Τὸ ἁµάρτηµα τῆς κατακρίσεως
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. ∆ιονυσίου Τάτση
ΕΝΑ ΑΡΝΗΤΙΚΟ φαινόµενο στόν ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ἡ κατάκριση. Ὁ ἕνας παρατηρεῖ τή ζωή τοῦ ἄλλου καί συµπεραίνει γιά τό χαρακτήρα του καί τό ἦθος του. Συνήθως ἡ κατάκριση στηρίζεται σέ ἐσφαλµένα δεδοµένα καί δηµιουργεῖ καταστάσεις, πού πληγώνουν βαθιά. Ἡ κατάκριση µοιάζει µέ δίστοµο µαχαίρι, πού ἀνοίγει µεγάλες πληγές.
Πρέπει νά εἶναι κανείς πολύ προσεκτικός, γιά νά µή παρασύρεται στό φοβερό πάθος τῆς κατάκρισης. Χρειάζεται νά ἔχει αὐτοσυγκράτηση καί ἀπεριέργεια. Νά µή γίνεται δέκτης σχολίων καί πληροφοριῶν εἰς βάρος τῶν ἀδελφῶν του. Νά ἀρνεῖται αὐτά πού τοῦ λένε. Νά βάζει πάντα ἕνα ἐρωτηµατικό, ὅπως συµβούλευε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Νά ἀµφισβητεῖ τά ὅσα τοῦ λένε «καλοπροαίρετοι» ἄνθρωποι γιά τρίτους, µέ τούς ὁποίους δέν ἔχει προσωπική ἐπικοινωνία. Ἐξάλλου ἡ ἀπρόσεκτη ζωή τῶν ἄλλων δέν ἔχει κανένα ἐνδιαφέρον.
Ὁ γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ἀναφερόµενος στό πάθος τῆς κατάκρισης καί τά φοβερά ἀποτελέσµατά του, ἔλεγε: «Οἱ ἄνθρωποι ἅρπαξαν τήν κρίση ἀπό τόν Χριστό καί κατακρίνει ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Αὐτή ἡ κατάκριση µαστίζει τούς πάντες καί λαϊκούς καί κληρικούς, καί µεγάλους καί µικρούς, καί πλούσιους καί πτωχούς, ἄρχοντες καί ἀρχόµενους. Αὐτή, πού εἶναι ἡ πρώτη θυγατέρα τῆς ὑπερηφάνειας, θά συντοµεύσει τήν ἀπώλεια τῶν ἀνθρώπων καί θά ἐπιφέρει τό ἀλληλοφάγωµα τῶν ἀνθρώπων» (Γνωριµία µέ τόν γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, Θεσ/νίκη 2014, σελ. 133).
Ἐκεῖνος πού κατακρίνεται καί συκοφαντεῖται αἰσθάνεται ἰδιαίτερο πόνο. ∆έν θέλει νά ἀσχολοῦνται οἱ ἄλλοι µέ αὐτόν. Θέλει νά µένει ἀπαρατήρητος. Καί αὐτό εἶναι φυσιολογικό! Ὅµως πολλές φορές γίνεται καί ὁ ἴδιος θύτης τῶν ἄλλων. Αὐτό πού οἱ ἄλλοι τοῦ ἔκαναν, εὐχαρίστως τό κάνει καί ὁ ἴδιος. Σάν νά βρίσκει διέξοδο, προκειµένου νά µή τόν προσέχουν οἱ γνωστοί. Εἶναι πολύ δύσκολο νά δεχτεῖ κανείς τήν κατάκριση καί νά παρακινηθεῖ σέ βαθύτερη συναίσθηση τῆς ἁµαρτωλότητός του, χωρίς νά ἐνοχληθεῖ. Ὅσοι τό πετυχαίνουν αὐτό, βαδίζουν τόν ὀρθό δρόµο τῆς κατά Θεόν ζωῆς.
Ὁ Χριστός στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁµιλία του ἀναφέρει γιά τήν κατάκριση τά ἑξῆς: «Μή κρίνετε τούς συνανθρώπους σας, γιά νά µή σᾶς κρίνει κι ἐσᾶς ὁ Θεός. Μέ τό κριτήριο πού κρίνετε θά κριθεῖτε, καί µέ τό µέτρο πού µετρᾶτε θά µετρηθεῖτε. Πῶς µπορεῖς καί βλέπεις τό σκουπιδάκι στό µάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καί δέν νιώθεις ὁλόκληρο δοκάρι στό δικό σου µάτι; Ἤ µήπως θά πεῖς στόν ἀδελφό σου “ἄφησέ µε νά σοῦ βγάλω τό σκουπιδάκι ἀπό τό µάτι σου”, ὅταν ἔχεις ὁλόκληρο δοκάρι στό δικό σου µάτι; Ὑποκριτή! Βγάλε πρῶτα ἀπό τό µάτι σου τό δοκάρι, καί τότε θά δεῖς καθαρά καί θά µπορέσεις νά βγάλεις τό σκουπιδάκι ἀπό τό µάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. ζ΄ 1-5).
Πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι κρίνουν τούς ἀδελφούς τους προκειµένου νά τούς διορθώσουν καί νά τούς ὁδηγήσουν στή σωτηρία, ἐνῶ οἱ ἴδιοι βαδίζουν πρός τήν ἀπώλεια. Ξεχνοῦν ὅτι µέ τήν κατάκριση δέν µποροῦν νά κάνουν κανένα καλό. Εἶναι ἀδύνατο κάτι τέτοιο, σύµφωνα µέ τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάκριση καί ἡ ὑποκρισία συνήθως συµβαδίζουν καί αὐτό εἶναι προκλητικό. Τό βλέπουµε συχνά στήν κοινωνία, ἀλλά καί στήν Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι θέλουν νά βοηθήσουν, χωρίς νά ἔχουν τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις. Οἱ τυφλοί θέλουν νά ὁδηγήσουν τούς ἄλλους. Οἱ ἐµπαθεῖς µιλοῦν γιά τήν καταπολέµηση τῶν παθῶν. Οἱ ἀνήθικοι γιά τήν ἠθική. Οἱ ἄδικοι γιά τή δικαιοσύνη. Οἱ ἰδιοτελεῖς γιά ἐλεηµοσύνη καί προσφορές. Οἱ ἀνάξιοι κληρικοί γιά τήν ἁγιότητα. Καί τά παραδείγµατα δέν ἔχουν τελειωµό.
Τά ἀποτελέσµατα τῆς κατάκρισης εἶναι πολύ σοβαρά. Ἐπιγραµµατικά σηµειώνω µερικά: Ἀλλάζει τά συναισθήµατα µεταξύ τῶν ἀνθρώπων, παγώνει τίς καρδιές, περιθωριοποιεῖ τούς ἐνάρετους, καταστρέφει τό πνευµατικό ἔργο, ἐµφανίζει τό ἄσπρο µαῦρο, καταργεῖ τήν αὐτογνωσία, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πνευµατική πρόοδο καί γενικά πληγώνει βαθύτατα τά θύµατά της.
Ὅσοι δέν κατακρίνουν εἶναι µακάριοι καί ἔχουν ἀνεβεῖ ἀρκετά σκαλοπάτια στήν κλίµακα τῶν ἀρετῶν.
Ορθόδοξος Τύπος, 4/12/2015