Γιατί ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος;
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
Κουρασμένος ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς διάφορες γιορτές, ποὺ κατάντησαν τυπικὴ ἐκπλήρωση κοινωνικῶν συμβατικοτήτων, ἀντιμετωπίζει καὶ τὰ Χριστούγεννα χωρὶς ἐσωτερικὴ προσέγγισή τους. Οἱ περισσότεροι ἀκόμη καὶ οἱ κατὰ τὰ ἄλλα θρησκευτικοὶ βλέπουμε τὰ Χριστούγεννα σὰν μιὰ μεγάλη οἰκογενειακὴ ἑορτή, ποὺ προσφέρει τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναμαζευθεῖ ἡ σκορπισμένη οἰκογένεια γύρω ἀπὸ τὸν Χριστὸ τῆς φάτνης
στὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο, ποὺ βγῆκε καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ντουλάπι, γιὰ νὰ στολίσει γιὰ μερικὲς μέρες κάποια γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ μας. Σήμερα ὅμως, καλεῖται ὁ καθένας μας νὰ θέσει στὸν ἑαυτὸ του τὸ ἐρώτημα: τί σημαίνουν τὰ Χριστούγεννα γιὰ μένα; Εἶναι ἡ ἐξατομίκευση τοῦ γενικότερου ἐρωτήματος: «Γιατί ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος», ποὺ ἀπασχόλησε τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἱστορίας.
«…Ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Αἰώνιου Θεοῦ ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο, μιὰ Μάνα, τὴν Παναγία, καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ Θεανθρώπου μέσα στὴν ἱστορία. Αὐτό, ποὺ δὲν μπόρεσαν οὔτε μὲ τὴν φαντασία τους νὰ πλησιάσουν οἱ σοφοί τοῦ κόσμου, ἔγινε σὲ μιὰ δεδομένη στιγμὴ πραγματικότητα. Ὁ Ἄκτιστος Θεὸς γίνεται «ὃ οὐκ ἦν», γιὰ τὴ σωτηρία μας.Αὐτός, ποὺ τὸ σύμπαν δὲν τὸν χωρεῖ, «χωρεῖται ἐν γαστρί». Ὁ ἄπειρος Θεὸς αὐτοπεριορίζεται μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν Πάναγνη Θεοτόκο. Στὴ γλώσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων μας αὐτὸ ὀνομάζεται «συγκατάβασις». Συγκαταβαίνει ὁ Θεός. Ὁ πέρα ἀπὸ κάθε μέτρο καὶ μέγεθος γίνεται μικρός. Ὁ ἀσύλληπτος ἀπὸ κάθε δύναμη αἰσθήσεως γίνεται αἰσθητὸς καὶ ἁπτὸς καὶ ὁρατός. Γιατί; Γιὰ νὰ κοινωνήσει μαζί μας. Αὐτομεταφράζεται ὁ Θεὸς στὴ δική μας γλώσσα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ Τὸν δεχθοῦμε καὶ νὰ Τὸν καταλάβουμε. Ἂν μᾶς μιλοῦσε τὴν οὐράνια γλώσσα, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ Τὸν πιστεύσουμε· γι’ αὐτὸ μιλεῖ τὴ δική μας γλώσσα, τὴν ἐπίγεια (Ἰωάν. γ’ 12).Ἔτσι πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς αὐτό, ποὺ ἀπέτυχε ὁ ἄνθρωπος νὰ κατορθώσει.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πρότυπό του (τὸ «ἀρχέτυπόν» του) ἦταν ὁ Χριστός, ὡς Θεάνθρωπος. Σ’ αὐτὸ τὸ «ἀρχέτυπον» ὄφειλε νὰ ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Νὰ καθαρισθεῖ δηλαδὴ καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ τόσο, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει νὰ σκηνώσει μέσα του καὶ νὰ φανερωθεῖ μέσα στὴν ἱστορία ὁ Θεάνθρωπος. Ὁ ἐκτροχιασμὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴν πορεία ἀπετέλεσε τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου θεραπεύει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Ὅταν ἦλθεν ὁ καθορισμένος – ἀπὸ τὸν Θεὸν – καιρὸς τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας», «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ». Ποὺ σημαίνει: Ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «αὐτεπάγγελτος», ὅπως θὰ πεῖ εὔστοχα ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, γιὰ νὰ μᾶς «ἐξαγοράση» ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν υἱοθεσία. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς ἔγινε «ὑπὸ Νόμον», περιετμήθη καὶ ἔκαμε ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦσε ὁ παλαιοδιαθηκικὸς νόμος, καὶ ἐπλήρωσε (Ματθ. ε´ 17) ὅλο τὸν Νόμο, μένοντας μακριὰ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ἔτσι, ἔμεινε ὁ Κύριος ἔξω ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου, ποὺ λέγει: «ἐπικατάρατος πᾶς ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἐμμένει ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις τοῦ νόμου, τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς» (Δευτ. κζ’26). Ἐξεπλήρωσε, λοιπόν, Αὐτὸς ὁλόκληρο τὸ Νόμο, ἐξαγοράζοντάς μας ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου, ἀφοῦ ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε ποτὲ νὰ φυλάξουμε ὅλα τὰ προστάγματά του. Ἐλευθερώνοντάς μας δὲ ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου καὶ ἑνώνοντάς μας μαζί Του μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς χαρίζει τὴν υἱοθεσία, μᾶς καθιστᾶ υἱοὺς τοῦ Θεοῦ κατὰ χάριν. Ἡ υἱοθεσία μας, λοιπόν, ἡἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό, ἡ θέωσή μας, εἶναι ὁ στόχος τῆς σαρκώσεώς Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς «προορισμὸς» τοῦ ἀνθρώπου, ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.
Θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας
Ὁ Χριστός μας μὲ τὴν «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» σάρκωσή του γεννήθηκε ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλες τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, τὸν πόνο, τὸν θάνατο. Ὅπως ὅμως ἀπὸ φιλανθρωπία (ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο) σαρκώθηκε ὁ Θεός, ἔτσι ἀπὸ ἀγάπη δέ χθηκε νὰ ἀναλάβει καὶ τὶς συνέπειες τῆς δικῆς μας ἁμαρτίας, τὸν πόνο καὶ τὸν θάνατο. Ἀνέλαβε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε, γιὰ νὰ συντρίψει τὴν ἁμαρτία μας καὶ τὶς συνέπειές της, μέχρι τὸν θάνατο, στὴν δική Του ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτὸ δέχθηκε ὁ Χριστὸς νὰ φθάσει μέχρι τὸ πάθος τοῦ Σταυροῦ. Γι’ αὐτὸ φορτωμένος τὶς δικές μας ἁμαρτίες κατέβηκε μέχρι τὸν Ἅδη. Κατέβηκε μέχρι τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς δικῆς μας πτώσεως, γιὰ νὰ θανατώσει τὴν ἁμαρτία μας στὸν Σταυρό Του, νὰ τὴν θάψει στὰ βάθη τοῦ ᾅδη, καὶ νὰ ἀναστήσει ὁλοκάθαρη καὶ φωτισμένη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀνεβάζοντάς την μέχρι τὸ βασίλειο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὴν Ἀνάληψή Του. Νὰ λοιπόν, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία δὲν περιορίζεται στὶς συναισθηματικότητες, ποὺ γεννᾶ ὁ σταυρός, τὸ πάθος, τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συμβαίνει ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Γιατί τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Θείου Λόγου. Χωρὶς τὴ Σάρκωση καὶ τὰ Χριστούγεννα δὲν νοεῖται ἡ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του. Ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέγει, ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι «τὸ μακάριον, δι᾽ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος». Γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση, δηλαδή, ἔγιναν ὅλα τὰ κτίσματα, ἀφοῦ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς δημιουργίας.
Μετοχὴ στὴ σωτηρία
Ὁ Θεῖος Λόγος μὲ τὴν σάρκωσή Του ἕνωσε στὸ Πρόσωπό Του τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο, τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὅ,τι ὅμως συνέβη στὴν ἀτομικὴ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, συμβαίνει καὶ στὸν καθένα μας. Μὲ τὴν σάρκωσή Του ὁ Χριστὸς μᾶς ἕνωσε ὅλους μαζί Του. Μὲ τὸ βάπτισμά μας μετέχουμε στὸ γεγονὸς τῆς σαρκώσεως, ἐνοφθαλμιζόμασθε στὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μας, γιὰ νὰ ταφοῦμε (νὰ πεθάνουμε) μαζί Του καὶ νὰ ἀναστηθοῦμε μαζί Του. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως ὁλόκληρη ἡ σωτηρία μας, πρέπει καὶ τὸ πρόσωπό μας (τὸ ἐγώ μας, ἡ θέλησή μας) νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν καθαρθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ ἀφήσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ κατοικήσει μέσα μας. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει σήμερα ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἀξιωθήκαμε νὰ γίνουμε «υἱοὶ» Θεοῦ λέγει εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μέσα μας, τὸ Ὁποῖο προσεύχεται μέσα στὴν καρδιά μας (Γαλ. 4,6). Εἶναι ἡ «νοερὰ εὐχὴ» ἤ «προσευχὴ τῆς καρδίας», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Μὲ τὴν χάρη καὶ συνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ και ἁγιάζεται ὅλη ἡ ζωή μας. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετέχουμε στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, σωζόμασθε, θεούμεθα. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ συν εχὴς ἀγώνας τοῦ πιστοῦ νὰ μείνει μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔχει μέσα του Πνεῦμα Ἅγιον, γιὰ νὰ ἁγιάζεται ὅλη ἡ ζωή μας, καὶ ἡ προσωπικὴ καὶ ἡ κοινωνική. Γιὰ νὰ μεταμορφώνεται σὲ ζωή Χριστοῦ ὁλόκληρη ἡ ζωή μας.
Ορθόδοξος Τύπος, 18/12/2015