Τὸ πνευματικὸν φῶς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
(1ον)
1. Εἰσαγωγικά
Ἡ πρόσφατη ἁγιοκατάταξη τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου (13 Ἰανουαρίου 2015) χαροποίησε ἰδιαίτερα τὸ ὀρθόδοξο πλήρωµα τῆς Πατρίδας µας, γιατὶ ἐπιβεβαιώθηκε ὅτι καὶ στὶς δύσκολες µέρες µας –ὅπου οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν ἀποµακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ– ὑπάρχουν ψυχὲς ἀφιερωµένες στὸν Θεό, οἱ ὁποῖες ἀναλίσκονται στὴν προσευχή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἔµπρακτη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς τους.
Εἶναι αὐτοὶ ποὺ µὲ ταπείνωση ἀγωνίζονται στὴ ζωή τους καὶ χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν οἱ ἴδιοι, γίνονται τὸ ἁλάτι καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσµου, σύµφωνα µὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς µαθητές του: «Ὅ,τι εἶναι τὸ ἁλάτι γιὰ τὴν τροφή, εἶστε κι ἐσεῖς γιὰ τὸν κόσµο. Ἂν τὸ ἁλάτι χάσει τὴν ἁλµύρα του, πῶς θὰ τὴν ἀποκτήσει; ∆ὲ χρησιµεύει πιὰ σὲ τίποτε· τὸ πετοῦν ἔξω στὸ δρόµο καὶ τὸ πατοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἐσεῖς εἶστε τὸ φῶς γιὰ τὸν κόσµο· µιὰ πόλη χτισµένη ψηλὰ στὸ βουνὸ δὲν µπορεῖ νὰ κρυφτεῖ. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀνάψουν τὸ λυχνάρι, δὲν τὸ βάζουν κάτω ἀπὸ τὸ δοχεῖο, µὲ τὸ ὁποῖο µετροῦν τὸ σιτάρι, ἀλλὰ τὸ τοποθετοῦν στὸ λυχνοστάτη, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. Ἔτσι νὰ λάµψει καὶ τὸ δικό σας φῶς µπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸν οὐράνιο Πατέρα σας» (Ματθ. ε᾽ 13- 16).
Τὸ παράδειγµα τοῦ ὁσίου Παϊσίου ἦταν ἰδιαίτερα ἐντυπωσιακὸ καὶ εἶχε εὐρύτατη ἀπήχηση στὸ λαό. Πράγµατι ὁ ὅσιος ὑπῆρξε τὸ φῶς καὶ τὸ ἁλάτι ἑνὸς µεγάλου τµήµατος τοῦ λαοῦ µας, ὅσο ζοῦσε. Ἀλλὰ καὶ µετὰ τὴν κοίµησή του (12 Ἰουλίου 1994) συνεχίζεται ἡ εὐεργετική του ἐπίδραση στοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν εἶχαν γνωρίσει, ἀλλὰ ἐπισκέπτονται κατὰ χιλιάδες τὸν τάφο του στὸ µονα- στήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτή, ἀλλὰ καὶ τὸ ταπεινὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι στὴν Παναγούδα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἐπίσης τὸ ἐντυπωσιακὸ µοναστήρι τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Στόµιο µέσα στὴ χαράδρα τοῦ Ἀώου καὶ τὴν πατρική του οἰκία στὴν Κόνιτσα.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔγινε προσφιλὲς θέµα καὶ σὲ πολλὲς κοσµικὲς ἐφηµερίδες, οἱ ὁποῖες ὡστόσο δὲν στοχεύουν νὰ ἀναδείξουν τὴν ἁγιότητά του, ἀλλὰ γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν κυκλοφορία τους, ἐκµεταλλευόµενες τὴ λαϊκὴ εὐσέβεια. Συνήθως ἀποδίδουν στὸν ὅσιο προφητεῖες καὶ θαύµατα γιὰ ἐντυπωσιασµό, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐγκυρότητά τους. Σὲ τελευταία ἀνάλυση τὰ κείµενα αὐτὰ χαρακτηρίζονται ἀρνητικὰ καὶ δὲν συµβάλλουν στὴν προβολὴ τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ἀντίθετα τὸν µειώνουν καὶ ὑποβαθµίζουν τὴν ἀξία τῶν διδαχῶν του, κρύβοντας συγχρόνως τὴ λάµψη τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς. Τὰ ὅσα γράφουν οἱ κοσµικὲς ἐφηµερίδες εἶναι ἐπιπόλαια, κάποτε καὶ κακόβουλα, γι᾽ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὰ προσέχουν οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοί, τὴν ὥρα µάλιστα ποὺ κυκλο- φοροῦν πολλὰ βιβλία γραµµένα ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ἔζησαν τὸν ὅσιο καὶ εἶναι ἀξιόπιστα καὶ ψυχωφελῆ.
