Μόνιµον πρόβληµα ὁ χαρακτηρισµός τῶν ∆υτικῶν «Ἐκκλησιῶν»
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
1. Ἡ «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή»
Ὁ ὅρος «Ἀνατολὴ» ὄχι τόσο στὴν γεωγραφική, ὅσο κυρίως στὴν πνευµατικὴ διάστασή του, ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστὰ σ’ ἀντιπαράθεση πρὸς τὸν ὅρο «∆ύση», ὅταν καὶ αὐτός, ξεπερνώντας τὴν γεωγραφική του σηµασία, προσέλαβε πνευµατικὸ περιεχόµενο.
Ἀνατολὴ σηµαίνει µετὰ τὸ σχίσµα τὸ γεωγραφικὸ καὶ πνευµατικὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς πατερικῆς δηλαδὴ παραδόσεως, ἐνῶ ∆ύση τὸ γεωγραφικὸ καὶ πνευµατικὸ χῶρο τῆς ἀλλοτριωµένης Χριστιανοσύνης, τοῦ Παπισµοῦ καὶ τῆς Μεταρρυθµίσεως. Ἡ Ἀνατολὴ ταυτίσθηκε µὲ τὴ Ρωµαιοσύνη, ἐνῶ ἡ ∆ύση µὲ τὴ Φραγκοσύνη.
Ἀνατολὴ σηµαίνει µετὰ τὸ σχίσµα τὸ γεωγραφικὸ καὶ πνευµατικὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς πατερικῆς δηλαδὴ παραδόσεως, ἐνῶ ∆ύση τὸ γεωγραφικὸ καὶ πνευµατικὸ χῶρο τῆς ἀλλοτριωµένης Χριστιανοσύνης, τοῦ Παπισµοῦ καὶ τῆς Μεταρρυθµίσεως. Ἡ Ἀνατολὴ ταυτίσθηκε µὲ τὴ Ρωµαιοσύνη, ἐνῶ ἡ ∆ύση µὲ τὴ Φραγκοσύνη.
Στὴ γλώσσα, συνεπῶς, τοῦ Γένους µας ὁ ὅρος Ἀνατολὴ ἔλαβε πνευµατικὸ περιεχόµενο, χρησιµοποιεῖται δὲ καὶ ὡς ἐπίθετο γιὰ τὸν χαρακτηρισµὸ τῆς Ἐκκλησίας µας (Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία), ἡ ὁποία εἶναι κατὰ τὴν αὐτοσυνειδησία της ἡ µία καὶ µόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπίσης στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα ὀνοµάζεται «Ἀνατολή». Πρβλ. τὸ ἀπολυτίκιο τῶν Χριστουγέννων: «καὶ σὲ γιγνώσκειν ἐξ ὕψους Ἀνατολήν», ποὺ ἀναφέρεται στὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» Χριστόν.
Πολὺ νεώτερος εἶναι ὁ ὅρος «ἡ καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολὴ» γιὰ τὸν ἀκριβέστερο — γεωγραφικὸ καὶ πνευµατικὸ — ὁρισµὸ τῆς Ρωµηοσύνης- Ὀρθοδοξίας. ∆ηµιουργός του εἶναι ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος ἀοίδιµος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος (1938-41) Χρύσανθος (Φιλιππίδης). Στὸ σπουδαῖο ἔργο του «Ἡ Ἐκκλησία Τραπεζοῦντος» (1936), ἀλλὰ καὶ στὴν ὁµιλία του κατὰ τὴν ἐπίσηµη ὑποδοχή του ὡς µέλους τῆς Ἀκαδηµίας Ἀθηνῶν («Ἐκκλησία καὶ πολιτισµὸς ἐν τῇ καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολῇ», 1940) δίνει τὶς γεωγραφικὲς καὶ πολιτιστικὲς συντεταγµένες τοῦ ὅρου. Γράφει: «Ἐννοῶ τὴν γεωγραφικὴν ἐκείνην µονάδα, ἥτις κέντρον ἔχει τὸ Αἰγαῖον καὶ ὅρια τὴν Ἀδριατικήν, τὴν Μεσόγειον, τὸν Κιλίκιον Ταῦρον, τὴν Μεσοποταµίαν, τὴν Ἀρµενίαν καὶ τὰ Καρπάθια, καὶ τῆς ὁποίας οἱ λαοὶ ἔχουσι τὸν αὐτὸν τρόπον τοῦ αἰσθάνεσθαι καὶ σκέπτεσθαι καὶ εὐλαβεῖσθαι καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἀπὸ τοῦ Αἰγαίου ἐκπορευοµένου Ἑλληνικοῦ Πνεύµατος ἐδηµιούργησαν πάντοτε ἰδιαίτερον εἶδος πολιτισµοῦ. ∆ιάφορον τρόπον τοῦ αἰσθάνεσθαι καὶ σκέπτεσθαι καὶ εὐλαβεῖσθαι ἔχουν οἱ λαοὶ τῆς ∆ύσεως, οἵτινες ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ Ρωµαϊκοῦ ἤ Λατινικοῦ πνεύµατος ἐδηµιούργησαν διάφορον εἶδος πολιτισµοῦ».
