Εν Πειραιεί τη 15η Σεπτεμβρίου 2015
Ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος πιστὴ διάκονος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ
(Προσδοκίες-Ἱστορικὴ πορεία-Γενικὲς Ἐκτιμήσεις-Συμπεράσματα)
Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου,
Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς
(1ον)
Ε ἰ σ α γ ω γ ή
Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων στὸ Φανάρι (6 ἕως 9 Μαρτίου 2014) νὰσυγκαλέσουνἐντὸςτοῦ 2016 τὴν ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη, ἢ Πανορθόδοξο Σύνοδο, ἀναζωπύρωσεκαὶ πάλι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίαςγύρωἀπὸτὸθέμα αὐτό.
Σύμφωνα μὲ τὸ «ἀνακοινωθέν»: «Ἡ Σύναξις συνεφώνησεν ὅτι ἡ προπαρασκευαστικὴ τῆς Συνόδου ἐργασία πρέπει νὰἐντατικοποιηθῇ. Εἰδικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ θὰἀρχίσει τὸἔργον αὐτῆς ἀπὸ τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καὶ θὰὁλοκληρώσῃ αὐτὸ μέχρι τοῦἉγίου Πάσχα τοῦἔτους 2015. Θὰἀκολουθήσῃ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦἔτους 2015. Ἅπασαι αἱἀποφάσεις, τόσον κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Συνόδου, ὅσον καὶ κατὰ τὰ προπαρασκευαστικὰ στάδια αὐτῆς, θὰ λαμβάνωνται καθ’ ὁμοφωνίαν. ἩἉγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Εκκλησίας θα συγκληθῇὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν ἔτει 2016, ἐκτὸς ἀπροόπτου». Πολλὰ ἄρθρα καὶ δημοσιεύματα ἔχουν γραφεῖ καὶ δημοσιευθεῖ μέχρι τώρα στὸ διαδίκτυο, σὲ θρησκευτικὲς ἐφημερίδες καὶ περιοδικά γιὰ τὴν ἀποφασισθεῖσα σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πράγμα τὸ ὁποῖο δείχνει τὴν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι θεωρήθηκε, καὶ δικαίως, ὡς μεῖζον ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ὑψίστης ἱστορικῆς σημασίας.
Ἐπειδὴ ὡστόσο πολλὴ ἄγνοια, σύγχυση καὶ ἐλλιπὴς ἐνημέρωση ὑπάρχει μεταξὺ πολλῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ ἀρχιερέων, γύρω ἀπὸ τὸ θέμα, καὶ ἐπειδὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας, πολλοὶ ὑπῆρξαν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι συγκρότησαν αἱρετικὲς συνόδους, τὶς λεγόμενες «Ψευδοσυνόδους», μὲ σκοπὸ νὰ προσδώσουν ἐκκλησιαστικὸ κῦρος στὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες καὶ πλάνες, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἐξαπλωθεῖ παντοῦ σὲ ὅλα σχεδόν τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ὁ κίνδυνος νὰ ἀποτελέσει ἡ προετοιμαζόμενη Σύνοδος τοῦ 2016 μιὰ νέα «Ψευδοσύνοδο», χειρότερη ἐκείνης τῆς Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438/9), εἶναι μέγιστος, θεωρήσαμε σκόπιμο, στὴν παροῦσα χρονικὴ συγκυρία, συνεργούσης τῆς Χάριτος, νὰ παραθέσουμε μὲ τὴ σύντομη αὐτὴ μελέτη μας, κάποιες βασικὲς ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν προετοιμαζόμενη Σύνοδο, πρὸς ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἐπαγρύπνησή του.
Θὰ ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχὴν σὲ μερικὲς βασικὲς καὶ θεμελιώδεις ἔννοιες, σχετικὲς μὲ τὸ θεσμὸ τῶν Συνόδων, στή συνέχεια στὶς προϋποθέσεις ποὺ πρέπει νὰ πληροῦνται, γιὰ νὰ εἶναι μιὰ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος καὶ Οἰκουμενική, κατόπιν σὲ μιὰ σύντομη ἀναδρομὴ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς προετοιμασίας μιᾶς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, σὲ μιά γενική αξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας της, σὲ κριτικὲς θεωρήσεις ἁγίων ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς μας σχετικὰ μὲ τὴν προσδοκώμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, καὶ ἐν κατακλεῖδι σὲ κάποιες γενικὲς παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα.

Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἐκκλησιαστικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας θεῖο θεσμό. Ὁ θεσμὸς αὐτὸς ἀνάγει τὴν ἀρχή του στὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους, οἱὁποῖοι, «θείῳ Πνεύματι κινούμενοι», συγκρότησαν τὴν ἀποστολικὴ Σύνοδο, (49 μ.Χ.), πραγματώνοντας ἔτσι ταυτόχρονα καὶ τὴν συνοδικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς ‘Εκκλησίας, γιὰ νὰ ἀποτελεῖ ἔκτοτε θεμελιῶδες γνώρισμα τῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, πρὸς ἐπίλυση καὶ ρύθμιση τῶν πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ἰδίως δὲ πρὸς ἀντιμετώπιση τῶν ποικιλωνύμων αἱρέσεων. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο: «Ἐκκλησία συστήματος καὶ συνόδου ἐστὶν ὄνομα»[1]. Ἀπὸ τὶς Συνόδους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκεῖνες ποὺ ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς Οἰκουμενικές, ὅπως καὶ ἐκεῖνες ἀπὸ τὶς τοπικές, ποὺ προσέλαβαν οἰκουμενικὸ κῦρος, εἶναι θεόπνευστες καὶ ἀλάθητες, «διὰ τὸ Πνεῦμα τὸἅγιον», ποὺ ἐνεργεῖ σ’ αὐτές, σύμφωνα μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου: «ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸἍγιον, ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰω.14,25). Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σὲἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἐν Ἀφρικῇἐπισκόπους γράφει: «Τὸ δὲῥῆμα τοῦ Κυρίου τὸ διὰ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν τῇ Νικαίᾳ γενόμενον, μένει εἰς τὸν αἰῶνα».[2] Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁἉγιορείτης, ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς νεωτέρους κανονολόγους τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ σχετικῶς στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ «Πηδαλίου» του: «Αὕτη ἡ βίβλος (δηλαδὴἡ συλλογὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων, στὴν ὁποία ἐμπεριέχονται συνοπτικῶς καὶ οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων), εἶναι ἡ μετὰ τὰς ἁγίας Γραφάς, ἁγία Γραφή, ἡ μετὰ τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην, Διαθήκη. Τὰ μετὰ τὰ πρῶτα καὶ θεόπνευστα λόγια, δεύτερα καὶ θεόπνευστα λόγια. Αὕτη ἐστὶ τὰ αἰώνια ὅρια, ἃἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ νόμοι οἱὑπάρχοντες εἰς τὸν αἰῶνα,…. τοὺς ὁποίους σύνοδοι οἰκουμενικαί τε καὶ τοπικαὶ διὰ Πνεύματος ἁγίου ἐθέσπισαν…..Αὕτη ὡς ἀληθῶς ἐστι, καθὼς αὐτὴν ἐπωνομάσαμεν, τὸ Πηδάλιον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διὰ μέσου τοῦὁποίου αὕτη κυβερνωμένη, ἀσφαλῶς τοὺς ἐν αὐτῇ ναύτας καὶἐπιβάτας, ἱερωμένους τε λέγω καὶ λαϊκούς, πρὸς τὸν ἀκύμαντον παραπέμπει τῆς ἄνω βασιλείας λιμένα»[3].
Ἐντεῦθεν οἱ ἅγιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, συνιστοῦν τὴν ἀνωτάτη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ καὶ τὸ ἀνώτατο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κριτήριο, γι’ αὐτὸ καὶ εὑρίσκονται ὑπεράνω τῶν ἐπισκόπων καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν πατριαρχῶν. Οἱ ἀποφάσεις τους, δογματικές, κανονικὲς καὶ διοικητικές, εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κλῆρο καὶ λαό, ἀπὸ τοῦ πατριάρχου μέχρι τοῦ τελευταίου λαϊκοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ τήρησή τους ἀναγκαία διὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἡ δὲ παράβασή τους συνιστᾶ βαρύτατο ἁμάρτημα ἀθετήσεως αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τὸν λόγο του: «ἐάν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοι ὥσπερ ὁἐθνικὸς καὶὁ τελώνης» (Ματθ.18,17).