Πέρα ἐπίσης ἀπὸ τοὺς κοσµικοὺς δηµοσιογράφους, ὑπάρχουν καὶ µερικοὶ µικρόψυχοι καὶ φανατικοὶ παλαιοηµερολογίτες, οἱ ὁποῖοι µιλοῦν ἀπαξιωτικὰ γιὰ τὸν ὅσιο Παΐσιο, γιατὶ δὲν ἀκολουθοῦσε τὴ δική τους τακτικὴ καὶ δὲν ἀµφισβητοῦσε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. ∆υστυχῶς αὐτοὶ µὲ τὴν ἁµαρτωλή τους ἀναπνοὴ ἔχουν σβήσει τὸ φῶς τοῦ ὁσίου γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸ στόµα τους εἶναι ἀπύλωτο. Καὶ ὅσο ἡ φήµη τοῦ ὁσίου µεγαλώνει, τόσο αὐξάνονται καὶ τὰ δηλητηριώδη βέλη τῆς συκοφαντίας τους. ∆ὲν πρέπει ἀκόµα νὰ ξεχνᾶµε ὅτι καὶ µέσα στὸ Ἅγιον Ὄρος ὑπῆρχαν -καὶ ὑπάρχουν ἀκόµα- μοναχοὶ ποὺ ἀµφισβητοῦσαν τὸν Ὅσιο Παΐσιο καὶ διέδιδαν παιδαριώδη πράγµατα εἰς βάρος του. Παρόλο ποὺ ἡ ἀγάπη του τοὺς σκέπαζε ὅλους, αὐτοὶ ἔχυναν τὸ φαρµάκι τους.
Προσωπικὰ δὲν ἐνοχλοῦµαι πολὺ ἀπὸ τοὺς ἐπικριτὲς τοῦ ὁσίου, γιατὶ σκέφτοµαι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶχε καθηµερινὰ µπροστά του τοὺς γραµµατεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τὸν παρακολουθοῦσαν καὶ ἀµφισβητοῦσαν τὰ θαύµατα καὶ τὴ διδασκαλία του. Καὶ ἂν αὐτὸ συνέβαινε µὲ τὸν Χριστό, γιατὶ νὰ µὴ συµβαίνει καὶ µὲ τὸν ταπεινὸ ὅσιο Παΐσιο; Λυπᾶµαι ὅµως τοὺς φανατικοὺς ἀδελφούς, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ ἀνανήψουν. Θὰ περάσουν τὴ ζωή τους µέσα στὸ σκοτάδι, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ταπεινὰ νὰ ζητοῦν τὶς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου.