Ὁ ἀείµνηστος Ἱεράρχης µὲ τὸν νεόπλαστο ὅρο του, καὶ σύµφωνα µὲ τὰ δεδοµένα τῆς ἐποχῆς του, ἐκφράζει τὴ διαφορὰ ἑλληνικοῦ καὶ ρωµαϊκοῦ πνεύµατος καὶ πολιτισµοῦ, ἀκολουθώντας δυτικοὺς ἐπιστήµονες τῆς ἐποχῆς του, ὅπως ὁ Th. Mommsen. Στὴν οὐσία ὅµως ἡ ἀντίθεση εἶναι µεταξὺ Ἑλληνικοῦ/Ρωµαίικου καὶ Φραγκικοῦ/Λατινικοῦ πνεύµατος καὶ πολιτισµοῦ.
Μέσα ἀπὸ τὸ πρίσµα τῆς Ρωµηοσύνης, µὲ τὸν ὅρο «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολὴ» ἐννοεῖται ἡ Ὀρθοδοξία/Ρωµηοσύνη, ὅπως διαµορφώθηκε µὲ τὴν ἀπόσχιση ἀπὸ αὐτὴν τῆς ἐκφραγκευµένης ∆υτικῆς Χριστιανοσύνης. Ταυτίζεται, ἔτσι, µὲ τὴν γεωγραφικὴ ἔκταση τῆς ὀρθόδοξης αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης, µετὰ τὸ σχίσµα, καὶ µὲ τὸ δικαιοδοσιακὸ χῶρο τῶν τεσσάρων Ρωµαίικων πατριαρχικῶν θρόνων, µὲ πρῶτο ἐκεῖνο τῆς Νέας Ρώµης – Κωνσταντινουπόλεως.
2. Ρωµαίϊκη καὶ ἀντιρωµαίϊκη ὁρολογία
1. Μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (±1830) καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Βαυαρῶν (1833) κατακλύζει τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο µία φρενίτιδα ρωµαντισµοῦ, ποὺ ὁδήγησε στὴ γνωστὴ ἀρχαιοπληξία καὶ τὸν παγερὸ φορµαλιστικὸ νεοκλασσικισµό. Μιὰ ἀπὸ τὶς φανερώσεις αὐτοῦ τοῦ πνεύµατος ἦταν καὶ ὁ «ἐξελληνισµὸς» τῶν ὀνοµάτων, δηλαδὴ ὁ ἐξαρχαϊσµός τους, µία ἀρρώστια, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ἔµεινε ἀπρόσβλητος οὔτε ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, παρόλη τὴ ρωµαίικη συνέχειά του. Ὁ Κων. Οἰκονόµος λ.χ. σὲ γράµµα του στὸν πρέσβη τῆς Ρωσίας στὴν Πόλη Τιτώφ, ἀπὸ 16.2.1850, παρατηρεῖ: «…Καὶ µήπως ἀφῆκαν (δηλ. οἱ Βαυαροὶ καὶ οἱ συνεργάτες τους) ἀνεπηρέαστα καὶ τὰ ὀνόµατα τῶν ἐπαρχιῶν; Οἱ κούφως ἐξελληνίσαντες τὰ πάντα ἐπὶ βλάβῃ καὶ αὐτῆς τῆς παλαιᾶς Γεωγραφίας, καὶ αὐτὰ τὰ ἑλληνικώτατα ὀνόµατα µετέβαλον, ὀνοµάσαντες τὰς ἐπαρχίας οὐχὶ κατὰ τὰς παλαιὰς τῶν πρωτευουσῶν πόλεων ὀνοµασίας (κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἱερὰν καὶ ἁγίαν διάταξιν, ἥτις εὑρίσκεται καὶ εἰς τὰ Πρακτικὰ καὶ τοὺς κανόνας τῶν θείων Συνόδων), ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ὅλης ἐπαρχίας. Οὕτως ὁ Κορίνθου ὠνοµάσθη Κορινθίας, ὁ Ἄργους Ἀργολίδος καὶ ὕστερον Κορινθαργολίδος, καὶ τὰ λοιπὰ σιωπήσοµαι…».
