ΨΗΦΙΣΜΑ του Τμήματος Θεολογίας του Ε.Κ.Π.Α. σχετικά με τη μετατροπή του Ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως
Το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών, που πάνω από 180 χρόνια υπηρετεί την Ορθόδοξη
Χριστιανική Θεολογία και παράλληλα είναι ανοικτό στον διαχριστιανικό
και διαθρησκειακό διάλογο, καταδικάζει απερίφραστα τη μετατροπή του
ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη από μουσείο, όπως ήταν από
το 1934 έως τις μέρες μας, σε ισλαμικό τέμενος.
Η σημερινή Αγία Σοφία, ίδρυμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, δεν είναι
ένα απλό βυζαντινό μνημείο, είναι το κορυφαίο και ανεπανάληπτο
μνημείο του βυζαντινού πολιτισμού, ο οποίος πάνω από μια χιλιετία
πρόσφερε τα φώτα του σε Ανατολή και Δύση, διαμόρφωσε την θρησκευτική
και πολιτισμική ταυτότητα των σλαβικών και άλλων λαών στον βορρά και
ωφέλησε τα μέγιστα τους ίδιους τους Οθωμανούς, που κατέλαβαν τα εδάφη
της άλλοτε βυζαντινής αυτοκρατορίας. Προσέτι, αποτελεί το σημείο
αναφοράς όλων των ορθοδόξων λαών, οι οποίοι έλαβαν τη φώτιση από τη
Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Η Αγία Σοφία, όπως κάθε μνημείο
αυτής της εμβέλειας, δεν ανήκει σε συγκεκριμένη κρατική οντότητα,
ανήκει σε όλη την οικουμένη, όπως ακριβώς οικουμενικές είναι οι αξίες
του Πολιτισμού.
Η Τουρκία με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί επιλέγει
αναμφίβολα τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της και την
ουσιαστική τοποθέτησή της ολοένα μακρύτερα από την ευρωπαϊκή πορεία
της. Ο πρόεδρος της Τουρκίας αποκαθηλώνει τις κομβικές επιλογές του
«πατέρα των Τούρκων» Κεμάλ Ατατούρκ, διεκδικώντας για τον εαυτό του
τον ρόλο του «πατέρα των Μουσουλμάνων», υιοθετώντας τις πιο
σκληροπυρηνικές, αναχρονιστικές και θρησκόληπτες θέσεις των ακραίων
ισλαμικών κύκλων της χώρας του.
Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί παραβιάζει τις αρχές της
θρησκευτικής ελευθερίας, το πνεύμα και τους όρους της Συνθήκης της
Λωζάνης, με την οποία ιδρύθηκε το κράτος της Τουρκίας, αλλά και τις
αποφάσεις της UNESCO. Η νέα χρήση του μνημείου δεν θα επιτρέπει
πλέον την ανάδειξη των μοναδικής καλλιτεχνικής αξίας ψηφιδωτών του
και την ύπαρξη των ενσωματωμένων στο κτίριο χριστιανικών συμβόλων. Η
προσπάθεια απόκρυψή τους θέτει, εξάλλου, πολλαπλά ερωτήματα για την
ασφαλή διατήρησή τους.
Πέραν όμως από την ιστορική και πολιτισμική αξία της Αγίας Σοφίας,
υπάρχει και η θεολογική διάσταση. Όταν ο Παρθενώνας, το κορυφαίο αυτό
μνημείο της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας, απέδιδε αρχιτεκτονικά τη
διαλεκτική σχέση ουρανού και γης, θεού και ανθρώπων, τοποθετούσε τον
θεό στο κέντρο και έθετε τους ανθρώπους, υπό μορφή κιόνων, περιμετρικά
στο περιστύλιο. Τον θεό και τους ανθρώπους τους χώριζε αδιαπέραστα
ένας περίκλειστος τοίχος, που απηχούσε ουσιαστικά το απρόσιτο και το
χάσμα ουρανού και γης, θεού και ανθρώπων. Ο Χριστιανισμός ανέδειξε μία
νέα δομική και αρχιτεκτονική προοπτική στη διαλεκτική σχέση ουρανού
και γης, Θεού και ανθρώπων, σύμφωνη με τη θεολογία του.
Τα πάντα στον ναό της Αγίας Σοφίας, η αρχιτεκτονική σύλληψη και η
υλοποίησή της, ο ψηφιδωτός και λοιπός διάκοσμος αντανακλούν και
διακηρύσσουν το χριστιανικό δόγμα της Θείας Ενανθρώπησης, της
Ενσάρκωσης του Λόγου, της Σοφίας του Θεού. Ο φωτεινός τρούλλος,
σύμβολο του ουρανού, συνέχει και αγκαλιάζει τα πάντα, όπως η άπειρη
αγάπη του Θεού τον άνθρωπο, αποκορύφωμα της πρόσληψης της γης από τον
ουρανό και της εν Χριστώ υπέρβασης του αρχαιοελληνικού χάσματος μεταξύ
ουρανού και γης. Στον θόλο του, εικονογραφικά και ορατά κείμενος ο
Παντοκράτορας ατενίζει προσληπτικά τη γη, με ένα απροσμέτρητο άνοιγμα
και εύρος σύνολη τη Δημιουργία και με ένα αρχιτεκτονικό χωροχρονικό
κάλεσμα όλους τους ανθρώπους. Στην αψίδα του ιερού, που σαν κλίμακα
ενώνει τον ουρανό με τη γη, η απεικόνιση της Βρεφοκρατούσας Παναγίας
διακηρύσσει το μέσον, με το οποίο πραγματώθηκε αυτή η ένωση, η Θεία
Ενανθρώπηση.
Η Αγία Σοφία μας παραδόθηκε από τους δημιουργούς της ως η κορυφαία
αρχιτεκτονική και εικαστική έκφραση της χριστιανικής Θεολογίας. Η
μετατροπή της σε ισλαμικό τέμενος αφαιρεί αυτή την ταυτότητα,
αλλοιώνει τη λειτουργία και τη συνολική αισθητική του μνημείου και
παράλληλα «εγκλωβίζει» τη λατρεία του Ισλάμ σε χώρο με αλλότριες προς
αυτό θεολογικές και αισθητικές προϋποθέσεις.
Ως χριστιανοί θεολόγοι, δεν ξεχνούμε ότι ο Θεός «οὐκ ἐν χειροποιήτοις
ναοῖς κατοικεῖ». Όμως, η τόσο επιθετική αυτή παρέμβαση κατίσχυσης του
ισλαμικού συμβολισμού σ’ ένα εμβληματικό μνημείο μιας πόλης, η οποία
υπήρξε τόπος συγκατοίκησης πολλών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων,
προοιωνίζει, με άξονα τη θρησκεία, κύμα μισαλλόδοξης σύγκρουσης και
μίσους ανάμεσα σε ανθρώπους που, ανεξάρτητα από θρησκεία, αποτελούν
εξίσου, όπως και τα κτίσματα, απαραβίαστο ναό του Θεού.