ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ γέννησή Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγµατοποιεῖ τὸ σκοπὸ τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἐµφάνιση τοῦ Θεανθρώπου στὴν ἱστορία. Τὴν ἕνωση τοῦ κτιστοῦ πλάσµατος µὲ τὸν Ἄκτιστο Πλάστη. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰµ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡµεῖς θεοποιηθῶµεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. Χρυσόστοµος). Στὴ λογικὴ ἑνὸς ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶµεν», ποὺ χρησιµοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο.
Γι’ αὐτὸ µιλοῦν γιὰ «ἠθικὴ θέωση». ∆ιότι φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν ὅτι µὲ τὴ θέωση ὁ ἄνθρωπος µεταµορφοῦται «κατὰ χάριν» σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «κατὰ φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, γι’αὐτό, ἄµεσα συνδεδεµένα καὶ µὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή. Ὁ Χριστὸς – Θεάνθρωπος χαράζει τὸ δρόµο, ποὺ καλεῖται νὰ βαδίσει κάθε σωζόµενος ἄνθρωπος, ἑνούµενος µαζί Του.
Ὁ Εὐαγγελισµὸς καὶ τὰ Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στὴν Πεντηκοστή, τὸ γεγονὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, µέσα δηλαδὴ στὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατὰ χάριν. Μὲ τὸ βάπτισµά µας µετέχουµε στὴ σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ζοῦµε καὶ µεῖς τὰ «Χριστούγεννά µας», τὴν ἀνάπλασή µας. Οἱ Ἅγιοι δὲ ποὺ φθάνουν στὴν ἕνωση µὲ τὸ Χριστό, τὴν θέωση, µετέχουν στὴν Πεντηκοστὴ καὶ φθάνουν ἔτσι στὴν τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννηµένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σηµαίνει ἐκκλησιαστικὰ πραγµάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του.
Ὅσο καὶ ἂν εἶναι κουραστικὸς ὁ θεολογικὸς λόγος, καὶ µάλιστα στὸν ἀµύητο θεολογικὰ ἄνθρωπο, δὲν ἐκφράζει παρὰ τὴν πραγµατικότητα τῆς ἐµπειρίας τῶν Ἁγίων µας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐµπειρία καὶ µόνο µποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδὴ Χριστοκεντρικά, τὰ Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναµία τοῦ µὴ ἀναγεννηµένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νὰ νοηµατοδοτήσει τὰ Χριστούγεννα ἔχει ὁδηγήσει σὲ κάποιους γύρω ἀπ’ αὐτὰ µύθους. Οἱ ἄγευστοι τῆς ἁγιοπνευµατικῆς ζωῆς, µὴ µπορώντας νὰ ζήσουν τὰ Χριστούγεννα, µυθολογοῦν γι’αὐτά, στὰ ὅρια τῆς φαντασίας καὶ µυθοπλασίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόηµά τους. Ὅπως µάλιστα θὰ δοῦµε, ὁ ἀποπροσανατολισµὸς αὐτὸς δὲν συνδέεται πάντοτε µὲ τὴν ἄρνηση τοῦ µυστηρίου, ἀλλὰ µὲ ἀδυναµία βιώσεώς του, ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παρερµηνεία του.
Μία πρώτη µυθολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτηµα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴ στοχαστικὴ καὶ ἀνέρειστη -ἀνεµπειρικὴ δηλαδὴ- θεολόγηση. Ὁ δοκητισµός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατὰ φαντασίαν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν – φαίνεσθαι). Φαινοµενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐνδοκοσµικὴ πραγµατικότητα. Γιὰ ποιὸ λόγο; θα µποροῦσε νὰ ἐρωτήσει κανείς. Οἱ ∆οκῆται ἢ ∆οκηταὶ κάθε ἐποχῆς δὲν µποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν, στὰ ὅρια τῆς λογικῆς τους, τὴ σάρκωση καὶ τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Μεταβαλλόµενοι σὲ αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νὰ δεχθοῦν κάτι ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ τὴ σωτηρία µας. Τὸ δρόµο τῆς µητρότητας. Νὰ γεννηθεῖ δηλαδὴ ἀπὸ µία Μάνα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ καθαρότερο πλάσµα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν Παναγία Παρθένο.
Ὅλοι αὐτοὶ µποροῦν νὰ καταταχθοῦν στοὺς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο). Γιατί ὁ ∆οκητισµὸς ὁδήγησε στὸ Μονοφυσιτισµό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι. Γι΄ αὐτοὺς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγµατικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπότητά του. Καὶ ὅµως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατὰ τὸν ἀείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκι. Ζεῖ στὴν πραγµατικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία µας καὶ τὶς δέχεται µὲ τὸ ρεαλισµὸ τῆς Θεοτόκου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό µοι κατὰ τὸ ρῆµά σου» (Λουκ. α´ 38)! «Καὶ ὁ Πιλάτος στὸ Σύµβολο», λέγει µία ὡραία σερβικὴ παροιµία. ∆ιότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιὸ ἄβουλος ἀξιωµατοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτὸ ἱστορικὸ πρόσωπο, βεβαιώνει τὴν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσµα ὅµως τῶν ∆οκητῶν ὁ Θεὸς – Λόγος «σὰρξ ἐγένετο -δηλαδὴ ἄνθρωπος- καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν, καὶ ἐθεασάµεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του)» (Ἰωάνν. α´ 14). ∆ιότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωµα τῆς θεότητος σωµατικῶς» (Κολ. β´ 9), εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Ἡ σάρκωση καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ αὐτοκαταργούµενη καὶ αὐτοαναιρούµενη σπεύδει νὰ χαρακτηρίσει «µωρία» τὸ µυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸν σταυρικό του θάνατο (Α´ Κορ. α´ 23). Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νὰ πεθάνει πάνω στὸ σταυρὸ ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς σοφούς τοῦ κόσµου. Γι᾽ αὐτοὺς οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσµου τούτου συνήθως θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους γι᾽ αὐτούς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Πῶς θὰ δεχθοῦν τὸ µυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσµον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν µονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε) ‑ ἵνα σωθῇ ὁ κόσµος δι᾽ αὐτοῦ» (Ἰωάνν. γ´ 16. 17). Στὰ ὅρια τῆς «λογικῆς» ἢ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικὰ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ µένει τὸ ἀνθρώπινο, παρανοηµένο καὶ αὐτὸ καὶ παρερµηνευµένο, διότι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὰ ἄνθρωπος – Χριστός, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι «ἀσύγχυτη» µέν, ἀλλὰ καὶ «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικὲς» ἑρµηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν µὲ τὴ λογικὴ τὸ «ὑπέρλογο».