Ὅροι καὶ προϋποθέσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τότε μόνο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθῶς Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζουσα θεοπνεύστως καὶ ἀλαθήτως τὴ γνήσια Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, ὅταν πληροῖ κάποιες βασικὲς προϋποθέσεις.[4] Ὁἅγιος Νικόδημος ὁἁγιορείτης στὸ «Πηδάλιόν» του, στὰ προλεγόμενα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,[5] ἀναφέρει τέσσερα ἰδιώματα, ποὺ ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ὅρους καὶ προϋποθέσεις γνησιότητος καὶ αὐθεντικότητος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: α) «Τὸ νὰ συναθροίζονται διὰ προσταγῶν οὐχὶ τοῦ Πάπα, ἢ τοῦ δεῖνος Πατριάρχου, ἀλλὰ διὰ προσταγῶν βασιλικῶν». Εἶναι γνωστό, ὅτι κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους συγκαλοῦσε ὁ αὐτοκράτορας. Ὡστόσο ἡ σύγκληση αὐτὴ εἶχε περισσότερο τυπικὸ χαρακτήρα, διότι πίσω ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ὑπῆρχε ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία ἔπαιζε καθοριστικὸ ρόλο στὴ σύγκληση τῆς Συνόδου. Σήμερα ποὺ δὲν ὑφίσταται τὸ πολιτικὸ καθεστὸς τῆς βυζαντινῆς περιόδου, τὴν εὐθύνη τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχει τὸ σύνολο τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, συναινούσης προφανῶς καὶ τῆς Ἱεραρχίας τῶν κατὰ τόπους Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. β) «Τὸ νὰ γίνεται ζήτησις (=συζήτηση) περὶ πίστεως καὶἀκολούθως νὰἐκτίθεται ἀπόφασις καὶὅρος δογματικὸς εἰς κάθε μίαν ἀπὸ τὰς Οἰκουμενικάς, γ) Τὸ νὰ εἶναι πάντα τὰἐκτιθέμενα παρ’ αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ Κανόνες, Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καὶ σύμφωνα «ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις», δ) Τὸ νὰ συμφωνήσουν καὶ νὰἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καὶ κανονισθέντα, ἅπαντες οἱὈρθόδοξοι Πατριάρχαι καὶἈρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων τοποτηρητῶν, ἢ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ γραμμάτων αὐτῶν».[6]
Πέρα ἀπὸ τοὺς παραπάνω ὅρους τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος προσθέτει ἀκόμη δύο ὅρους: α) Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμμετάσχουν, ὡς μέλη τῆς Συνόδου, πρόσωπα, τὰὁποῖα δὲν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα: «Οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας»,[7] β) Δὲν ἐπιτρέπεται νὰἀποσιωπῶνται καὶ νὰ παραμερίζονται στὴ Σύνοδο δογματικὲς διαφορὲς καὶ διαφωνίες, ἀλλὰ εἶναι ἀναγκαῖον πρῶτον νὰἐξετάζῃ, (ἡ Σύνοδος), τὰἐν τῇἘκκλησίᾳ προκύψαντα ζητήματα πίστεως καὶ στὴ συνέχεια κάθε ἄλλο ζήτημα: «Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι»[8].
Ἂς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «λαλεῖ αὐτὸ τὸἴδιο τὸἅγιο Πνεῦμα» καὶ οἱ λαμβανόμενες ἀποφάσεις εἶναι «καρπὸς θείου φωτισμοῦ», (ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρξαν καὶ οἱἀποφάσεις τῆς ἀποστολικῆς Συνόδου, κατὰ τήν μαρτυρία της Γραφῆς, «ἔδοξε τῷἁγίῳ Πνεύματι καὶἡμῖν» [Πραξ.15,28]), ἕπεται ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ οἱἀποφάσεις αὐτὲς νὰ εἶναι προαποφασισμένες ἐκτὸς τῆς Συνόδου. Τὸ προαποφασίζειν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ κατάλυση τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος καὶ ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἐκ τῶν προτέρων ληφθεῖσες ἀποφάσεις δὲν ἐπιτρέπουν καὶ δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο νὰ ὁμιλήσει τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι περιττὸ μάλιστα νὰ λεχθεῖ ὅτι τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες μεθοδεύσεις εἶναι τελείως ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Εἶναι ἐπίσης αὐτονόητο ὅτι οἱ συζητήσεις πρέπει νὰ διεξάγονται μὲ μοναδικὸ γνώμονα καὶ κριτήριο τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου νὰ ἕπονται καὶ νὰ συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὶς προγενέστερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, μὲ τὴν πίστη δηλαδὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θα πρέπει νὰ ἐπηρεάζονται ἀπὸ πολιτικοὺς παράγοντες, οὔτε νὰ δεσμεύονται ἀπὸ πολιτικὲς, ἢ ἄλλες σκοπιμότητες, οὔτε καὶ νὰ περιορίζονται ἐν ὀνόματι τοῦ χρόνου. Ὅπως διακηρύττουν οἱἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἀσπασίως τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα καὶὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν τοπικῶν συναθροισθεισῶν ἐπὶἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ οὓς μὲν τῷἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει καὶἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷἀφορισμῷ καὶἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ τῷἐπιτιμίῳ παραδιδόασι καὶἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν»[9]. Ὁ δὲ ἅγιος Μάξιμος ὁὉμολογητὴς σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς παρατηρεῖ: «ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».[10] Τέλος γιὰ νὰ θεωρηθεῖ μιὰ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὄντως Ὀρθόδοξος, θὰ πρέπει οἱ ἀποφάσεις της νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Ὅπως ἔχει εὐστόχως παρατηρηθεῖ: «Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὴν διοίκησιν καὶ τὴν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὢν καὶ διδακτὸς Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετὰ τοῦ κλήρου τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καὶἀποδέχεται, ἢ κατακρίνει καὶἀπορρίπτει) τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰς πράξεις τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇἘγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848, “ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τουτέστιν ὁ λαὸς αὐτός ἐστι”»[11].