Ὁ λογιωτατισµός, ποὺ ἐπικράτησε στὴ ∆ιοίκηση καὶ τὴν Παιδεία, παραγνώρισε τελείως τὴν ρωµαίικη, ἑλληνορθόδοξη καὶ ὄχι ἀρχαιοελληνική, παράδοση στὴ χρήση ὁρισµένων ὅρων, οἱ ὁποῖοι ὅµως ἔχουν κεφαλαιώδη σηµασία στὴ δήλωση τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητάς µας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὅρους αὐτοὺς εἶναι ἡ λέξη καθολικός. Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ β΄ αἰ. (Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας) ὁ ὅρος χρησιµοποιεῖται, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σ’ ἀντίθεση µὲ τὶς αἱρέσεις, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν «καθολικότητα», δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία, ὡς πλήρωµα Ἀληθεἰας. Καὶ εἶναι γνωστό, ὅτι µετὰ τὸ σχίσµα ὁ Παπισµὸς σφετερίσθηκε τὸν ὅρο «καθολικὸς» γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Οἱ ἀνατολικοὶ ὅµως καὶ γνήσιοι ἑλληνορθόδοξοι φρόντισαν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε δυνατότητα συγχύσεως στὴ χρήση τοῦ ὅρου. Ἔτσι, ὅταν ἤθελαν νὰ χαρακτηρίσουν τὸν Παπισµὸ καὶ κυρίως τὴν Οὐνία, δὲν πρόφεραν τὸν ὅρο «καθολικὸς» µὲ τὴν ἑλληνικὴ προφορά του, ἀλλὰ «καΤόλικος», ἀποδίδοντας στὰ ἑλληνικὰ τὸ ἰταλικὸ catolico. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποφευγόταν κάθε σύγχυση καὶ παρέµενε στὴ γλώσσα τῆς Ρωµηοσύνης ὁ ὅρος «καθολικός», γιὰ νὰ χαρακτηρίζει τὴν Μία (καὶ Μόνη) Καθολικὴ Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων.
2. Ἡ πράξη αὐτὴ ἐπικρατεῖ σ’ ὅλη τὴν δουλεία (µὲ µόνες παρασπονδίες παραθέσεις µερικῶν Λογίων ἀρχαιοπλήκτων) καὶ φθάνει µέχρι τὸν 19ο αἰώνα. Θὰ δώσουµε δύο χαρακτηριστικὰ παραδείγµατα, ποὺ µολονότι προέρχονται ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς λογιοσύνης, ἐκφράζουν τὴ ρωµαίικη-ὀρθόδοξη συνείδηση. Πρέπει ὅµως νὰ λεχθεῖ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τὴν διαφωτιστικὴ διανόηση, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη λογιοσύνη, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ πατερικὴ καὶ παραδοσιακή.
Στὰ µέσα τοῦ 19ου αἰ. ὁ Κων. Εὐθυβούλης, φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Κων. Οἰκονόµου καὶ καθηγητὴς τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς στὴν Πόλη, γράφει στὰ Προλεγόµενα τῆς β΄ ἐκδόσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν (ἐν Κων/λει 1853, σ. κα΄): «…τῆς σώφρονος φιλοσοφίας, τῆς… διαστελλούσης ρητῶς καὶ ἐκπεφρασµένως τὴν κατολικότητα ἀπὸ τοῦ Χριστιανισµοῦ…» Εἶναι µάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι µὲ τὸ κατολικότητα ἀποδίδει τὸν ὅρο cotholicisme. Τὴν ἴδια ἐποχὴ περίπου γράφθηκε µία µελέτη, ποὺ σώθηκε χειρόγραφη µὲ τὸν τίτλο: «Ζήτηµα περὶ χειροτονίας, ὅπερ συνέπεσεν ἐν Χαλὲπ µεταξὺ Ρωµαίων καὶ Ρωµαιοκατολίκων» (Ἀρχεῖο Τυπάλδων Ἰακωβάτων στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας, ἀριθµ. χειρογ. 139). Ρωµαῖοι εἶναι οἱ Ρωµηοὶ -Ὀρθόδοξοι (καὶ µάλιστα ὄχι ἑλλαδικοί, ἀλλὰ τῆς Συρίας) καὶ Ρωµαιοκατόλικοι οἱ Οὐνίτες-Παπικοί. Ἡ διάκριση δηλαδὴ τῶν ὅρων εἶναι σαφὴς καὶ ἐνσυνείδητη.
