Ἐν Πειραιεῖ 19-09-2016
ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ὅσοι ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέχρι σήμερα μέ τόν Ἀρχιμανδρίτη κυρό Σωφρόνιο Σαχάρωφ καί ἔχουν γράψει ἄρθρα, κείμενα ἤ βιβλία σχετικά μ’αὐτόν, ἐπισημαίνουν συνήθως ὅτι ὑπῆρξε βαθυστόχαστος θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτός, μεγάλος ἀσκητής καί σωστός Ἁγιορείτης.
Ἀναμφίβολα τά ἀνωτέρω ἰσχύουν. Ὅμως, δέν ἔχει τονιστεῖ ἐμφαντικά οὔτε ὑπογραμμιστεῖ μέχρι τώρα ἡ θέση καί ἡ στάση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἔναντι τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεπειράθη νά προσλάβει ἐκκλησιαστική καί συνοδική κατοχύρωση καί νομιμοποίηση στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τοῦ Κολυμπαρίου τῶν Χανίων τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, πού στήν πραγματικότητα εἶναι μία μικρή ἀρθιμητικῶς καί μεταπατερική «Σύνοδος». Αὐτό θά προσπαθήσουμε νά κάνουμε, μέ τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ὅση ἡμῖν δύναμις, ἔχοντας ὡς βασικές πηγές τά τρία βιβλία τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ μέ τίτλο : «Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας», τόμοι Α΄, Β΄ καί Γ΄, ἐκδ. Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2014. Τό παρόν κείμενο μπορεῖ νά ἀποτελέσει μία ἀκόμη ἀπάντηση στούς διοργανωτές, συμμετέχοντες, ὑπογράψαντες καί ὑποστηρικτές τῆς Κολυμπαρίου Συνάξεως καί τῶν ἀπαραδέκτων ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως ἀποφάσεών της, ἰδιαιτέρως δέ στό κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[1].
Θά πρέπει, ἐπίσης, νά διευκρινιστεῖ ὅτι οἱ ἀπαντήσεις τοῦ π. Σωφρονίου στίς ἐρωτήσεις, πού τοῦ ἔθεταν διάφοροι, ἦταν προφορικές καί ἐκείνης τῆς στιγμῆς. Ἀργότερα, οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς τίς κατέγραψαν σέ γραπτό λόγο. Δηλ. ὁ Γέρων δέν κάθισε νά γράψει ἕνα ἐγχειρίδιο δογματικῆς μέ ἀκριβολογία. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό γεγονός ὅτι ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου του χρησιμοποιεῖ, καταχρηστικῶς βέβαια καί ὄχι κυριολεκτικῶς, κάποιες ἐκφράσεις καί ὅρους, πού σήμερα ἠχοῦν οἰκουμενιστικά, ὅπως «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», «διαίρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ», «ἡ Ἐκκλησία διαχωρίστηκε σέ τόσο μεγάλο ἀριθμό διαφορετικῶν ὁμολογιῶν», «ἀγγλικανική ἐκκλησία», «ρωμαιοκαθολικοί», «ἑτερόδοξη ἐκκλησία», κ.ἄ.
Α) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»
« (Δημοσιογράφος) : – Ἄν ὅλοι εἴμαστε χριστιανοί, καί οἱ ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ ἀγγλικανοί καί οἱ προτεστάντες καί οἱ ὀρθόδοξοι, τότε γιατί τόση διχόνοια μεταξύ μας στόν χριστιανικό κόσμο;
– Γιατί μερικοί χριστιανοί εἶναι σταυρωμένοι καί ἄλλους τούς καταδιώκουν;
– Εἶναι ἄραγε δυνατή ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν; Καί μέ ποιόν τρόπο;
Δέν ἀπάντησα σέ κανένα ἐρώτημα, γιατί στό καθένα ἀπό αὐτά μπορεῖ νά δοθοῦν ἀπαντήσεις σέ διαφορετικό μέτρο βάθους, ὅπως σέ ἕναν ἀπέραντο ὠκεανό.