* * *
2. Ἡ Γνωριµία µου µὲ τὸν ὅσιον Παΐσιον
Τὸ 1969 πρωτογνώρισα τὸν ὅσιο Παΐσιο. Ἀσκήτευε τότε στὸ σταυρονικητιανὸ κελὶ τοῦ Τιµίου Σταυροῦ, ἔχοντας καὶ τὴν πνευµατικὴ ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα. Ἦταν ἡ ἐποχή ποὺ στὸ Ἅγιον Ὄρος γινόνταν προσπάθεια νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ ἐν παρακµῇ εὑρισκόµενες µονὲς µὲ νέους µοναχοὺς καὶ νὰ ἀκολουθήσουν ὅλες τὸν κοινοβιακὸ τρόπο ζωῆς. Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἦταν γνωστὸς ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὄχι ὅµως καὶ ἐκτός. Εἶχε ἐλεύθερο χρόνο, µελετοῦσε, ἔγραφε καὶ ἀπαντοῦσε στὶς ἐπιστολές, ποὺ λάβαινε. Ἐκτελοῦσε τὰ πνευµατικά του καθήκοντα µὲ σχετικὴ ἄνεση. Εἶχε τὸ ἐργόχειρό του καὶ συνοµιλοῦσε µὲ τοὺς ἐπισκέπτες του χωρὶς βιασύνη. Ἡ δεκαετία ποὺ ἔµεινε στὸν Τίµιο Σταυρὸ ἦταν γεµάτη θαυµαστὰ γεγονότα καὶ πλούσιες πνευµατικὲς ἐµπειρίες.
Κάθε φορὰ ποὺ ἔπαιρνα τὸ µονοπάτι γιὰ τὸ κελὶ τοῦ ὁσίου εἶχα βιαστικὸ βῆµα. Ἀνυποµονοῦσα νὰ φτάσω ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. ∆ὲν πρόσεχα τίποτα δίπλα µου. Ἤθελα µόνο τὸ γέροντα Παΐσιο, ὁ ὁποῖος γιὰ µένα ἀπὸ τότε ἦταν ἅγιος. Ὅταν ἔφτανα στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ, σταµατοῦσα σιωπηλὸς γιὰ λίγα δευτερόλεπτα µὲ αὐξηµένους παλµοὺς στὴν καρδιά µου καὶ µετὰ χτυποῦσα διστακτικὰ τὴν πόρτα, γιὰ νὰ µοῦ ἀνοίξει. Περνοῦσαν πάλι µερικὰ δευτερόλεπτα καὶ µετὰ ἄνοιγε τὸ παραθυράκι καὶ µόλις µὲ ἔβλεπε, ἄνοιγε καὶ τὴν πόρτα καὶ µὲ χαιρετοῦσε µὲ προθυµία καὶ χαµόγελο. Προσκυνοῦσα στὸ ἀπέριττο ἐκκλησάκι καὶ συνήθως καθόµασταν ἔξω, κάτω ἀπὸ τὴν ἐλιά, δίπλα στὴ δεξαµενὴ τοῦ νεροῦ. Ἔγνοια τοῦ γέροντα ἦταν νὰ ἀπαντάει στὶς ἐρωτήσεις µου µὲ ἁπλὸ τρόπο, δίνοντά µου πρακτικὲς ἀπαντήσεις. Γνώριζε ὅτι θὰ γίνω ἱερέας καὶ γι᾽ αὐτὸ προσπαθοῦσε νὰ σταθεροποιήσει τὴν ἀπόφασή µου βάζοντάς µου τὴν καλὴ ἀνησυχία ὅτι πρέπει νὰ ὡριµάσω πνευµατικά, νὰ ἀσκοῦµαι τὸ κατὰ δύναµη, γιὰ νὰ µπορέσω στὴ συνέχεια νὰ γίνω ἱερέας καὶ νὰ ἐργαστῶ στὴν Ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφερόταν νὰ µοῦ νεκρώσει τὸ κοσµικὸ φρόνηµα, τὸ ὁποῖο καταδυναστεύει τοὺς χριστιανούς, ἀκόµα καὶ τοὺς µοναχούς. Τὸ ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ ἔχω λιγότερους πειρασµοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀντιµετωπίζω µὲ σχετικὴ εὐκολία.