3. ∆ύο Ὀρθόδοξοι τοῦ 19ου αἰώνα, δειγµατοληπτικὰ λαµβανόµενοι, ἕνας ἀπὸ τὸ Φανάρι καὶ ἕνας ἀπὸ τὴ Μ. Ἀνατολή, συµφωνοῦν — ὡς ρωµηοὶ — στὴ διάκριση τοῦ καθολικὸς ἀπὸ τὸ κατόλικος. Στὴν Ἑλλάδα ὅµως ἡ διαφωτισµένη λογιοσύνη καὶ οἱ δυτικίζουσες τάσεις µᾶς ὁδήγησαν στὴν ἀπώλεια τῆς συνειδήσεως τῆς διαφορᾶς καὶ στὴν ἀνεξέλεγκτη χρήση τοῦ καθολικὸς καὶ γιὰ τὶς δύο περιπτώσεις. Ἔτσι, λέµε σήµερα, καθολικὸς καὶ ἐννοοῦµε λατίνος ἤ παπικός. Ἀκόµη λέµε καὶ γράφουµε Ρωµαιοκαθολικὸς καὶ ἐννοοῦµε παπικός, ἀδιαφορώντας ἤ καὶ ἀγνοώντας, ὅτι τὸ καθολικὸς µόνο ὀρθόδοξος µπορεῖ νὰ σηµαίνει καὶ τίποτε ἄλλο (πρβλ. Εἰς µίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν).
Ἂς ἀφήσουµε ὅτι στὴν κυριολεξία ρωµαιοκαθολικοὶ εἶναι µόνο οἱ ὀρθόδοξοι, ὡς Ρωµαῖοι-Ρωµηοί, πολίτες τῆς Νέας Ρώµης/Κωνσταντινουπόλεως καὶ καθολικοί, δηλαδὴ ζῶντες στὴν πληρότητα τῆς ἀληθείας (καθολικότητα). Γιὰ τοὺς Λατίνους µπορεῖ νὰ χρησιµοποιηθεῖ ὁ ὅρος ρωµαιοκαΤόλικος, στὸν ὁποῖο ὅµως τὸ α΄ συνθετικὸ (ρωµαῖος) συνδέεται µὲ τὴν Παλαιὰ Ρώµη.
Ἡ ἀρχαιοπληξία ὅµως, ἀλλὰ καὶ ἄλλες διαθέσεις, ποὺ δὲν µποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ, δηµιούργησαν αὐτὴ τὴ σύγχυση, ποὺ µέσῳ τῆς σχολικῆς παιδείας ἔγινε κτῆµα τοῦ Ἔθνους καὶ ἀναπαράγεται σὲ κάθε γενεά. Ἔτσι, φθάσαµε σὲ σηµεῖο, ὁ πολὺς λαὸς ἀκούοντας τοὺς ὅρους καθολικός, καθολικότητα, νὰ τοὺς συνδέει µὲ τὸν παπισµὸ καὶ τὴ Φραγκιά, ἀγνοώντας ὅτι ἐκφράζουν τὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴ Ρωµηοσύνη. Καὶ τὸ χειρότερο νὰ κινδυνεύει ὁ χρησιµοποιῶν τοὺς ὅρους νὰ χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ ἑλληνορθοδόξους µέν, ἀλλὰ θρεµµένους µέσα στὴν ὁποιαδήποτε σύγχυση, ὡς µὴ ὀρθόδοξος καὶ δυτικόφρων, ἀφοῦ τολµᾶ νὰ χαρακτηρίσει τὰ ὀρθόδοξα πράγµατα µέ… δυτικοὺς ὅρους. Φαῦλος κύκλος, δηλαδή, τὸ λιγότερο.