Τοῦ ἀπάντησα :
-Δέν ὑπάρχει λογική ἀπάντηση στίς ἐρωτήσεις σας…
Δέν προχώρησα πιό πέρα ἀπό αὐτό. Σέ σᾶς θά πῶ τό γιατί. Διότι, ὅλα στό Εὐαγγέλιο ὑπερβαίνουν τό ἀνθρώπινο μέτρο. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τό Εὐαγγέλιο «οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον»[2]. Δέν εἶναι κατά τό μέτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, λοιπόν, δέν ὑπάρχει λογική ἀπάντηση, γιατί ὅλα γίνονται δεκτά μέ τήν πίστη, ὅπως λέει ὁ Κύριος : «Πιστεύετε εἰς τόν Θεόν καί εἰς ἐμέ πιστεύετε»[3]. Αὐτό δέν εἶναι καθόλου θέμα λογικῆς, ἀλλά πίστεως.
Τό ἐρώτημα γιά τή δυνατότητα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν τό ἀπέφυγα, λέγοντας μόνο : «Καταλαβαίνω ὅτι εἶναι βαρύ γιά ὅλους μας».
Γιατί γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἀδύνατον νά ἀπορρίψουμε τή θεωρία μας γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας καί τήν ἀντίληψή μας γιά τήν ἀποκάλυψή Του; Διότι, ὅλοι δέν ἔχουμε τήν ἴδια γνώση, στόν ἴδιο βαθμό. Στή Δύση δέν δόθηκε νά συλλάβει τό πλήρωμα τῆς ἀποκαλύψεως σχετικά μέ τήν ἀρχή τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως στό θεῖο Εἶναι καί στό ἀνθρώπινο εἶναι, ὅπως τό ἔχουμε ἐμεῖς στήν Ὀρθοδοξία.
Οἱ ἄλλοι συνήθισαν νά δέχονται τόν Χριστό καί τήν ἀποκάλυψη στό μέτρο, πού τούς δόθηκε. Ἀγαποῦν ἐκεῖνο, πού γνώρισαν. Καί ἡ τραγικότητα βρίσκεται στή διαφορά τοῦ βαθμοῦ κατανοήσεως τῆς ἀποκαλύψεως, πού δόθηκε ἐν Χριστῷ καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἐπεδήμησε στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀγγλικανική ἐκκλησία προτείνει τόν δικό της τύπο ἑνότητος, ὅπως δηλαδή παρουσιάζεται ἡ ἑνότητα τῆς ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας σέ ὅλο τόν κόσμο. Μερικοί τήν ὀνόμασαν ἐκκλησία-γέφυρα γιά τήν ἑνότητα. Οἱ ρωμαιοκαθολικοί σκέφτονται τήν ἑνότητα μόνο ὡς ὑποταγή ὅλων στόν ἐπίσκοπο Ρώμης. Στό μέτρο πού τό θέμα αὐτό συνδέεται μέ τό προσωπικό βίωμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, λογικά δέν μποροῦμε νά ἀποδείξουμε τίποτε. Αὐτό εἶναι μόνο θέμα πίστεως. Καί ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διά εἴδους»[4].
Πατήρ Ν. : Πρέπει νά μεταφερθοῦμε σέ ἄλλο ἐπίπεδο. Γιά νά πάρουμε ἀπάντηση, χρειάζεται νά καταφύγουμε στό ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀποκτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ὅλα γίνονται σαφῆ. Καί ἐσεῖς τότε δείξατε τήν εἰκόνα τοῦ Γέροντα, στό σημεῖο ὅπου εἶναι γραμμένο : «Δέομαί Σου, ἐλεῆμον Κύριε, ὅπως πάντες οἱ λαοί γνωρίσωσί Σε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»[5].
«Νά προσεύχεσθε γιά τήν εἰρήνη τοῦ σύμπαντος κόσμου, τήν εὐστάθεια τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἕνωση τῶν πάντων. Γιά τί εἴδους ἕνωση; Εἴμαστε τόσο διαιρεμένοι, πού εἶναι πολύτιμη ἀσφαλῶς κάθε ὁρατή ἕνωση. Ἀλλά, μᾶς χρειάζεται νά σκεφτόμαστε γιά «τήν ἑνότητα τῶν πάντων κατ’εἰκόνα τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μας, τῆς Ἁγίας Τριάδος»[6]. «Ἡ «ἕνωση» αὐτή εἶναι ἕνωση ἀγάπης Χριστοῦ»[7].