Ὅταν τελείωνε ἡ πνευµατικὴ πανδαισία µὲ τὸ Γέροντα Παΐσιο, αἰσθανόµουν τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν εὐχαριστήσω, ὄντας συγκινηµένος. Μὲ συνόδευε λίγα µέτρα στὸ µονοπάτι καὶ µοῦ ἔδινε θερµὲς εὐχές. Καθὼς ἀποµακρυνόµουν ἀπὸ τὸ κελί του, ἤθελα νὰ σταµατῶ καὶ νὰ ξανασκέφτοµαι τὰ ὅσα εἶχα ἀκούσει πρὶν λίγο καὶ νὰ τὰ ἀποθησαυρίζω µὲ ἀκρίβεια στὴ µνήµη µου. Εἶχα συγκεκριµένα σηµεῖα ὅπου καθόµουν. Περνοῦσε ἀρκετὴ ὥρα, χωρὶς νὰ ἔχω τὴν παραµικρὴ ἔγνοια νὰ βρεθῶ σὲ κάποιο µοναστήρι, γιὰ νὰ διανυκτερεύσω. Αἰσθανόµουν πνευµατικὴ πληρότητα καὶ κάθε βιοτικὴ µέριµνα µὲ ἄφηνε ἀδιάφορο. Ἡ πορεία σὲ ἐκεῖνο τὸ µονοπάτι ἦταν συγκλονιστική. ∆ὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ τὴν περιγράψω. Βίωνα καταστάσεις δυσπερίγραπτες, παρόλο ποὺ ἤµουν κοσµικὸς καὶ δὲν εἶχα προηγούµενα πνευµατικὰ βιώµατα.
Ἡ ἀνάµνηση ἐκείνων τῶν ἐµπειριῶν ἀκόµα καὶ σήµερα, µετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια, µὲ βοηθάει καὶ ἐνισχύει τὸ ζῆλο µου γιὰ κάτι νεώτερο καὶ καλύτερο. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σηµαντικό, γιατὶ ἡ ἱερωσύνη δὲν πρέπει νὰ γίνεται ρουτίνα καὶ ἐπαγγελµατικὴ ἀπασχόληση. Εἶναι ἔργο τῆς ψυχῆς, ποὺ χρειάζεται συνεχῆ ἀνανέωση, γιὰ νὰ ἐπιδρᾶ εὐεργετικὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ λογικὸ ποίµνιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ἐπέστρεφα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συναντοῦσα στὴν περιοχή µου διάφορα γνωστὰ πρόσωπα, ἔλεγα τὶς ἐµπειρίες µου ἀπὸ τὸ γέροντα Παΐσιο καὶ δὲν γινόµουν πιστευτός. Προσπαθοῦσαν νὰ µὲ προσγειώσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ µὲ προφυλάξουν πνευµατικὰ ἀπὸ τυχὸν πλάνες. Μοῦ ἔλεγαν: «Ἔ, µὴ ὑπερβάλλεις, καηµένε. Ὁ Παΐσιος εἶναι ἕνας ἀγράµµατος καλόγερος, ποὺ δὲν ξέρει πολλὰ πράγµατα». Ἐγώ, µικρότερος στὴν ἡλικία, δὲν προσπαθοῦσα νὰ τοὺς µεταπείσω. Ἐξάλλου ἤξερα ὅτι οἱ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, ἰδιαίτερα οἱ κληρικοί, δὲν ἀναθεωροῦν εὔκολα τὶς ἀπόψεις τους καὶ ὅταν ἀκόµα κραυγαλέα γεγονότα τὶς ἀποδεικνύουν ἐσφαλµένες! Ἔπρεπε νὰ περάσουν δυὸ δεκαετίες περίπου, γιὰ νὰ ἀρχίσουν νὰ ἐκτιµοῦν ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνας «ἀγράµµατος καλόγερος», ἀλλὰ ἕνας ἐνάρετος γέροντας, ἕνας κατὰ Θεὸν σοφὸς µὲ ἀπέραντη καὶ ἀµείωτη ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ορθόδοξος Τύπος, 25/9/2015