4. Ἐφ ὅσον ἡ γλώσσα εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ µέσο συνεννοήσεως, γιατί ἐκφράζει ὅλη τὴ ζωή καὶ παράδοση ἑνὸς λαοῦ, ἡ γνώση τῆς σηµασίας τῶν λέξεων καὶ ἡ ἀκριβής τους χρήση δὲν εἶναι κάτι χωρὶς σηµασία.. Οἱ λέξεις καὶ ὁ λόγος µας διασώζουν τὸν (ὀρθόδοξο) πολιτισµό µας. Εἶναι ἀνάγκη, συνεπῶς, νὰ ξαναβροῦν οἱ ὅροι στὴ χρήση τους τὴν ἀληθινή τους σηµασία. Καὶ ἂν αὐτὸ δὲν µπορεῖ νὰ γίνει στὴν ἐκδυτικισµένη σχεδὸν ἐξολοκλήρου παιδεία µας, ἂς γίνεται τουλάχιστον στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή µας.
3. Ὀνόµατα καὶ χριστιανικὴ ταυτότητα
Πρόβληµα, ἐξ ἄλλου, µόνιµο εἶναι οἱ ἀποδιδόµενοι στὴ ∆υτικὴ Χριστιανοσύνη χαρακτηρισµοί: Καθολικὴ – Ρωµαιοκαθολικὴ – ∆υτικὴ – Λατινικὴ καὶ Παπική. Τὰ χρησιµοποιούµενα ἀπὸ ἕνα χῶρο ὀνόµατα γιὰ τὸν αὐτοπροσδιορισµό του ἤ τὰ ἀποδιδόµενα σ’ αὐτὸν ἔχουν τεράστια σηµασία στὴν Ἱστορία, διότι σχετίζονται µὲ τὴν προσπάθεια καθορισµοῦ τῆς ταυτότητάς του.
1. Καθολικὴ Ἐκκλησία, Καθολικοὶ Χριστιανοί, Καθολικὴ Πίστη: Οἱ Χριστιανοὶ ὀνοµάζονταν ἀρχικὰ «µαθηταὶ» (τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ), «Μαθητεύω σηµαίνει: καθιστῶ κάποιον µέλος τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας (πρβλ. Ματθ. 18,19). Τὸ ὄνοµα «χριστιανοὶ» δόθηκε στοὺς πιστοὺς στὸν Χριστὸ ἀργότερα (βλ. Πράξ. 11, 26) καὶ µάλιστα σὲ ἐθνικὸ περιβάλλον (Ἀντιόχεια). Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1ου αἰώνα-ἀρχὲς τοῦ 2ου ἐµφανίζεται τὸ ὄνοµα «Καθολικὴ Ἐκκλησία» (ὁ ὅρος στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου (+107). Ὁ ὅρος «καθολικὴ» (ἀριστοτελικῆς προέλευσης) σηµαίνει ὅλη τὴν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια, δεδοµένου ὅτι οἱ αἱρέσεις τεµαχίζουν τὴν Πίστη, δεχόµενες ἕνα µέρος της, καὶ τελικὰ τὴν διαστρέφουν (καταστρέφουν). Ὅταν ὅµως ἐµφανίσθηκαν οἱ µεγάλες αἱρέσεις, ὅπως ὁ Ἀρειανισµός, ποὺ καὶ αὐτὲς χρησιµοποιοῦσαν τὸ ἐπίθετο «Καθολικὴ» γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἡ αὐθεντικὴ (ἁγιοπατερικὴ) Ἐκκλησία προσέθεσε καὶ τὸ ἐπίθετο «ὀρθόδοξος», γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. (Πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι ὁ ὅσιος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὀνοµάζει τὸν «Παπισµὸ» «Νεστορειανισµό»). Σηµαντικὴ µαρτυρία: Τὸν 5ο αἰώνα ὁ γνωστὸς χριστιανὸς συγγραφέας καὶ ἱστορικὸς Θεοδώρητος Κύρου ἔχει τὴν σπουδαία φράση: «τῆς κατὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν τῶν Ὀρθοδόξων Καθολικῆς Ἐκκλησίας», «Αἱρετικῆς Κακοδοξίας Ἔλεγχος» 4, 12). Γι’ αὐτὸ µέχρι σήµερα ἐµεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χρησιµοποιοῦµε γιὰ τὴν Ἐκκλησία µας τὸν χαρακτηρισµό: Καθολικὴ Ὀρθόδοξη (ποὺ εἶναι ἱστορικὰ ὀρθότερος) ἤ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία. Μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀποστολικοπατερικῆς παραδόσεως µπορεῖ νὰ ὀνοµάζεται Καθολικὴ καὶ Ὀρθόδοξος, διότι αὐτή εἶναι καί ἡ Μία καί Μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
2. Ρωµαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία: Γιὰ τὸ β΄συνθετικὸ εἴπαµε ἤδη. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη (ἀποστολικοπατερικὴ) εἶναι καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Τὸ ρωµαῖος/ρωµαϊκὴ δὲν συνδέεται µόνο µὲ τὴν Παλαιὰ Ρώµη, ποὺ καὶ αὐτὴ δηµιούργηµα τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρξε (θυγατέρα τοῦ Ὀδυσσέως Ρώµη) (ἁλκή, δύναµη, ἰσχύς), ἀλλὰ ἀπὸ τὸ 330 (ἐγκαίνια τῆς νέας Πρωτεύουσας, 11 Μαΐου) τὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο εἶναι ἡ Νέα Ρώµη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀληθινό της ὄνοµα. Τὸ «Κωνσταντινούπολις», πρὸς τιµὴν τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἐδόθη ἀργότερα καὶ δὲν εἶναι συνεπῶς τὸ πρῶτο ὄνοµά της, Γι’ αὐτὸ οἱ Πολίτες τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Ρωµαϊκοῦ Κράτους ὀνοµάζονται Ρωµαῖοικαὶ στὴν ἁπλούστερη µορφή: Ρωµηοί, ποὺ σηµαίνει πολίτες τῆς Νέας Ρώµης. (Ὁ Καποδίστριας κατὰ τὸν Νικ. Σπηλιάδη ἤθελε νὰ δηµιουργήσει: Νεορωµαϊκὴν Αὐτοκρατορίαν, νὰ ἀναστήσει δηλαδὴ τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώµης. Τὸ ὄνοµα Βυζάντιο γιὰ τὸ Κράτος χρησιµοποιεῖται ἀπὸ τὸ 1562 ἀπὸ τὸν φραγκοτεύτονα Ἱερώνυµο Βόλφ, (Νέο) Ρωµαῖος εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος πολίτης τῆς Νέας Ρώµης.
Γι’ αὐτὸ Ρωµηὸς σηµαίνει: Ὀρθόδοξος (οὔτε µασῶνος, οὔτε µαρξιστὴς κ,τ.ὅ.). Ρωµηοὶ ὀνοµάζονται µόνο οἱ Ὀρθόδοξοι. Γι’ αὐτὸ χρησιµοποιοῦνται τὰ ρωµαῖος ἤ ρωµάνος γιὰ τὴν Π. Ρώµη καὶ τοὺς πολίτες της καὶ τά: (νεο)ρωµαῖος ἤ ρωµηὸς γιὰ τὴν Νέα Ρώµη καὶ τοὺς πολίτες της. Ἐπίσης: διακρίνονται τὰ ρωµαϊκὸς καὶ ρωµαίικος, ἀντίστοιχα γιὰ τὴ ∆ύση καὶ τὴν Ἀνατολή.
Ἄρα: Τὸ Ρωµαϊκὴ «Ἐκκλησία» εἶναι ὀρθότερο ἀπὸ τὸ Ρωµαιοκαθολική, ἀφοῦ Καθολικὸς ΜΟΝΟ Ὀρθόδοξος µπορεῖ νὰ σηµαίνει.
3. ∆υτικὴ Ἐκκλησία: Οἱ ὅροι Ἀνατολικὸς-∆υτικὸς εἶναι πρῶτα γεωγραφικοί. Ἀπέκτησαν ὅµως ἱστορικά, ἀπὸ πολλῶν αἰώνων, µετὰ τὸ Σχίσµα τοῦ 1054, καὶ πνευµατικὴ σηµασία. Ἀνατολικὴ εἶναι καὶ λέγεται ἡ Ὀρθόδοξη, κατὰ τὰ παραπάνω, Ἐκκλησία. ∆υτικὴ εἶναι καὶ λέγεται ἡ Ρωµαϊκὴ Ἐκκλησία, γιὰ τοὺς Ρωµηούς- Ὀρθοδόξους Ἁγίους (π.χ. Φώτιος, Γρηγόριος Παλαµᾶς, Μᾶρκος Ἐφέσου, Κολλυβάδες κ.λπ.) αἱρετική, νεοαρειανικὴ (λόγῳ, κυρίως, τοῦ Filioque). Μὲ τὴν πνευµατικὴ-θεολογικό-ἐκκλησιολογικὴ σηµασία λοιπόν, µποροῦµε νὰ µιλοῦµε γιὰ ∆υτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς γεωγραφικὲς συντεταγµένες.
