ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
∆Ι’ ΑΠΟΚΡΟΥΣΙΝ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΩΝ
«Μεγαλυτέρα καταστροφὴ – ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνικὴ – θὰ εἶναι ἡ – ὅ μὴ γένοιτο, Χριστέ μου – ἄρση σήμερα τοῦ αὐτοκεφάλου μας καὶ ἐπανυπαγωγή μας στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο»
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
Ἀφορµὴ στὴ σύνταξη τοῦ παρόντος σηµειώµατος µοῦ ἔδωσε τὸ βαρυσήµαντο ἄρθρο τοῦ ἀγαπητοῦ Συναδέλφου π. Βασιλείου Βολουδάκη,
στὸ φ. 2112/ 8.4.2016 τοῦ Ο.Τ. µὲ τὸν τίτλο «Ὁ Παναγιώτατος ἐτόλµησε νὰ ζητήση ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν τὰς «Νέας Χώρας». Στὸ κείµενο αὐτό, διακρινόµενο γιὰ τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ εὐστοχία του, ὁ π. Βασίλειος σηµειώνει: «Ἐγκυρότατες πληροφορίες ποὺ περιῆλθαν εἰς γνῶσιν µου ἀπὸ κορυφαίους παράγοντες τῆς Πατρίδας µας, ἀποκαλύπτουν ὅτι ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολοµαῖος προέβη εἰς πρωτοφανῆ, ἀποτρόπαιον, ἀντιεκκλησιαστικὴν καὶ ἀντεθνικὴν ἐνέργειαν. Ἐκορύφωσε τὶς ἐπιδιώξεις του διὰ ἐπικυριαρχίαν ἐπὶ τῶν «Νέων Χωρῶν» (κακῶς, βεβαίως, ἀποκαλουµένων τοιουτοτρόπως, ἐφ’ ὅσον πρόκειται περὶ τῶν Μητροπόλεων τῆς ἑνιαίας Πατρίδος µας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Βορείου Ἑλλάδος), ζητώντας ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῶν «Νέων Χωρῶν» εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως».
Ὀρθότατα, ἐπίσης, ὁ π. Βασίλειος, γιὰ τὴν στήριξη τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, κανονικῶς καὶ ἱστορικῶς, ἐπικαλεῖται τὸν Συνοδικὸν Τόµον τοῦ 1850, ποὺ ὁρίζει τὴν αὐτοκεφαλία µας ὡς ἑξῆς: «… ἡ ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἑλλάδος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀρχηγόν ἔχουσα καί κεφαλήν, ὡς καί πᾶσα ἡ Καθολική καί Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία (π. Γ.∆.Μ.: ἄρα ἀποκλείεται ὀρθοδόξως κάθε «παπικὸς πρῶτος») τὸν Κύριον καὶ Θεὸν καὶ Σωτῆρα ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχη τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος… ἐπιγινώσκοµεν αὐτὴν καὶ ἀνακηρύσσοµεν πνευµατικὴν ἡµῶν ἀδελφὴν (π. Γ.∆.Μ. ὄχι θυγατέρα).. καὶ ὡς τοιαύτην τοῦ λοιποῦ ἀναγνωρίζεσθαι καὶ µνηµονεύεσθαι τῷ ὀνόµατι «Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», δαψιλεύοµεν δὲ αὐτῇ καὶ πάσας τὰς προνοµίας καὶ πάντα τὰ κυριαρχικά δικαιώµατα, τὰ τῇ ἀνωτάτῃ Ἐκκλησιαστικῇ ἀρχῇ παροµαρτοῦντα…». Γιὰ τὴν ἱστορία σηµειώνουµε, ὅτι συντάκτης τοῦ κειµένου αὐτοῦ ὑπῆρξε ὁ ληξουριώτης τιτουλάριος Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως (τῆς Καρίας) καὶ πρῶτος Σχολάρχης τῆς Ἱ. Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης (1844 – 1864), ὁ ὀρθοδοξότατος Κωνσταντῖνος Τυπάλδος – Ἰακωβάτος (1795 – 1867), ὡς γραµµατεὺς τῆς Συνόδου ἐκείνης.
Παρὰ τὸν φόβον τοῦ ἀειµνήστου π. Μάρκου Μανώλη, ὅπως καταγράφεται στὸ κείµενο τοῦ π. Βασιλείου, ὅτι «θὰ µείνει µόνος», οὐδέποτε ἔµεινε πράγµατι «µόνος», διότι τὰ παραπάνω ἐπαναλαµβάνουν συνεχῶς συγγράφοντες ἢ ἀρθρογραφοῦντες ὅσοι ἔχουν ἀσχοληθεῖ ἐρευνητικὰ µὲ τὸ ζήτηµα αὐτό. Τὰ γνωρίζουν δὲ καλῶς καὶ ὅσοι διὰ λόγους ταπεινῶν συµφερόντων τὰ συγκαλύπτουν, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τοὺς στόχους τους. Εὐτυχῶς ὅµως ὁ νῦν σεβαστὸς Προκαθήµενος τῆς Ἐκκλησίας µας κ. Ἱερώνυµος καὶ καλὰ «γράµµατα» γνωρίζει καὶ τὸ σθένος ἔχει, παρὰ τὸν παραπλανητικὸν σὲ πολλοὺς ἤπιον χαρακτήρα του, νὰ προστατεύσει τὰ δίκαια (θεολογικά, ἱστορικά, ἐκκλησιαστικά, κανονικά, ἀλλὰ καὶ ἐθνικά) τῆς ἐν Ἑλλάδι Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας χάριτι Θεοῦ προΐσταται.
