πού συνῆλθε ἀπό 16 ἕως 22-9-2016 στό Κιέτι τῆς Ἰταλίας, μέ τίτλο «Συνοδικότητα καί Πρωτεῖο κατά τήν πρώτη χιλιετία : καθ’ὁδόν πρός μιά κοινή κατανόηση στήν ὑπηρεσία τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας»[1], περιέχονται θέσεις, πού δέν ἀπηχοῦν τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ζωή, παράδοση καί θεολογία. Τό κείμενο εἶναι διαποτισμένο ἀπό τήν αἱρετική, οἰκουμενιστική, ζηζιούλεια «θεολογία». Γι’αὐτό καί εἶναι ἀπορριπτέο. Τά ἐλάχιστα ὀρθά σημεῖα τοῦ κειμένου δέν ἀλλάζουν τήν ἀντορθόδοξη εἰκόνα του. Σημειωτέον ὅτι τό Κείμενο τοῦ Κιέτι 2016 υἱοθετήθηκε ἀδιαμαρτυρήτως ἀπό ὅλους τούς ἐκπροσώπους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐκτός τοῦ Πατριαρχείου τῆς Βουλγαρίας, πού δέν ἔστειλε κἄν ἀντιπροσωπεία στόν Διάλογο, καί τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Πατριαρχείου τῆς Γεωργίας, οἱ ὁποῖοι κατέθεσαν τήν ἀντίθεσή τους σε κάποιες παραγράφους τοῦ κειμένου, οἱ ὁποῖες καταγράφτηκαν ὡς ὑποσημείωση στό τελικό ἐπίσημο κείμενο.
Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Σχολιασμός στο κείμενο του Κιέτι
Ἐν Πειραιεῖ 12-10-2016
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΙΕΤΙ
Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως
Στό τελικό ἐπίσημο κείμενο τῆς 14ης Ὁλομέλειας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν,
Ἀρχίζοντας τόν σχολιασμό μας στό Κείμενο τοῦ Κιέτι, παρατηροῦμε ὅτι ὡς πρόλογος τοῦ κειμένου ἐπιλέχθηκε τό χωρίο ἀπό τήν Α’ Καθολική ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ἰωάνννου ἀπό τό κεφ. 1, στίχ. 3-4 : «ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη». Στό χωρίο, ὅμως, αὐτό δέν ὑπάρχει καμμία ἀναφορά στό Ἅγιον Πνεῦμα. Γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι οἱ Παπικοί ἔχουν στρεβλή διδασκαλία σχετικά μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα, λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque, ἡ ὁποία ἄρχισε νά ἑδραιώνεται στόν Παπισμό ἀπό τά τέλη τῆς πρώτης χιλιετίας. Μήπως ἡ ἐπιλογή τοῦ συγκεκριμένου χωρίου ἐξυπηρετεῖ τήν ἀποσιώπηση καί τήν συγκάλυψη τῆς τόσο φοβερῆς καί τρομερῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ἦταν τό πρῶτο καί κύριο αἴτιο τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054;
Ἡ Ἐκκλησία ὡς Εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος
Στήν §1 γράφεται ὅτι «…Ἡ ἑνότητα, πού ὑπάρχει μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀντικατοπτρίζεται στήν κοινωνία μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὀμολογητής ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ”Εἰκόνα” τῆς Ἁγίας Τριάδος…»[2].
Σύμφωνα, ὅμως, τόν Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, «ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι Σωµα Χριστοῦ. Ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χριστοκεντρική, καί ὄχι Τριαδοκεντρική, ἀφοῦ ὁ Χριστός, «ὁ εἷς τῆς Τριάδος», ἐνηνθρώπησε, δηλαδή προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε. Ὅταν χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία «εἰκών» ἤ «κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος», τότε ἀπό αὐστηρῆς θεολογικῆς πλευρᾶς γίνεται σύγχυση µεταξύ Θεολογίας καί Οἰκονοµίας καί σύγχυση µεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἐπιπλέον, στήν διατύπωση τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐµφαίνονται πολλοί προβληµατισµοι ὡς πρός τόν συσχετισµό µεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν ὑποστατικῶν ιδιωµάτων τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος!!!
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς γράφει ὅτι, ὅσα γίνονται στά ἐνδότερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι «ὑπεράγνωστα καί ὑπεράρρητα», δηλαδή «καί τά τῆς οὐσιώδους ἑνώσεως» «καί τά τῆς ὑποστατικῆς διακρίσεως», ἀλλά καί «τά τῆς ἀµιγοῦς παντάπασι καί ἀφύρτου συµφυΐας», καί γι’ αὐτό ὅλα αὐτά «τελέως ἐστίν ἀµέθεκτα» ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίση. Αὐτό σηµαίνει ὅτι δέν µπορεί νά βρεθῆ στήν κτίση κανένα ὑπόδειγµα τῆς σχέσεως µεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. «∆ιό οὐδ’ ὑπόδειγµα ἐστί τούτων ἐπί τῆς κτίσεως εὑρεῖν». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σῶµα Χριστοῦ» καί «κοινωνία θεώσεως», καί ὄχι εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ διατύπωση, πού ἀπαντᾶται στόν ἅγιο Μάξιµο τόν Οµολογητή ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος», ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία ὡς Σωµα Χριστοῦ καί ὡς «τύπον καί εἰκόνα Θεοῦ», µέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τύπος καί εἰκών τοῦ Θεοῦ «ὡς τήν αὐτήν αὐτῷ κατά µιµησιν καί τύπον ἐνέργειαν ἔχουσαν». Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εἰκών τῶν ἐνδοτάτων σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός µέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του ἔφερε στήν ὕπαρξη τά ὄντα καί στήν συνέχεια «συνέχει καί συνάγει καί περιγράφει καί ἀλλήλοις καί ἑαυτῷ προνοητικῶς ἐνδιασφίγγει· τά τε νοητά καί τά αἰσθητά».