4. Λατινικὴ Ἐκκλησία: Περὶ τὴν Β΄ Οἰκουµενικὴ Σύν οδο (381) ἐπικρατεῖ τελικὰ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα στὴν Ἀνατολικὴ Ρωµαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἡ Λατινικὴ στὴ ∆υτική. Στὴν ἐποχή, δηλαδή, καὶ τοῦ πρώτου (867) καὶ τοῦ µεγάλου σχίσµατος (1054) ἡ µὲν ∆υτικὴ Χριστιανοσύνη ἔχει ταυτισθεῖ µὲ τὴν Λατινικὴ Γλώσσα, ἡ δὲ Ἀνατολικὴ µὲ τὴν Ἑλληνική. Ὑπάρχει συνεπῶς Λατινικὴ Χριστιανοσύνη πρὸ τοῦ 1054, ποὺ εἶναι Ὀρθόδοξη, καὶ Λατινικὴ µετὰ τὸ σχίσµα, ποὺ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξη. Οἱ λατινόφωνοι Πατέρες πρὸ τοῦ Σχίσµατος, σ’ ὅλη τὴν φιλολογικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, εἶναι Ὀρθόδοξοι, ἐνῶ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι µετὰ τὸ σχίσµα (Σχολαστικοὶ π.χ.).
5. Παπικὴ Ἐκκλησία: Στὴ ∆ύση, ποὺ σπούδασα καὶ ἐγώ, συνεχῶς γίνεται λόγος γιὰ Παπισµὸ καὶ Παπικὴ Ἐκκλησία. Καὶ αὐτό, πέρα ἀπὸ κάθε πολεµικὴ τάση, διότι δὲν ὑπάρχει «∆υτικὴ Ἐκκλησία» χωρὶς Πάπα (µὲ τὸ συγκεκριµένο περιεχόµενο τοῦ ὅρου: Πρωτεῖο, Ἀλάθητο, βασιλικὴ ἰδιότητα). Ὅσο καὶ ἂν κάποιοι, στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ ∆ύση, χρησιµοποιοῦν τὸ ἐπίθετο «παπικὴ» µειωτικά, γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώµης, τὸ ἐπίθετο αὐτὸ τῆς περιποιεῖ τιµή, ἀφοῦ χωρὶς «Πάπα» δὲν µπορεῖ νὰ ὑπάρξει!
Οἱ περὶ Πάπα δυτικὲς ἀντιλήψεις δὲν ἔχουν στὸ ἐλάχιστο ἀλλάξει, ὅπως δείχνει ἡ ἐπίσηµη (µετὰ τὴν Β΄ Βατικανή.) «Ρωµαιοκαθολικὴ Κατήχηση», µὲ διευθυντὴ συντάξεως-συγγραφῆς τὸν πρ. Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄. Γιατί, λοιπόν, θεωροῦν οἱ «ρωµαιοκαθολικοὶ» προσβολὴ τὸν χαρακτηρισµὸ «Παπικὴ Ἐκκλησία», ἀφοῦ τὰ µεσαιωνικὰ δόγµατα περὶ «Πάπα» διδάσκονται ἀπὸ αὐτοὺς µέχρι σήµερα καὶ ὁ Πάπας/Παπισµὸς εἶναι τὸ θεµέλιο τῆς πίστεώς τους; Μὴ ξεχνᾶµε, ὅτι ὁ τίτλος «Vicarius Christi» εἶναι ἀπαξιωτικὸ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ δὲν ἔχει «ἀντιπροσώπους» (ὁ ὅρος εἶναι αἱρετικὸς καὶ ἀντιχριστιανικός), ἀλλά, ὅπως δεχόµεθα ἐµεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶναι ὁ Κύριος καὶ Βασιλεὺς τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώµατός Του «µέχρι συντελείας τῶν αἰώνων». Γιὰ µᾶς οἱ Πατριάρχες καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι µαζὶ µὲ τὸν Κλῆρο ὁλόκληρο εἶναι διάκονοι καὶ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ δὲν µπορεῖ νὰ γίνει λόγος στὴν Ὀρθοδοξία γιὰ «πρωτεῖο» (καὶ µάλιστα ἐξουσίας). Μήπως, λοιπόν, ἀντὶ νὰ ἐρίζουµε γιὰ τοὺς χρησιµοποιούµενους ὅρους, καλὸν θὰ ἦτο ἡ «δυναµικὴ ἐπιστροφὴ» στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας; Ὅπως ἔλεγε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «τὸ πρόβληµα δὲν ἔγκειται στὶς λέξεις, ἀλλὰ στὰ πράγµατα»!