Β) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τῶν ἑτεροδόξων
«Ὑπάρχει συνεπῶς μιά πλευρά τῆς ὀρθοδόξου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού ταράζει πολλούς ἑτεροδόξους. Πέφτουμε γονατιστοί στό ἔδαφος, μέ τό πρόσωπο καί τό μέτωπό μας ἐγγίζουμε τή γῆ, καί ἔτσι ἐκφράζουμε τή δουλικότητά μας ἐνώπιόν Του, ἐνθυμούμενοι τά λόγια, πού εἶπε μπροστά στό παιδί ἐκεῖνο : «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὅστις οὗν ταπεινώσῃ ἑαυτόν ὡς τό παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»[8]»[9].
«Ἕνα ἀπό τά τραγικότερα γεγονότα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας εἶναι ἡ διαίρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ διάφορες ὁμολογίες. Ἡ δική μας Ἐκκλησία διδάσκει τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μόνο ἀπό τόν Πατέρα, ἐνῶ στή Δύση λένε «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), καί γιά αἰῶνες μένουμε χωρισμένοι. Προσωπικά, ἀσπάζομαι τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀφήνω τούς ἄλλους νά σκέφτονται ὅπως θέλουν. Ἡ σκέψη μας, ὅμως, προχωρεῖ πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κοσμικοῦ εἶναι καί μιλάει γιά τό πῶς ἦταν ὁ Θεός πρίν ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου˙ ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, καί ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἡ μόνη ἀρχή καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[10].
Γ) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» – αἱρέσεων
«Γνωρίζετε ὅτι στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν δεκάδες θεολόγοι, διδάκτορες τῆς θεολογίας, καί ὅλοι σκέφτονται διαφορετικά, ὅλοι μιλοῦν διαφορετικά. Ὁ Μπερντιάγιεφ ἔλεγε ὅτι ἡ ζωή εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἀπό τόν πλοῦτο τοῦ περιεχομένου της˙ ὅταν συναντοῦμε ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἀνακαλύπτουμε ἄλλες ἀπόψεις, ἄλλες προσεγγίσεις, ἄλλες ἰδέες, ἄλλες πορεῖες, καί αὐτή ἡ διαφορά τῶν προσεγγίσεων, τῶν ἰδεῶν, τῶν θεωριῶν συνιστᾶ τόν πλοῦτο τῆς ζωῆς μας. Στήν Ἁγία Τριάδα, ὅμως, δέν ἰσχύει αὐτό. Γιά τά Τρία Πρόσωπα δέν ὑπάρχει παρά μόνο μία θέληση, μία βασιλεία, μία δόξα. Στή Μονή, ἐπίσης, δέν εὐχόμαστε ὁ καθένας νά ἔχει δικές του προσωπικές σκέψεις. Αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη πλούτου. Ὁ πλοῦτος συνίσταται στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ μας. Ἄν Τόν γνωρίζουμε μέ τήν ἴδια τή ζωή μας καί μέσα στή σάρκα μας, τότε, μετά τόν θάνατο, θά εἴμαστε ἀκόμη πιό πολύ ἑνωμένοι μαζί Του. Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας ὑπέφερε πάνω στή γῆ, διότι ὁ καθένας εἶχε τή δική του θέληση, τίς δικές του ἰδέες. Ἔλεγε ὅτι στόν Οὐρανό τό πλῆθος τῶν σεσωσμένων ἔχει τήν ἴδια σκέψη, τήν ἴδια στάση»[11].
«Τί σημαίνει «ὀρθοδοξία»; Ἡ ὀρθοδοξία εἶναι μία ἐνδιάθετη ἀντίληψη-γνώση πῶς νά συναντήσει κανείς τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Χριστό. Τώρα, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν περισσότερες ἀπό διακόσιες διαφορετικές ὁμολογίες (ὑπῆρχαν 336 ὁμολογίες τό ἔτος 1999[12]). Αὐτό εἶναι δυνατόν, διότι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπολύτου Εἶναι, ἀλλά ἐμεῖς δέν εἴμαστε στό ἐπίπεδο αὐτό»[13].