Ὁ Θεός διατηρεῖ σέ µιά ἑνότητα τά πάντα, χωρίς νά ὑπάρχη σύγχυση, προνοεῖ γιά τά ὄντα καί µάλιστα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιµος, ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖ τούς πάντες στόν Χριστό µέ σκοπό τήν θέωσή τους. Αὐτό ἑρµηνεύεται θαυµάσια ἀπό τόν ἅγιο Μάξιµο στήν συνέχεια τοῦ κειµένου του γιά τό πῶς ἡ Ἐκκλησία συνέχει καί συγκρατεῖ τά πάντα σέ µιά ἑνότητα. Ὁ ἅγιος Μάξιµος δέν οµιλεί γιά τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων ὡς εἰκόνος τῶν σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. ∆έν ὑπάρχει καµµιά πρόσβαση στίς σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἰδίως τίς πρός Ἐφεσίους, Φιλιππησίους καί Κολοσσαεῖς, καί στά κείµενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ἀναφορά στό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σωµα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως καί δέν παραπέµπουν στίς σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Θεός, µέ τήν ἄπειρη ἀγάπη Του, «ἔλαµψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡµῶν πρός φωτισµον τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄, 6), µᾶς ἑνώνει µέ τήν Ἐκκλησία Του καί διά τοῦ Χριστοῦ µετέχουµε τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, µετέχουµε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή του γράφει : «εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῶ καί πατρί τῷ ἰκανώσαντι ἡµᾶς εἰς τήν µερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί» (Κολ. α΄, 12). Ἑποµένως, ἡ Ἐκκλησία ἑρµηνεύεται Χριστολογικά. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, ἐµεῖς εἴµαστε µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ καί διά τοῦ Χριστοῦ µετέχουµε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ»[3].
Οἱ στρεβλές θεωρίες περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος καί περί προσώπου χρησιμοποιοῦνται ἀπό τους οἰκουμενιστές γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἐπιβολῆς Πρώτου ἄνευ ἴσων καί τοῦ Πρωτείου του στήν Ὀρθοδοξία, δηλ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Δυστυχῶς, ἡ θεωρία αὐτή περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος περιλαμβάνεται, ἐκτός ἀπό τό παρόν Κείμενο τοῦ Κιέτι, καί στό Κείμενο τῆς Ἐγκυκλίου τῆς λεγομένης «Συνόδου» τῆς Κρήτης, στό Κεφάλαιο I : «Ἡ Ἐκκλησία : Σῶμα Χριστοῦ, εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος»[4].
«Ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς» (Ἰω. 17, 11)
Στήν ἴδια παράγραφο (1) καταγράφεται τό πασίγνωστο ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ χωρίο : «Στόν Μυστικό Δεῖπνο, ὁ Ἰησοῦς Χριστός προσευχήθηκε στόν Πατέρα του : «τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ᾧ δέδωκάς μοι,ἵνα ὦσιν ἓν καθώς ἡμεῖς» (Ἰω. 17:11). Αὐτή ἡ τριαδική ἑνότητα ἐκδηλώνεται στήν Θεία Εὐχαριστία, ὅπου ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται στόν Θεό-Πατέρα διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν ἉγίῳΠνεύματι».
Σύμφωνα μέ τήν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, τό πασίγνωστο χωρίο «ἵνα ὧσιν ἕν» ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου ἐπιστρατεύεται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, γιά νά στηρίξει τὴν ἐγγενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος.
Ἡ αἴτηση τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, διότι τὸ αἴτημα αὐτό τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυτότητος τῆς ὀρθοδόξου πίστεωςὅλων· δὲν ὑφίσταται, λοιπὸν, ἐκκρεμότητα ὡς πρὸς αὐτό, ἀλλ’ ἐκκρεμεῖ ἡ ἀποδοχή ἀπὸ τούς ἑτεροδόξους τῆς μόνης ἀληθοῦς πίστεως · ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτό, παρατηρεῖ : «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, καὶἐγὼἐν σοί […] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ “ Ἐν ἡμῖν”; Στὴν πίστη πρὸς ἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαια τίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ διάσπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κατόρθωσε αὐτό, λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ κατόρθωσε.Διότι, ὅλοι ὅσοι πίστευσαν μέσῳ τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἕνα,μολονότι κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀποσπάστηκαν […] Εἴτε γιὰ τὰ σημεῖα, εἴτε γιὰ τὴν ὁμόνοια, εἴτε γιὰ τὴν εἰρήνη ὁμιλεῖ, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁἼδιος ποὺ τοὺς τὰἔχει δώσει. Ἔτσι, ἦταν φανερὸὅτι [μόνο] γιὰ παρηγοριὰ δική τους γίνεται ἡ προσευχὴ αὐτή»[5]. Ἡ δογματικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι κάτι τό ζητούμενο, ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένο. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς πίστεως, χάρη στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία δογματικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι». Ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ πίστη, τὴν δογματικὴ ὁμοφωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων, κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴἡ δογματικὴἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένο καὶὄχι ζητούμενο, ἡ Ἐκκλησία δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ εὔχεται ὑπὲρ ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὅπως εἶναι μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ κείμενά της[6]. Ἀντιθέτως, ἡ πρακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσει τῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲ συγκόλληση ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.
Τὴν παραπλανητικὴ αὐτὴ τακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν στιγματίζει καὶ ὁ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει χαρακτηριστικά : «Μερικοὶ θεολόγοι ἑρμηνεύουν τὴ φράση τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» (Ἰω. 17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶναι τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς Του, μὲ τὸὅτι δῆθεν ἀνaφέρεται στὴν μελλοντικὴἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν κατὰ κόρον, γιὰ νά δηλώσουν ὅτι ὁ Χριστὸς προανήγγειλε ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες θὰἀποκτήσουν στὸ μέλλον ἑνότητα μεταξύ τους καὶ θὰἀποτελέσουν τὴ “μία” ἐκκλησία, ὑπονοώντας ὅτι ἡἘκκλησία τώρα εἶναι διασπασμένη. Ἡὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς φράσεως εἶναι διαφορετική. Τὸ “ἵνα πάντες ἓν ὦσι”, ἐὰν διαβάσει κανεὶς πολὺ προσεκτικὰὅλο τὸ κείμενο τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, θὰ δεῖὅτι συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲἄλλες φράσεις, ὅπως “καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼἐν σοί” (Ἰω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ φράση “ἐγὼἐν αὐτοῖς καὶ σὺἐν ἐμοὶἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἓν” (Ἰω. 17/ιζ΄, 23) καὶἐπίσης τὴν ἄλλη φράση “ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν ἔδωκάς μοι” (Ἰω. 17/ιζ΄, 24). Καὶ σαφῶς, ἐδῶ, ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται στὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων κατὰ θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὴν θέα τοῦἀκτίστου Φωτός, ποὺἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιατὶἀκριβῶς τότε οἱἈπόστολοι ἀπέκτησαν καὶἑνότητα οὐσιαστικὴ μεταξύ τους. Ἑπομένως ὅσοι ἐκ τῶν Ἁγίων μέσα στὴν ἱστορία φθάνουν στὴ θέωση καὶ στὴ θεωρία τοῦἀκτίστου Φωτός, ἀποκτοῦν ἑνότητα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτοὺς καὶἐφαρμόζεται τὸ χωρίο αὐτό, τοῦ Χριστοῦ, “ἵνα ὦσιν ἕν”»[7].
Ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τῶν Οἰκουμενιστῶν φαίνεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὴν ὡς ἄνω διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρονται στὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», συμπεριλαμβάνοντας ὅλες τίς αἱρέσεις καί ὅλες τίς θρησκεῖες[8].
Ἑνότητα στήν ποικιλομορφία
Στήν §2 ἀναφέρεται ὅτι «…Ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Β’ Κορ. 13,13), βιώνονταν τόσο σέ κάθε τοπική ἐκκλησία ὅσο καί στίς σχέσεις μεταξύ τους ὡς ἑνότητα στήν ποικιλομορφία…».
Ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητος μέσα στήν διαφορετικότητα ἤ τήν ποικιλομορφία (unity in diversity) εἶναι μία ἀπό τίς βασικές προτεσταντικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές. Πιό συγκεκριμένα, εἶναι μία ἀπό τίς ἐννέα ἀρχές της λεγομένης «Κοινότητας τοῦ Χριστοῦ», μιᾶς παραφυάδας τῶν Μορμόνων. Σύμφωνα μ’αὐτήν, ὁ Χριστιανισμός παρέχει ἕνα πλαίσιο, βάσει τοῦ ὁποίου οἱ διάφορες κοινότητες καί κοινωνίες μποροῦν νά εἶναι ἑνωμένες μέ μιά κοινή κατανόηση τοῦ ἑαυτοῦ τους, τοῦ σκοποῦ τους καί τῆς ἔννοιας τῆς ζωῆς, τῶν προσπαθειῶν καί δράσεών τους καί νά ἀνακαλύψουν σημεῖα συμφωνίας καί σύγκλισης. Ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β’ σέ ὁμιλία του εἶπε ὅτι «οἱ χριστιανοί νέοι καλοῦνται νά διακηρύξουν τήν μαρτυρία τους γιά τόν Χριστό καί νά γίνουν ἀρχιτέκτονες τῆς ἑνότητας στή διαφορετικότητα, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀλήθειας καί τῆς εἰρήνης στόν τομέα τῆς δικαιοσύνης, μιά εἰρήνη πού ὁ κόσμος ἔχει ἰδιαίτερη ἀνάγκη». Στό «Παγκόσμιο Συνέδριο τῶν Ἐθνικῶν Θρησκειῶν» (World Congress of Ethnic Religions) τόν Ἰούνιο τοῦ 1998 στό Vilnius τῆς Λιθουανίας, ἡ ἱδρυτική Διακήρυξη τοῦ Συνεδρίου αὐτοῦ τελειώνει μέ τό «Ἑνότητα μέσῳ τῆς Πολυμορφίας». Τό σύνθημα αὐτό προχωράει καί σέ διαθρησκειακό ἐπίπεδο, λέγοντας ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν τήν ἴδια πηγή, ἀρχές καί στόχους καί δίνεται ἔμφαση στήν «ἑνότητα» καί στήν «παγκόσμια ἑνοποίηση». Ἕνας ἀπό τούς σκοπούς τῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων» εἶναι ἡ ἑνότητα στήν ποικιλομορφία». Ἡ ἐκ των θεμελιωτῶν τοῦ κινήματος τῆς «Νέας Ἐποχῆς», θεοσοφίστρια, Alice Bailey, ἐξῆρε τήν «ἑνότητα στήν πολυμορφία», λέγοντας : «ἕνας χρήσιμος τρόπος γιά τούς φονταμενταλιστές νά ξεπεράσουν τό φόβο τους εἶναι νά θυμόμαστε τό θέμα τῆς ἑνότητας στήν ποικιλομορφία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τή βάση τόσο τοῦ ἔργου τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν καί τοῦ κινήματος τῆς Νέας Ἐποχῆς, τό σεβασμό τῆς διαφορετικότητας, ἐνῶ ἑστιάζουμε στήν ὑποκείμενη ἑνότητα»[9].
Οἱ οἰκουμενιστές, παρερμηνεύοντας τό ἐδάφιο Α’ Κορ. 12,7, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά φανερώνει τήν μοναδικότητά της μέσα σέ εὐρεία διαφορετικότητα. Ὅμως, τό ἐδάφιο κάνει λόγο γιά ποικιλία χαρισμάτων καί διακονιῶν μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ διαιρέσεις τῶν χαρισμάτων, τῶν διακονιῶν καί τῶν ἐνεργημάτων ἀποτελοῦν δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσφερόμενες στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος, πραγματευόμενος τό ἴδιο θέμα στήν ἐπιστολή του πρός Ἐφεσίους, ἡ διαφορά τῶν χαρισμάτων δίδεται «πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»[10]. Δέν πρέπει οἱ «διαιρέσεις τῶν χαρισμάτων» νά ἐννοοῦνται ὡς δογματικές διαφοροποιήσεις, ἀντιευαγγελικές ἠθικές ἐπιλογές καί ματαιόφρονες ἀνθρώπινες πρακτικές, διότι ἀπό αὐτές ἀκριβῶς ὁ Ἀπ. Παῦλος θέλει νά προφύλαξει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, λέγοντας στή συνέχεια τοῦ ἐδαφίου : «ἵνα μηκέτι ὧμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων ἐν πανουργίᾳ πρός τήν μεθοδείαν τῆς πλάνης»[11]. Πηγή τῆς ἀρχῆς τῆς ἑνότητος στήν διαφορετικότητα ἤ τήν ποικιλομορφία εἶναι ἡ προτεσταντική θεωρία τῶν κλάδων[12].