6. Ὡς πρὸς τὸ ὄνοµα Φράγκος, φραγκικὴ κ.λπ., τώρα. Ἡ «∆υτικὴ Ἐκκλησία» διαµορφώθηκε µὲ τὴν ἐπίδραση τοῦ φραγκικοῦ στοιχείου (Καρλοµάγνος κ.ἑ.). Αὐτὸ εἶναι ἱστορικὰ βεβαιότατο καὶ δὲν χρειάζεται περαιτέρω ἀνάλυση. Τὸ φραγκικὸ καὶ τευτονικὸ (Deutsch) στοιχεῖο ἰσχύει στὴν χριστιανικὴ ∆ύση διὰ τῶν αἰώνων. Τὰ ὀνόµατα «γαλλικὸς» ἤ «γερµανικός», Γαλλία ἤ Γερµανία, εἶναι τὰ ἀρχαῖα. Ἡ Γαλλία ὀνοµάζεται Φραγκιὰ (France) καὶ ὁ Γάλλος Φράγκος (Francè). Οἱ δυτικίζοντες δικοί µας (στή δουλεία) ἐπέβαλαν τὰ «Γάλλος» – «Γαλλία», γιὰ νὰ χαθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ Φράγκος, ἐνῶ οἱ πληγές µας τοῦ 1204 δὲν ἔχουν κλείσει ἀκόµη. Τὸ ἴδιο ἰσχύει ὡς πρὸς τὸ Τεύτων ἢ Deutsch καὶ τὸ «Γερµανός». Στὴν ὀρθόδοξη-ρωµαίικη Ἀνατολὴ ὀρθὰ χρησιµοποιήθηκαν καὶ χρησιµοποιοῦνται τὰ ὀνόµατα Φράγκος ἢ Τεύτονας (ἀραιότερα) γιὰ τὸν χαρακτηρισµὸ συλλήβδην ὅλων τῶν ∆υτικῶν καὶ τῆς ∆ύσεως. Σήµερα, µάλιστα, ποὺ ἡ ∆υτικὴ Εὐρώπη καὶ ἡ «Γερµανία» ἀπεκάλυψαν καὶ πάλι τὸ ἀληθινὸ πρόσωπό τους, δὲν µποροῦµε νὰ τρέφουµε ψευδαισθήσεις. ∆ὲν µᾶς πταίουν, συνεπῶς, τὰ ὀνόµατα, ἀλλὰ ἡ νοοτροπία, ποὺ δυστυχῶς καὶ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ δὲν ἀλλάζει…
∆ύο οἰκουµενικές µας σύνοδοι, ἡ Ὀγδόη (789) καὶ ἡ Ἐνάτη (1351) ἤλεγξαν καὶ κατεδίκασαν τὶς «δυτικὲς» πλάνες ὡς (αἱρέσεις καὶ τὸν «∆υτικὸ Χριστιανισµὸ» ὡς Αἵρεση. Ἄν ἡ «∆υτικὴ Ἐκκλησία» ἐπανασυνδεθεῖ µὲ τὴν Ὀρθόδοξη-Καθολικὴ πρὸ τοῦ σχίσµατος καὶ ἐπανεύρει τὴν ὁδὸ τῶν ἀρχαίων Ὀρθοδόξων Πατέρων καὶ Ἁγίων της, τότε θὰ ἑνωθεῖ µὲ τὴν συνέχεια τῆς Ἀποστολικοπατερικῆς Ἐκκλησίας καὶ ταυτόχρονα µὲ τὴν Ἀνατολικὴ – Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ µὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν συνεχίζει, παρὰ τὶς ἀδυναµίες καὶ ἁµαρτίες ἡµῶν τῶν Ὀρθοδόξων. Ὀρθόδοξοι καὶ Καθολικοὶ (χωρὶς εἰσαγωγικὰ) εἶναι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἀνατολῆς καὶ ∆ύσεως (οἱ πρὸ τοῦ σχίσµατος γιὰ τὴ ∆ύση), τοὺς ὁποίους προσπαθοῦµε νὰ ἀκολουθοῦµε.
Ορθόδοξος Τύπος, 1/7/2016