«Γιατί ἡ Ἐκκλησία διαχωρίστηκε σέ τόσο μεγάλο ἀριθμό διαφορετικῶν ὁμολογιῶν; Στή Γενεύη, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, συμμετέχουν περίπου 200 ὁμολογίες. Στό οἰκουμενικό αὐτό κίνημα ὑπάρχει μιά ἐσφαλμένη ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε ὁμολογία φέρει ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας, ἀλλά καμιά δέν ἔχει τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Ἀπολύτου. Ὅσοι μιλοῦν μέ τόν τρόπο αὐτό μπορεῖ νά φαίνεται πώς ἔχουν δίκαιο. Ἀλλά, τό λάθος τους εἶναι ὅτι, βλέποντας τούς ἀντιπροσώπους τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν, παρατηροῦν τήν παρουσία τοῦ σκότους τῆς πτώσεως σέ ὅλους τούς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, καί καταλήγουν στό συμπέρασμα ὅτι κανένας δέν γνωρίζει τήν ἀλήθεια, ἀλλά ὅτι ὁ καθένας κατέχει ἕνα κομμάτι»[14].
«Σᾶς ἔχω μιλήσει ἤδη πολλές φορές, ἀλλά τό Πνεῦμα μέ ὠθεῖ νά τό ἐπαναλάβω. Πρίν ἀκόμη φύγω ἀπό σᾶς – καί τό τέλος τῆς ζωῆς μου εἶναι βέβαια ἐγγύς – θά ἤθελα νά γλιτώσετε ἀπό τήν πλάνη, ἀπό τήν ὁποία πάσχει ὁ σύγχρονος κόσμος στό ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ὥστε κανένας νά μή δημιουργεῖ λανθασμένες θεωρίες γιά τόν Θεό, πού νά διαιροῦν τόν χριστιανικό κόσμο. Ἀναλογισθεῖτε ὅτι στό Κέντρο τῆς Γενεύης, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, ὑπάρχουν περισσότεροι ἀπό διακόσιους διδάκτορες θεολογίας μέ διαφορετικές ἀντιλήψεις! Ἀπό ποῦ αὐτό; Ὁ Θεός εἶναι ἕνας.
Πῶς γίνεται, λοιπόν, νά ὑπάρχουν ὁμολογίες, πού νά μισοῦν καί νά καταδιώκουν τίς ἄλλες; Τώρα παρατηρεῖται διωγμός τῶν Ὀρθοδόξων σέ ὅλο τόν κόσμο. Καί πῶς προκαλοῦμε τό μῖσος αὐτό; Ἐμεῖς φοβόμαστε «καί μύγα νά προσβάλλουμε». Μᾶς μισοῦν, ὅμως, περισσότερο ἀπό ὅ,τι τούς ἐγκληματίες. Καί αὐτό δέν εἶναι καθόλου φαντασία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν πεῖρα μας. Ἀλλά, «ἄς μή ταράσσεται ἡ καρδιά σας˙ πιστεύετε στόν Θεό, πιστεύετε στόν Χριστό»[15]καί συνεχίστε τή ζωή αὐτή. Αὐτός εἶπε : «Ὅπως μίσησαν ἐμένα ἄδικα[16],ἔτσι θά μισήσουν καί ἐσᾶς γιά τό ὄνομά μου»[17]. Συνεπῶς, μή χάνετε τή βασική θεωρία : τῆς ζωῆς χωρίς ἁμαρτία»[18]!