Ὁ κύριος ὅµως σκοπὸς τοῦ κειµένου µου αὐτοῦ εἶναι, πέρα ἀπὸ τὴν ἐκτεθεῖσα ἤδη ὁµολογία, νὰ καταθέσω καὶ µία ἀναγκαία ἀπολογία, ὄχι µόνο γιὰ τὴν δικαίωσή µου, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὴν ἀπόκρουση µιᾶς θλιβερῆς ἐναντίον µου συκοφαντίας. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ µας ἔχω γράψει περισσότερες ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες σελίδες ὑπὲρ τοῦ Οἰκουµενικοῦ µας Πατριαρχείου, ὑποστηρίζοντας τὰ ἱστορικὰ καὶ κανονικὰ δίκαιά του στὸν χῶρο τῆς εὐρύτερης Ὀρθοδοξίας, ἢ ἱστορώντας τὴν πρώτην εἰκοσαετίαν τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, µαζὶ µὲ τὴν Πρεσβυτέρα µου Βαρβάρα. Ὁ θεσµὸς τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου πρέπει ἀτελευτήτως νὰ στηρίζεται καὶ ἐνισχύεται, ἔστω καὶ ἂν µᾶς λυποῦν ἐνίοτε τὰ Πρόσωπά του. Ἄλλωστε, τὸ 1991 σὲ ἐπίσηµη ἐκδήλωση τῆς Σχολῆς µας πρός τιµήν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχεῖου, ὡς κύριος ὁµιλητής, ἐτόνισα ὅτι, ἀπὸ τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως «πέρασαν» ὄχι µόνον οἱ ἅγιοι Πατέρες Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ Ἰ. Χρυσόστοµος, ἀλλὰ καὶ αἱρετικοὶ καὶ κακόδοξοι, ὅπως ὁ Νεστόριος καὶ ὁ Ἰ. Βέκκος…
Λαµβάνοντας ἀφορµὴ ἀπὸ ὅσα ἔχω γράψει γιὰ τὸν θεσµὸ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου κάποιοι, ὀλιγότερο ἢ περισσότερο «ἐπίσηµοι», ἀγνοοῦντες τὰ κείµενά µου ἢ καὶ τὴν ἱστορία µας καὶ θέλοντας κυρίως νὰ µὲ δυσφηµήσουν, ὑποστηρίζουν ἀθεµελιώτως καὶ συκοφαντικῶς, ὅτι προπαγανδίζω τὴν ἐπανυπαγωγὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν πρὸ τῆς αὐτοκεφαλίας «Μητέρα (της) Ἐκκλησία» καὶ σήµερα κατὰ τὸν Συνοδικὸ Τόµο «Ἀδελφή» της, µὲ τὴν ἄρση τοῦ αὐτοκεφάλου…
∆ιακηρύσσω, λοιπόν, καθαρὰ καὶ ἐνσυνείδητα, ὅτι ἂν ἡ ἐπιβολὴ (βαυαρικῶς καὶ φαρµακιδικῶς, δηλ. κοραϊκῶς) τοῦ αὐτοκεφάλου τὸ 1833 ἦταν καταστροφὴ στὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους µας, µεγαλυτέρα καταστροφὴ – ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνικὴ – θὰ εἶναι ἡ – ὅ µὴ γένοιτο, Χριστέ µου – ἄρση σήµερα τοῦ αὐτοκεφάλου µας καὶ ἐπανυπαγωγή µας στὸν Οἰκουµενικὸ Θρόνο.
Εὐχαριστῶ τὸν ἀγαπητό µου π. Βασίλειο γιὰ τὴν εὐκαιρία, πού µοῦ προσέφερε µὲ τὸ ἄρθρον του καὶ τὸν συγχαίρω γιὰ ὅσα ἔχει γράψει, ἐπίσης, γιὰ τὴν Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928. Ἂν ὁ Θεὸς ἐπιτρέψει, θὰ ἐπανέλθω, γράφοντας γιὰ τὸ πολιτικὸ ὑπόβαθρο τῆς Πράξεως αὐτῆς, ποὺ κατ᾽ οὐδένα τρόπο µπορεῖ νὰ ἀνατρέψει τὸν Τόµο τῆς Αὐτοκεφαλίας µας (1850).
Ορθόδοξος Τύπος, 15/04/2016