Ἡ Σύνοδος
Στήν §3 γράφεται ὅτι «ἡ συνοδικότητα ἀποτελεῖ θεμελιώδη ποιότητα τῆς Ἐκκλησίας στό σύνολό της. Ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει : «Ἐκκλησία σημαίνει τό σύστημα τῆς σύναξης καί τήν σύνοδο»[13]. Ὁ ὄρος προέρχεται ἀπό τήν ἑλληνική λέξη Σύνοδος (Concilium στά λατινικά), πού δηλώνει κατά κύριο λόγο τήν καθέδρα τῶν ἐπισκόπων, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά κοινή διαβούλευση καί πράξη μέ σκοπό φροντίδα γιά τήν Ἐκκλησία. Σέ γενικές γραμμές, ἀναφέρεται στήν ἐνεργό συμμετοχή ὅλων τῶν πιστῶν στήν ζωή καί τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας».
Σύμφωνα, ὅμως, μέ τόν Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, «ἡἈλήθεια δέν εἶναι ἰδεοληψία ἤὑποκειμενική προσέγγιση ἤζήτημα ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς, ἀλλά ἔνσαρκος πραγματικότητα, πού ὀντοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦτελείου Θεοῦκαί τελείου ἀνθρώπου ἸησοῦΧριστοῦκαί ἑπομένως καθίσταται αὐταπόδεικτο τό γεγονός ὅτι ἡἈλήθεια-πρόσωπο Ἰησοῦς Χριστός καί εἷς ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία, ἔστω καί ἄν ἀπέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια ἄλλων. Ἐν Συνόδῳβρισκόμαστε μόνο ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἡζωή καί ὁδός Χριστός», ὅπως ψάλλει ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία, καί, ὅπως ὁἼδιος διεσάλπισε, «ἐγώ εἰμί ἡὁδός καί ἡἀλήθεια καί ἡ ζωή»[14]. Ἑπομένως, ἐν τῇὉδῷβρισκόμαστε μόνο, κοινωνώντας μέ τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι μέ τήν αἵρεση, πού εἶναι ὁδιάβολος»[15].
Πρωτεῖο – Συνοδικότητα – Διακονία
Στήν §4 γράφεται : «Ὁ ὄρος πρωτεῖο ἀναφέρεται σέ αὐτόν, πού εἶναι πρῶτος (primus, πρῶτος). Στήν Ἐκκλησία, τό πρωτεῖο ἀνήκει στήν Κεφαλή της – τόν Ἰησοῦ Χριστό, «ὅς ἐστίν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτός πρωτεύων» (Κολ 1:18). Ἡ χριστιανική παράδοση διευκρινίζει σαφέστερα ὅτι, κατά τήν διάρκεια τῆς συνοδικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας σέ διάφορα ἐπίπεδα, ὁ ἐπίσκοποςἀναγνωρίζεται ὡς ὁ “πρῶτος”. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός συνδυάζει τό «πρωτεῖο» μέ τήν «διακονία»: «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος» (Μκ 9:35)». Παρεμφερῆς εἶναι καί ἡ §20, ἡ ὁποία λέει : « Καθ’ ὅλη τήν πρώτη χιλιετία, ἡ Ἐκκλησία, στήν Ἀνατολή καί στή Δύση, ἦταν ἑνωμένη μέ τήν διατήρηση τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, τήν διατήρηση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῶν ἐπισκόπων, τήν ἀνάπτυξη τῶν δομῶν συνοδικότητας, ἄρρηκτα συνδεδεμένες μέ τό πρωτεῖο, καί στήν κατανόηση τῆς αὐθεντίας ὡς διακονίας τῆς ἀγάπης». Τέλος,στήν §7 γράφεται : «Ἡ σχέση μεταξύ συνοδικότητας καί πρωτείου ἔλαβε διάφορες μορφές, πού μπορεῖ νά προσφέρουν μιά ζωτικῆς σημασίας καθοδήγηση σέ Ὀρθοδόξους καί Ρωμαιοκαθολικούς στήν προσπάθειά τους γιά ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας σήμερα».
Τό χωρίο ἀπό τήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή παρερμηνεύεται καί ἐμφανίζεται ὁ Χριστός νά ἔχει πρωτεῖο ἐξουσίας, σάν τοῦ Πάπα. Ὁμως, στό ἐν λόγῳ χωρίο ὁ Χριστός λέγεται ἀρχή καί πρῶτος ὄχι μόνο κατά τήν ἄνω ἐκ τοῦ Πατρός γέννηση καί κατά τήν κάτω ἐκ τῆς Παρθένου, ἀλλά καί κατά τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση. Γι’ αὐτό καί δικαίως λέγεται ὅτι εἶναι καί πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπό τούς νεκρούς ὡς ἀπαρχή τους, γιά νά γίνει πρῶτος σέ ὅλα τά περί αὐτόν δημιουργικῶς θεωρούμενα, γι’αὐτό καί πρίν ἀπ’ ὅλα τά κτίσματα γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα κατά τήν Θεότητα. Εἶναι πρῶτος ὅλων τῶν ἀνθρώπων κατά τήν ἀνθρωπότητα, ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Καί πρῶτος ὅλων ἀναστήθηκε καί πλέον δέν πέθανε, χαρίζοντας σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν ἀνάσταση καί τήν ἀφθαρσία ὡς ἀπαρχή τῆς ἀναστάσεως[16].
Κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία δέν νοεῖται «Πρῶτος» γενικά καί ἀόριστα χωρίς τήν παρουσία τῆς συγκεκριμένης συνόδου μιᾶς ἐπαρχίας. Ὁ θεσμός τῶν πρεσβείων τιμῆς (αὐτός εἶναι ὁ ὄρος, πού χρησιμοποιεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση σέ ἀντίθεση μέ τόν μεταγενέστερο ὄρο «πρωτεῖον», πού χρησιμοποιοῦν οἱ παπικοί) ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί τήν συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πενταρχία τῶν πατριαρχικῶν θρόνων εἶναι ἡ μορφή, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στόν θεσμό τῶν πρεσβείων τιμῆς κατά τήν πρώτη χιλιετία. Ἡ ἐξουσία τοῦ «πρώτου», ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τά πρεσβεῖα τιμῆς, εἶναι καρπός τῆς συνοδικότητος, ἐνῶ ἡ ἐξουσία, πού ἄρχισε νά οἰκειοποιεῖται ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης ἤδη ἀπό τήν πρώτη χιλιετία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καταλύσεως τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία τῆς α΄ χιλιετίας δέν ὑφίστατο «θείῳ δικαίῳ» παπικό πρωτεῖο δικαιοδοσίας καί ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό δικαίωμα νά ἀποφασίζει τά τῆς διοικήσεώς της καί χωρίς τόν πάπα καί ἀκόμα περισσότερο καί παρά τή δική του ἔντονη ἀντίθεση καί οἱ ἀποφάσεις της αὐτές εἶχαν καθολική ἰσχύ[17].
Ἐπίσης, στίς ἀνωτέρω παραγράφους τό θέμα τοῦ πρωτείου τίθεται μέ τή μάσκα καί τό προσωπεῖο τῆςδιακονίας. Ὁ μακαριστός προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους,Ἀρχιμανδρίτης κυρόςΓεώργιος Γρηγοριάτης (Καψάνης)[18] ἐξέφρασε τόν προβληματισμό του γιά τήν πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, γιά τήν ὁποία προέβλεπε ὅτι, μέ τόν ἀνορθόδοξο τρόπο, πού διεξάγεται, θά ὁδηγοῦσε στήν ἀναγνώριση τοῦ αἱρεσιάρχου «πάπα» ὡς καθολικῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας. Ἡ ἀναγνώριση ἑνός παπικοῦ Πρωτείου δικαιοδοσίας (ἔστω καί ὑπό τήν μορφή ἑνός λειτουργήματος διακονίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ βεβαία κατάληξη. Ἡ γραμμή τοῦ Βατικανοῦ θά ἐπιβληθῇ μέ τήν ἀναγνώριση στόν Πάπα τῆς Ρώμης ἑνός εἴδους παγκοσμίου πρωτείου, ἴσως ὑπό τήν δελεαστική μορφή (ἐν «ὑποχριστιανίζοντι κωδίῳ», κατά Μελέτιο Πηγᾶ), τῆς διακονίας τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἀλλά πάντως ἀγνώστου καί ἀπαραδέκτου στήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Διαφαίνεται ἡ τάση νά ἀντιμετωπισθεῖ τό ζήτημα τοῦ παπικοῦ Πρωτείου ὡς «διακανονισμός» τῶν παπικῶν προνομίων καί ὄχι ὡς βαθύ θεολογικό πρόβλημα, πού ἀφορᾶ αὐτό τοῦτο τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παραδοχή πρωτείου δικαιοδοσίας ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, δηλαδή τό νά εἶναι ἕνας ἐπίσκοπος κεφαλή καί ἀρχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω ἐπιφορτισμένος μέ ἕνα ρόλο διακονίας, εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὡς μοναδικῆς Κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρωτεῖο δικαιοδοσίας συνιστᾶ ἀνατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑπεράνω πάντων τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἐξ αἰτίας τῆς παποκεντρικῆς ἑρμηνείας τοῦ πρωτείου, ὁ Πάπας περιεβλήθη ἐντελῶς ἀπαράδεκτα προνόμια, χωρίς τήν συγκατάθεσι τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἀρχαίας πενταρχίας καί μᾶλλον εἰς ἀνατροπήν τῆς κανονικῆς (συνοδικῶς βεβαιωμένης) τάξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι τό νά εἶναι ὁ Πάπας ἡ καθολική κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο, στό ὁποῖο ἐπενδύει ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά καί σήμερα, ἄν θυμηθοῦμε τήν περίφημη ἔκφρασι ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ»! Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, γράφει μεταξύ ἄλλων ἐπ’ αὐτοῦ : «Ἀλλά, λέγουν, πρέπει κάποιος ἀπό τούς ἐπισκόπους καί μεταξύ τῶν ἐπισκόπων νά ὑπερέχῃ. Μάλιστα αὐτόν τόν ὀνομάζουν διακονική κεφαλή … Ἀλλά ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων μόνον ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ κεφαλή … Αὐτοί [σ.σ. οἱ Λατῖνοι] παραχωροῦν στήν διακονική αὐτή κεφαλή ἀπεριόριστη ἐξουσία καί ἐπί τῆς πίστεως καί ἐπί τῆς Ἐκκλησίας … Ἐνῶ δείχνουν ἕνα προσωπεῖο διακονικῆς κεφαλῆς, συμπεριφέρονται μέ μία τυραννία πιό αὐταρχική ἀπό κάθε αὐταρχική ἐξουσία»[19].
Τό ξεπέρασμα τῶν θεολογικῶν ἀποκλίσεων
Ὁ παραπάνω σκοπός θεωροῦμε ὅτι ἐνοοεῖται πίσω ἀπό τά γραφόμενα τῆς §5 : «Ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπή τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, στό πλαίσιο τῶν ἐργασιῶν της, προσπαθεῖ νά ξεπεράσει τίς θεολογικές ἀποκλίσεις, μελετώντας τή σχέση συνοδικότητας καί πρωτείου στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Διαφορετικές κατανοήσεις αὐτῆς τῆς πραγματικότητας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στήν διαίρεση μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Καθολικῶν. Εἶναι, ὡς ἐκ τούτου, ἀπαραίτητο νά ἐπιδιώξουμε νά καταλήξουμε σέ μιά κοινή κατανόηση αὐτῶν τῶν ἀλληλένδετων, συμπληρωματικῶν καί ἀδιαχώριστων πραγματικοτήτων».