Δ) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῶν διαλόγων
«Δέν λαμβάνω μέρος στήν οἰκουμενική κίνηση. Ἡ ἰδέα μου, ὅμως, ἦταν ἡ ἐξῆς : νά συγκεντρώνεσθε καί νά ἐξετάζετε πῶς εἶναι δυνατόν νά ζήσουμε χωρίς ἁμαρτία. Ἔρχονται διακόσιοι διδάκτορες θεολογίας καί ὁ καθένας λέει τίς θεωρίες του, φανερώνοντας ἔτσι τήν ἄγνοια καί τήν ἀμάθειά του. Ἄς παραθέσουμε ἕνα ἀπό τά λάθη : Μερικοί μελετοῦν ὅλες τίς θρησκεῖες καί στή θεωρητική αὐτή γνώση τῆς ἰστορίας ὅλων τῶν θρησκειῶν καί τοῦ περιεχομένου τῶν διδασκαλιῶν βλέπουν τήν παγκοσμιότητά τους. Ὁ Κύριος, ὅμως, λέει : «Εἷς ὑμῶν ἐστιν ὁ Πατήρ καί εἷς ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός»[19]. Καί αὐτός ὁ Διδάσκαλος Χριστός φέρει μέσα Του ὁλόκληρη τήν κτίση. Συνεπῶς, θά ἀκολουθήσουμε τά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ, πού φέρει στή συνείδησή Του ὅλη τήν τραγωδία καί πεθαίνει γιά τήν πίστη Του αὐτή»[20].
«Ἄν ὑπῆρχε ἀγάπη, ὅλος ὁ χριστιανικός κόσμος θά ἦταν ἕνα πράγμα, κατ’εἰκόνα τῆς ἑνότητος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄν ὁ χριστιανικός κόσμος κατατεμαχίζεται, αὐτό γίνεται, ἐπειδή οἱ χριστιανοί δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Ἀπό τότε πού ἄρχισαν οἱ παγκόσμιες κινήσεις τῶν χριστιανῶν, τόσοι διάλογοι, τόσες διανοητικές προσπάθειες ἀπό κάθε πλευρά, γιά νά πείσουν ὅτι ἡ καθεμιά κατέχει τό καλύτερο, δέν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα στόν αἰώνα μας»[21].
Ε) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τῶν θρησκειῶν
«Ὑπάρχει αὐτό, πού λέγεται «παγκόσμια θεωρία», σύμφωνα μέ τήν ὁποία στό ἴδιο πλαίσιο τοποθετοῦνται καί ὁ Χριστός καί ὁ Βούδας καί ὁ Μωάμεθ καί ὁ Κομφούκιος κ. ἄ., ὡς μεγάλοι ἤ μικροί «διδάσκαλοι τῆς ἀνθρωπότητος». Γιά μένα, ὅμως, πολυπόθητη εἶναι μόνο ἡ συνείδηση τοῦ Χριστοῦ[22], ὁ Ὁποῖος φέρει μέσα του ὅλο αὐτό τόν κόσμο. Καί σέ αὐτό ἔγκειται ἡ χριστιανική παγκοσμιότητα τοῦ προσώπου»[23].
«Ἡ διδαχή τοῦ Γέροντα σέ κάθε κείμενό του φθάνει ὡς τά ἔσχατα ὅρια. Γιά τή μετάνοια, λοιπόν, λέει ὅτι μετανοοῦμε, δέν εἴμαστε ἄμεμπτοι, ἐφόσον δέν ἀποκτήσαμε τέτοια κατάσταση, ὥστε νά ζοῦμε ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ὡς περιεχόμενο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας. Αὐτό εἶναι ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδύνατον νά τήν ἐννοήσουμε ὡς «παγκοσμιότητα γνώσεως», ὅπως τείνουν νά φρονοῦν μερικοί πολυμαθεῖς, ὅτι δηλαδή κατορθώνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει καί τόν Χριστιανισμό καί τόν Βουδισμό καί τόν Ἰσλαμισμό καί τόν Κομφουκιανισμό καί τόν Μαρξισμό καί ὅλα τά ἄλλα. Ἡ παγκοσμιότητα δέν εἶναι γνώση τῶν ποικίλων ἀπόψεων τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού ἀγκαλιάζει τά πάντα˙ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία μοῦ φαινόταν στήν ἀρχή ὡς κάτι τό ἀνάξιο καί ψυχολογικό, ἀλλά ὕστερα ἀποκαλύφθηκε στή συνείδησή μου ὡς δύναμη ὀντολογική, πού ἑνοποιεῖ. Ὁ Πατέρας ἀγαπᾶ τόν Υἱό καί βεβαίως ἀγαπᾶ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὁ Υἱός ἀγαπᾶ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα. Καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι στραμμένο πρός τόν Πατέρα. Ἔτσι, ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι αἰώνια ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στήν κοινωνία αὐτή τῶν ὑποστάσεων περικλείεται τό ἀπόλυτο Εἶναι τοῦ Θεοῦ»[24].