Ἡ νοµικὴ – δικανικὴ συνείδηση ζεῖ καὶ αὐτὴ στὸ Χριστὸ τὸ σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιµότητα κοινωνικὴ στὴ Σάρκωση καὶ καταλήγει καὶ αὐτὴ στὸ µύθο, ὅταν δὲν αὐτοπαραδίδεται στὸν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, µέσῳ τοῦ διακεκριµένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλµου (†1109), τὸν µύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεὸς – Λόγος σαρκοῦται, διὰ νὰ σταυρωθεῖ – θυσιασθεῖ καὶ δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στὴν προσβολὴ ποὺ προξένησε στὸν Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη ἁµαρτία! Τὰ κρατοῦντα τότε στὴ φραγκικὴ φεουδαρχικὴ κοινωνία προβάλλονται (µυθολογικὰ) στὸ Θεό, ποὺ παίρνει τὴ θέση στὴ φραγκογερµανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορα.
Ἂς φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσµον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν µονογενῆ ἔδωκεν.» (γ´16), ἢ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην πρὸς ἠµᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁµαρτωλῶν ὄντων ἡµῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡµῶν ἀπέθανεν» (Ρωµ. ε´ 8). Ὄχι! «Γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση» καὶ «ζητώντας ἱκανοποίηση», θὰ µάθει νὰ φωνάζει ὁ δυτικὸς (ἢ δυτικοποιηµένος) ἄνθρωπος. Ἔτσι πλάσθηκε ἕνας «Χριστιανισµὸς» ἄλλου εἴδους, ποὺ δὲν διαφέρει ἀπὸ µυθοπλασία, ἀφοῦ προβάλλει στὸ Θεὸ τὴ φαντασία καὶ τὶς προλήψεις µας. Ἡ ἐκλογίκευση καὶ ἡ ἐκνοµίκευση τοῦ µυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὁ µεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ Χριστιανισµοῦ στὴν ἱστορία.
Ἡ θρησκευτικὴ (τυπολατρικὴ) συνείδηση ζεῖ τὸ «σκάνδαλο» τῆς ἐνανθρωπήσεως καταφεύγοντας στὴ θρησκειοποίηση τῆς Πίστεως. Ἐξαντλεῖ τὸ νόηµα τῶν Χριστουγέννων στὶς τελετὲς καὶ χάνει τὸν ἀληθινὸ σκοπό τους, ποὺ εἶναι ἡ «υἱοθεσία» (θέωση). «Ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωµεν.» (Γαλ. δ´ 5). Εἶναι τὸ σκάνδαλο τοῦ φαρισαϊσµοῦ, ἔστω καὶ ἂν λέγεται Χριστιανισµός.
Εἶναι ὅµως καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ «παιδίου» ποὺ βιώνουν τὸ σκάνδαλο τῆς ἐξουσίας. Ὁ Ἡρωδισµός! Οἱ κρατοῦντες ἢ µᾶλλον «δοκοῦντες ἄρχειν‑» (νοµίζοντες ὅτι κυβερνοῦν) (Μάρκ. ι´ 42), ὅπως ὁ Ἡρώδης, βλέπουν στὸν νεογέννητο Χριστὸ κάποιον ἀνταγωνιστὴ καὶ κίνδυνο τῶν συµφερόντων τους. Γι᾽ αὐτὸ «ζητοῦσι τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου» (Ματθ. β´ 20). Παρερµηνεύουν ἔτσι τὸν ἀληθινὸ χαραχτήρα τῆς βασιλικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ Χριστὸς ὡς Βασιλεὺς ὅλης τῆς κτίσεως εἶναι ὁ µόνος ἀληθινὸς Κύριός της, ὁ δηµιουργὸς καὶ σωτήρας της καὶ ὄχι ὡς οἱ Ἡρῶδες τοῦ κόσµου τούτου, ποὺ ἀδίστακτα δολοφονοῦν, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν ἐξουσία τους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Ε.Π. 36,516) προσφέρει δυνατότητα ὀρθῆς προσεγγίσεως τῶν Χριστουγέννων, δηλαδὴ ἁγιοπνευµατικῆς: «Τοίνυν ἑορτάζωµεν µὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς· µὴ κοσµικῶς, ἀλλὰ ὑπερκοσµίως· µὴ τὰ ἡµέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡµετέρου (=ὄχι δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς µας, ἀλλὰ τὸν Χριστὸν ἂς τιµᾶµε), µᾶλλον δὲ τὰ τοῦ ∆εσπότου· µὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας· µὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως».
Ορθόδοξος Τύπος, 25/12/2015