Ἡ θέση ὅτι ὁ Διάλογος «προσπαθεῖ νά ξεπεράσει τίς θεολογικές ἀποκλίσεις», ἐπιβεβαιώνει τόν ἰσχυρισμό ὅτι αὐτός δέν ἐξετάζει θεολογικῶς καί εἰς βάθος τά θέματα, πού χωρίζουν τίς δύο πλευρές, ἀλλά προσπαθεῖ νά ἐπιτύχει μία ἄμικτη μίξη μεταξύ πρωτείου καί συνοδικότητος. Προτεραιότητα ἔχουν καί προβάλλονται μόνο τά κοινά καί ἑνοῦντα σημεία. Τό παραπάνω γίνεται περισσότερο ἐμφανές στήν §16, ὅπου, ἐνῶ διατυπώνεται ἡ διαφορετική ἀντίληψη, πού ὑπάρχει μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως περί πρωτείου τοῦ Πάπα, στο τέλος λέγεται ὅτι «ὁ διάλογός μας μπορεῖ νά ἐπανέλθει στό θέμα αὐτό στό μέλλον». Λέει ἡ§16 : «Στήν Δύση, τό πρωτεῖο τῆς ἔδρας τῆς Ρώμης κατανοήθηκε, ἀπό τόν τέταρτο αἰώνα καί μετέπειτα, μέ ἀναφορά στόν ρόλο τοῦ Πέτρου μεταξύ τῶν Ἀποστόλων. Τό πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης μεταξύ τῶν ἐπισκόπων, σταδιακά ἑρμηνεύτηκε ὡς ἕνα προσωπικό του προνόμιο, ἐπειδή ἦταν ὁ διάδοχος τοῦ Πέτρου, τοῦ πρώτου τῶν Ἀποστόλων[20]. Αὐτή ἡ ἀντίληψη δέν ἔγινε ἀποδεκτή στήν Ἀνατολή, ἡ ὁποία εἶχε διαφορετική ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων σέ αὐτό τό σημεῖο. Ὁ διάλογός μας μπορεῖ νά ἐπανέλθει στό θέμα αὐτό στό μέλλον». Ἀκριβῶς τήν ἵδια τακτική υἱοθέτησε καί ἡ λεγομένη «Σύνοδος» τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία στό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[21], στήν §11, λέει : «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι».
Ἐπισκοποκεντρική Ἐκκλησιολογία
Στήν §8 γράφεται : «Ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι παροῦσα στήν εὐχαριστιακή σύναξη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν ἐπίσκοπό της. Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αὐτός, πού προεδρεύει (προεστώς). Στήν λειτουργική σύναξη ὁ ἐπίσκοπος κάνει ὁρατή τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στήν τοπική ἐκκλησία (δηλαδή τήν ἐπισκοπή), οἱ πιστοί καί οἱ κληρικοί ὑπό τόν ἕναν ἐπίσκοπο εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους ἐν Χριστῷ, καί εἶναι σέ κοινωνία μαζί Του σέ κάθε πτυχή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικότερα κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅπως διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας : «ὅπου ἄν φανῆ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω· ὥσπερ ὅπου ἄν ἧ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία»[22].
Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ κακόδοξη θεωρία ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι κατεξοχήν καί μόνον ἐπισκοποκεντρική καί ὅτι κύριο ἔργο καί πρωταρχικό τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι τό νά ἡγεῖται τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί ὅτι προΐσταται καί προεδρεύει αὐτῆς. Ἡ Θεία Λειτουργία στήν πραγματικότητα εἶναι κατεξοχήν Χριστοκεντρική καί ἀκολούθως ἐπισκοποκεντρική, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἵσταται ὄντως εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ὅταν δηλ. αὐτός κάνει ὑπακοή στόν Χριστό, στήν Ἁγία Γραφή, στό Εὐαγγέλιο, στούς ἁγίους Πατέρες, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.
Τά ὅσα λέει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας στίς ἐπιστολές του περί ὑπακοῆς στόν ἐπίσκοπο τά ἐπικαλοῦνται ἀκρίτως οἱ οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν τήν λεγομένη ἐπισκοποκεντρική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἔχει καταντήσει πολλές φορές νά εἶναι δεσποτική, τυραννική καί παπική. Οἱ ἐπίσκοποι θά ἔπρεπε νά ἦταν σάν τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, μέ μαρτυρικό φρόνημα καί ἑτοιμότητα μέχρι θανάτου, παραδειγματική ταπείνωση καί ἀγωνιστική διάθεση καί δράση ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἰδίως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στοιχεῖα πού κυριαρχοῦν καί διαποτίζουν τίς ἐπιστολές του. Ὅπου προβάλλεται, μέ βάση τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή στόν ἐπίσκοπο, θά πρέπει νά συμπληρώνεται καί ἀπό τό ἐρώτημα «οἷον δεῖ εἶναι τόν ἐπίσκοπον»; δηλ. ποιός πρέπει νά εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ὑπακοή στήν Ἐκκλησία δέν σημαίνει ὑπακοή σέ συγκεκριμένα πρόσωπα, τά ὁποῖα ἐνδέχεταινά πλανῶνται, ἀλλά ὑπακοή στήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή προκύπτει μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τήν διαχρονική παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὑπακοή στήν Ἐκκλησία δέν σημαίνει ὑπακοή στόν πατριάρχη, στόν ἀρχιεπίσκοπο, στόν ἐπίσκοπο, στόν ἱερέα ὡς φυσικά πρόσωπα, ὅταν αὐτοί μέ τή σειρά τους δέν κάνουν ὑπακοή στήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς, ὅταν δέν ὀρθοτομοῦν τόν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅταν εἶναι μισθωτοί ποιμένες, πού ἀφήνουν τά πρόβατα στή διάθεση τῶν λύκων. Δέν πρέπει νά ὑπακοῦμε τούς κακούς ποιμένες, οὔτε νά ἀκολουθοῦμε ὅ,τι ψευδές ἤ πλανεμένο μᾶς λένε. Ὅσα ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε περί ὑπακοῆς στούς ποιμένες προϋποθέτουν ὅτι πρόκειται αὐτονοήτως περί τῶν καλῶν ποιμένων, πού ἀγρυπνοῦν καί φροντίζουν γιά τήν ἀλήθεια καί τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Τό κλασσικό χωρίο ἀπό τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ἡμῶν καί ὑπείκετε», ὡς αἰτιολογία αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς παρουσιάζει τήν ἄγρυπνη φροντίδα τῶν κληρικῶν γιά τήν σωτηρία τῶν ποιμαινομένων˙ «αὐτοί γάρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»[23].