ΣΤ) Ὁ π. Σωφρόνιος περί μοναδικότητος καί ἀποκλειστικότητος τοῦ Χριστιανισμοῦ
«Ὀφείλουμε δηλαδή ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά φέρουμε βαθιά μέσα μας τή συνείδηση, πού βλέπουμε στόν Ἴδιο τόν Χριστό, καί νά ζοῦμε τόν κόσμο ὡς ἕναν Ἀδάμ καί νά προσευχόμαστε γιά ὅλο τόν Ἀδάμ. Αὐτός εἶναι ὁ γνήσιος ὀρθόδοξος Χριστιανισμός! Καί σᾶς ἱκετεύω : Μήν «παραδώσετε» σέ κανέναν τόν ἀληθινό Χριστό, τόν Δημιουργό ὅλου τοῦ κόσμου καί Σωτήρα Θεό! Ἄν μειώσετε τόν Χριστό στό ἐπίπεδο τῆς ἐθνικότητος, τότε νά γνωρίζετε ὅτι βρίσκεστε στό σκοτάδι. Εἶναι δυνατόν νά βλέπουμε τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς, πού μᾶς διαιρεῖ, ἀλλά οἱ διαιρέσεις αὐτές μποροῦν νά ὑπερνικηθοῦν μέ ἀνθρώπινη προσπάθεια˙ τή συνείδηση, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ Θεοῦ τήν παρέχει μόνο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο»[25].
«Ὁ Κύριος εἶπε : «Ὅς ἐάν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος»[26]. Τέτοιος εἶναι ὁ χαρακτήρας τῆς διακονίας μας καί μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁ Χριστιανισμός ξεχωρίζει ἀπό κάθε ἄλλη θρησκεία. Ὅσο περισσότερο ταπεινωθοῦμε, τόσο ἐγγύτερα θά βρεθοῦμε πρός Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος «ἐταπείνωσεν Ἑαυτόν … μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ»[27]»[28].
«Ὁ Χριστιανισμός μας ποτέ δέν πρέπει νά ἀναμιγνύεται μέ καμμία ἄλλη διδασκαλία, πού ὑπάρχει στόν κόσμο : γιά μᾶς ὑπάρχει μόνο τό Εὐαγγέλιο»[29].
«Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί Τόν ὁμολογοῦμε (τόν Χριστό) ὡς τόν «Μονογενῆ» Υἱό τοῦ Πατρός, ὅπως Αὐτός ὁ Ἴδιος λέει[30]. Δέν τόν συγκρίνουμε μέ κανέναν ἀπό τούς διδασκάλους ἐκείνους τῆς ἀνθρωπότητος, ὅπως εἶναι ὁ Βούδας, ὁ Μωάμεθ ἤ ἀκόμη καί αὐτός ὁ Μωϋσῆς. Ὁ Χριστός δέν ἦταν υἱός ἀνθρώπου κατά τή γέννησή Του, ἀλλά ἔγινε «Υἱός Ἀνθρώπου»[31]κατά τή συγκατάβαση καί τήν ἐνσάρκωσή Του, παραμένοντας κατ’οὐσίαν Δημιουργός ὅλων τῶν ὑπαρκτῶν. Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως λέγεται : «δι’Οὗ τά πάντα ἐγένετο». Καί στόν πρόλογο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου γράφτηκε : «Πάντα δι’Αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν, ὅ γέγονεν»[32]»[33].
Ἀπό τήν παράθεση αὐτή τῶν κειμένων τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ βγαίνουν δύο συμπεράσματα. Τό πρῶτο συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος διαφωνοῦσε μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τίς αἱρετικές θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῶν διαλόγων τῶν τελευταίων ἑκατόν εἴκοσι ἐτῶν. Τό δεύτερο συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος ἐπιθυμοῦσε νά γνωρίσουν ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τόν Θεάνθρωπο Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης. Θά μπορούσαμε, τέλος, νά ποῦμε ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος ἦταν ὑπέρ ἑνός ὀρθοδόξου «οἰκουμενισμοῦ».