἱρέσεων, ἐπ’ οὐδενὶ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖἀληθὴς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μὲ συνέπεια νὰἀπορριφθεῖὡς Ψευδοσύνοδος ἀπό τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.[1]
Ε) Τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ Θ΄ Οικουμενικῆς.
Ἕνα ἄλλο πρωταρχικῆς σημασίας ζήτημα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχοληθήκαμε καὶ σὲ παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, εἶναι τὸ ζήτημα τῆς ἐν τῇ μελλούσῃ Συνόδῳ ἐπισήμου ἀνακηρύξεως καὶ ἀναγνωρίσεως: α) τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 879-880, ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς καὶ β) τῆς ἐπὶἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθείσης Συνόδου, τὸ 1351, ὡς Θ΄ Οἰκουμενικῆς.
Ἀμφότερες οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἔχουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ ἀπαιτοῦνται, γιὰ νὰ θεωρηθοῦν ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως κατέδειξαν σχετικὲς μελέτες τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου. Σχετικὸ αἴτημα τῶν παρὰ πάνω ἱεραρχῶν γιὰ Συνοδικὴ ἐξέταση τοῦ θέματος ἀπὸ τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, μὲ βάση τὶς εἰσηγήσεις τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου καὶ Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, τελικὰ ἀπερρίφθη καὶ δὲν συζητήθηκε, μὲ τὴν πρόφαση, ὅτι ἡ τοπικὴ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἀναρμοδία νὰ εἰσηγηθεῖ τὴ συμπερίληψη στὴν ἡμερησία διάταξη τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τέτοιου θέματος. Ἡ πραγματικὴ ὅμως αἰτία εἶναι ἄλλη· ὅπως σημειώνει σὲ σχετικὸ ἄρθρο του ὁ Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ: «Εἶναι προφανὲς καὶ πρόδηλο ὅτι ἡ μὴ τυπικὴἀναγνώριση γίνεται γιὰ νὰ μὴ “λυπηθοῦν” οἱἀντιθέως καὶ δαιμονιωδῶς καθυβρίζοντες τοὺς Ἁγίους προεξάρχοντας τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Ἱερὸ καὶ Μέγα Φώτιο καὶἍγιο Γρηγόριο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶὡς δῆθεν αἱρεσιάρχας, ὅπως αὐταποδείκτως προκύπτει ἀπὸ τὴν “Δογματικὴ διδασκαλία” τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς».[2] Ἐπὶ πλέον μάλιστα καὶ γιὰ νὰ μὴ λυπηθοῦν οἱ Οἱκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, οἱ προωθοῦντες τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τόσο οἱ ἀνήκοντες στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅσο καὶ οἱ ἀνήκοντες στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Διότι γνωρίζουν πολὺ καλὰ οἱ ἐν λόγῳ Οἰκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς, ὅτι μιὰ τέτοια ἀναγνώριση θὰ σημάνει τὸ ὁριστικὸ τέλος τῶν Διαλόγων μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ παρασυναγωγή. Περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ σημειώνει σὲ πρόσφατη δημοσίευσή του καὶ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἑτοιμάζεται αὐτὴἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καὶὅπως βλέπουμε, στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό. Εὔχομαι νὰ μὴν γίνει ποτέ. Ἀλλὰἐκεῖὁδηγοῦνται τὰ πράγματα. Ἐὰν λοιπὸν συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ποὺ θὰἔχει τὸν χαρακτήρα γιὰ μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐὰν συνέλθει καὶ δὲν δεχθεῖ μεταξὺ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὴν Η΄ καὶ τὴν Θ΄, θὰ εἶναι ψευδοσύνοδος . . . Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει λοιπὸν Πανορθόδοξος Σύνοδος θὰ κριθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἐὰν παρακάμψει αὐτὲς τὶς δύο Συνόδους, ποὺ τοποθετοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπέναντι στὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό».[3](Συνεχίζεται).
[1]Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι μία ἀπὸ τὶς κατευθυντήριες γραμμές ποὺ ἐδόθησαν στὶς ἐργασίες τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως (1976), ἦταν ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος νὰ ἀσχοληθεῖ
«μὲ περιωρισμένον ἀριθμόν θεμάτων καὶ δὴ οὐχὶ ἀμιγῶς δογματικῆς καὶ θεωρητικῆς φύσεως», καθόσον «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκην νέας Ὁμολογίας πίστεως» (Γραμματεία ἐπὶ τῆς
προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, ……….ο.π. , σελ. 42).
[2]Βλ. Ανακοινωθέν του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ, με τίτλο «Ἀπάντησις στόν Αἰδεσιμ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιον Τσέτσην» (30.1.2014), δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.
[3]Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁμοτ. Καθηγητοὺ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου 2009, σελ. 28-29.