34ος Ἀποστολικός Κανών
Στήν §13 παρατίθεται ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας, πού προσφέρει μιά κανονική περιγραφήτῆς συσχέτισης μεταξύ τοῦ Πρώτου καί τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς κάθε ἐπαρχίας : «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν ἐπιτελοῦντα (sic), καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης. ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ’ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι».
Ὁ παρών Κανών σαφέστατα κάνει λόγο γιά «πρῶτο τῆ τάξει σέ ἐπαρχιακό (τοπικό) ἐπίπεδο». Δέν θά πρέπει νά μεταλλάσσεται καί νά ἐπεκτείνεται αὐθαιρέτως σέ διοίκηση «παγκοσμίου ἐπιπέδου», ὥστε νά στηριχθεῖ τό (παγκόσμιο) πρωτεῖο τοῦ Πάπα. Ὁ Κανών ὁρίζει ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς κάθε ἐπαρχίας πρέπει νά ἀναγνωρίζουν ἐκεῖνον, πού εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά τους, δηλ. τόν Μητροπολίτη. Νά τόν θεωροῦν ὡς κεφαλή τους καί χωρίς τήν γνώμη του νά μήν κάνουν κανένα πρᾶγμα περιττό, πού δέν ἀνήκει δηλ. στίς ἐνορίες τῶν Ἐπισκοπῶν τους, ἀλλά τίς ὑπερβαίνει. Τό παραπάνω προβλέπεται γιά θέματα, πού ἀποβλέπουν στήν κοινή κατάσταση ὅλης τῆς ἐπαρχίας, καθώς εἶναι λ.χ. τά ζητήματα περί δογμάτων, οἱ οἰκονομίες καί οἱ διορθώσεις τῶν κοινῶν σφαλμάτων, οἱ καταστάσεις καί οἱ χειροτονίες τῶν Ἀρχιερέων κ.ἄ. Θα πρέπει, λοιπόν, οἱ Ἐπίσκοποι νά συνάγονται στόν Μητροπολίτη καί μαζί μ’αὐτόν νά συζητοῦν γιά τά κοινά αὐτά πράγματα καί ἐκεῖνο, πού τούς φαίνεται καλλίτερο, αὐτό καί νά ἀποφασίζεται ἀπό κοινοῦ. Καθ’ἕνας ἀπό τούς Ἐπισκόπους μόνο ἐκεῖνα ἐπιτρέπεται νά πράττει ἀπό μόνος του καί χωρίς τήν γνώμη τοῦ Μητροπολίτου του, ὅσα ἀνήκουν στά ὅρια τῆς ἐπισκοπῆς του καί στίς περιοχές, πού εἶναι ὑποκείμενες στήν ἐπισκοπή του. Καθώς, ὅμως, οἱ Ἐπίσκοποι δέν πρέπει νά πράττουν κάνενα κοινό πρᾶγμα, χωρίς τήν γνώμη τοῦ Μητροπολίτου, ἔτσι παρομοίως καί ὁ Μητροπολίτης δέν πρέπει νά κάνει κανένα τέτοιο κοινό πρᾶγμα μόνος του, χωρίς τήν γνώμη ὅλων τῶν Ἐπισκόπων του. Γιατί μ’αὐτόν τόν τρόπο θά ὑπάρχει ὁμόνοια καί ἀγάπη ἀνάμεσα στούς Ἐπισκόπους, τούς Μητροπολίτες, τούς Κληρικούς καί τούς Λαϊκούς. Καί ἀπ’ αὐτήν τήν ὁμόνοια καί τήν ἀγάπη θά δοξάζεται ὁ Θεός καί Πατήρ διά μέσου τοῦ Υἱοῦ Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Δηλ. θά δοξάζεται ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἁγιον Πνεῦμα[24].
Τά ὀρθά σημεῖα τοῦ Κειμένου τοῦ Κιέτι καί ἡ ἀντίθεση μέ τά ἐν Κρήτῃ υἱοθετηθέντα
Ἐκτός ἀπό τά ἀνωτέρω ἀρνητικά, τό Κείμενο τοῦ Κιέτι περιέχει καί κάποια θετικά στοιχεῖα. Στήν §11 γράφεται : «…Ἦταν ἐπίσης φανερό στίς πολλαπλές συγκεντρώσεις τῶν ἐπισκόπων σέ συνόδους γιά ἀπό κοινοῦ διαβούλευση σέ θέματα πίστεως (δόγμα, διδασκαλία)…». Καί στήν §18«Μιά Οἰκουμενική Σύνοδος πρέπει νά ἔχει τή δική σωστή ἀρίθμηση της στήν ἀκολουθία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί ἡ διδασκαλία της πρέπει νά εἶναι σύμφωνη μέ ἐκείνη τῶν προηγούμενων συνόδων[25]. Ἡ ἀποδοχή ἀπό τήν Ἐκκλησία στό σύνολό της ἦταν πάντα τό ἀπόλυτο κριτήριο γιά τήν οἰκουμενικότητα μιᾶς Συνόδου».
Ἐδῶ ὀρθῶς λέγεται ὅτι οἱ πολλαπλές συγκεντρώσεις τῶν ἐπισκόπων σέ συνόδους εἶχαν ὡς σκοπό τήν ἀπό κοινοῦ διαβούλευση σέ θέματα πίστεως. Οἱ ἐπίσκοποι συνέρχονταν σέ σύνοδο, γιά νά καταπολεμήσουν πρώτιστα τίς αἱρέσεις. Ἡ σωστή αὐτή διατύπωση τοῦ κειμένου τοῦ Κιέτι ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ λεγομένη «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν μπορεῖ νά εἶναι στήν πραγματικότητα Ὀρθόδοξη Σύνοδος, διότι δέν καταπολέμησε καμμιά αἵρεση. Ἡ λέξη αἵρεση δὲν ὑπάρχει οὔτε μία φορὰ μέσα στὰ κείμενα τῆς λεγομένης «Συνόδου». Ἀντιθέτως αὐτή, ἀντί νά καταδικάσει τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ ἀπέδωσε κεκαλυμμένα συνοδικὴ ἀναγνώριση, ἐκκλησιαστικοποιώντας τίς αἱρέσεις καί ἐγκρίνοντας τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» – αἱρέσεων. Οἱ ἀποφάσεις της δέν ἦταν σύμφωνες μέ ἐκείνες τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων. Ἑπομένως, ἡ συνέλευση μιᾶς μειοψηφίας ἐπισκόπων στὴν Κρήτη δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ οὔτε Σύνοδος, οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ὀρθόδοξη, οὔτε Οἰκουμενική.Τέλος, ἡ σωστή ἐπισήμανση τοῦ Κειμένου τοῦ Κιέτι ὅτι «ἡ ἀποδοχή ἀπό τήν Ἐκκλησία στό σύνολό της ἦταν πάντα τό ἀπόλυτο κριτήριο γιά τήν οἰκουμενικότητα μιᾶς Συνόδου» ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τό υἱοθετηθέν στή λεγομένη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης,ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων»[26].
[1] http://www.imconstantias.org.cy/2954.html
[2] Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὀμολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91, 663D.
[3] 9-7-2016 ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ : Λίγο μετά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»,http://aktines.blogspot.gr/2016/07/blog-post_14.html
[4]https://www.holycouncil.org/-/encyclical-holy-council?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR
[5]Εἰς τὸ ΚατὰἸωάννην 82,2· PG 59, 443ἑ. «[…] Τί δέ ἐστιν, Ἐν ἡμῖν; Ἐν τῇ πίστει τῇ εἰς ἡμᾶς. Ἐπειδὴ γὰρ οὐδὲν οὕτως σκανδαλίζει ἅπαντας, ὡς τὸδιεσπάσθαι, τοῦτο κατασκευάζει ὥστε γενέσθαι ἕν. Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό, φησί; Καὶ σφόδρα ἤνυσεν. Ἅπαντες γὰρ οἱ διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο αὐτὸν παρέλαθεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ προεῖπε, καὶἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ῥαθυμίας ὄν […] Εἴτε γὰρ περὶ σημείων, εἴτε περὶὁμονοίας, εἴτε περὶ εἰρήνης ὁ λόγος αὐτῷ, φαίνεται αὐτὸς αὐτοῖς ταῦτα παρεσχηκώς. Ὅθεν δῆλον ἦν, ὅτι παραμυθίας ἕνεκεν τῆς αὐτῶν ἡ αἴτησις γίνεται».
[6]Ὅπως λ.χ. στὰ «εἰρηνικὰ» τῆς Θ. Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μετὰ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως: «Καί ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς, θλιβομένης καὶκαταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦἐπιδεομένης καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων…». Ἐμφανέστερα στήν μετά τό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου», εὐχή τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇἁγίᾳ σου καθολικῇ καί ἀποστολικῇἘκκλησίᾳ».
[7]ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴν πράξη, ἤτοι τὴν θεολογία καὶ τὴν ἄσκηση»,στὸ Οἰκουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, ἐκδ. Θεοδρομία, τ. Β, σελ. 787, ὁμοίως καὶ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος Συμφωνία περὶ Οὐνίας, BALAMAND, Λίβανος 1993», “Καιρός”, ἀφιέρωμα στὸν Καθηγητὴ Δαμιανὸ Δόικο, τ. Β, σελ. 261-282: «Ἡ συμφωνία τοῦ BALAMAND ἑδράζεται εἰς μίαν ἑρμηνείαν τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου μας εἰς τὸ κεφάλαιον ΙΖ’ τοῦ κατὰἸωάννην, ἑρμηνείαν, ἡ ὁποία δὲν ἀνήκει εἰς τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν. Ὁ Χριστὸς προσεύχεται ἐδῶ, ὥστε οἱ μαθηταί Του καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν μαθητῶν Του νὰ γίνουν ἕνα εἰς τὴν θέαν τῆς δόξης Του,εἰς αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἐπίγειον ζωὴν ὡς μέλη τοῦ Σώματός Του, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡὁποία συγκροτεῖται κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν καὶἡὁποία ἐκτείνεται εἰς τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν θέωσιν ὅλων τῶν ἁγίων τῆς ἱστορίας».
[8] ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι,17-10-2011,http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
[9] 20-9-2011 «Ἑνότητα στήν ποικιλομορφία», http://redskywarning.blogspot.gr/2011/09/blog-post_5959.html
[10] Ἐφ. 4,12-13
[11] Ἐφ. 4,14
[12] ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, «Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», 18-2-2007, Θεοδρομία Ι2 (Ἀπρίλιος – Ἰούνιος 2008) 207-272, http://www.impantokratoros.gr/EAFE2AB9.print.el.aspx
[13] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς Ψαλμούς, 149, PG 55, 493.
[14] Ἰω. 14, 6.
[15]ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ,ἀνακοινωθέν γιά τήν ἡμερίδα γιά τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, 5-11-2013, http://www.impantokratoros.gr/BC5632ED.el.aspx.
[16] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 645-646.
[17] Πορίσματα Ἡμερίδος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς μέ θέμα : ‘’Πρωτεῖον’’, Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, 28 Ἀπριλίου 2010, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2010/05/ta-porismata-ths-hmeridas-i-mhtropolews-peiraiws.html
[18] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007, Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 90-99, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.
[19] ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ, «Κατά τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα», ἐν ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἔκδ. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 493-497 (ἡ μετάφρασις ἰδική μας).
[20] βλ. Ἱερωνύμου, Εἰς Ἡσαϊαν, 14, 53, Λεώ Sermo, 96, 2-3.
[21] https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR
[22] Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ἐπιστολή πρός Σμυρναίους, 8.
[23] Ἑβρ. 13, 17. Σχ. βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Κακή ὑπακοή καί καλή ἀνυπακοή, ἐκδ. Βρυέννιος, Σειρά ‘’Φίλη Ὀρθοδοξία’’ 11, Θεσσαλονίκη 2006.
[24] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2033, σσ. 36-38.
[25] βλ. Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια ΙΙ, 787), J.D.MANSI., Sacrorum conciliorum nova et amplissima collectio, XIII, 208D-209C .
[26] Σχ. βλ. Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», §22, https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR