Παναγιώτης Τσιωτάκης, καθηγητής Πληροφορικής 4ο Λύκειο Κορίνθου
Ένα από τα σημεία ενδιαφέροντος του εκπαιδευτικού συστήματος διαχρονικά είναι το σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πέρα από το έντονο ενδιαφέρον γονέων/μαθητών και την οικονομική πτυχή του θέματος που το διατηρούν στο επίκεντρο της προσοχής, όντως αποτελεί ένα κορυφαίο ζήτημα και για τη χώρα. Στο ενοποιημένο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης ο ανταγωνισμός είναι πολύ έντονος και στο επίπεδο του καταρτισμένου εργατικού δυναμικού, ενώ είναι γνωστή σε όλους η αιμορραγία σε υψηλού επιπέδου επιστημονικό εργατικό δυναμικό που έχει μεταναστεύσει από τη χώρα μας.
Η Εκπαίδευση είναι ένας από τους ζωτικότερους χώρους ενός κράτους, καθώς άπτεται τομέων όπως η οικονομία και η ανάπτυξη, και επηρεάζει τη βιωσιμότητα και την εξέλιξή του. Δυστυχώς, όμως, ο σωστός σχεδιασμός, φέρνει καρπούς χρόνια αργότερα μετά την πραγματοποίησή του. Αντίστοιχα, ο λανθασμένος σχεδιασμός φαίνεται ετεροχρονισμένα και τα αποτελέσματα δεν αναστρέφονται. Συνεπώς, είναι επιτακτική η ανάγκη για την ίδια την Τριτοβάθμια εκπαίδευση και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας, η πρώτη να τροφοδοτείται με τους μαθητές που όχι μόνο επιθυμούν να σπουδάσουν-σταδιοδρομήσουν σε έναν συγκεκριμένο τομέα αλλά έχουν και την κλίση-ικανότητα να τον υπηρετήσουν.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν εφαρμοστεί διαφορετικά συστήματα εισαγωγής με πανελλαδικού τύπου εξετάσεις και πλήθος μαθημάτων που διέφερε από 14 σε 9-10, σε 6-7 και εν κατακλείδι σε 4. Σε οποιοδήποτε σύστημα εισαγωγής, ακόμη και σε άλλα συστήματα όπως το International Baccalaureat, προϋπόθεση αποτελεί η εξέταση των μαθητών σε συγκεκριμένα μαθήματα με σκοπό την κατάταξή τους και την εισαγωγή τους στα Ανώτατα Ιδρύματα. Στην Ελλάδα, η γενική παιδεία ολοκληρώνεται στην Α΄ ή μερικώς στη Β΄ Λυκείου και η τελευταία τάξη του Λυκείου αποτελεί ουσιαστικά προπαρασκευαστικό έτος για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Τα εξεταζόμενα μαθήματα, που καθορίζουν το προφίλ του εισακτέου, συνδυάζονται για την εισαγωγή στα αντίστοιχα τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Κάθε πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα εκπροσωπεί την επιστήμη του και καθίσταται εφόδιο-προαπαιτούμενη γνώση για την αντίστοιχη σχολή, ειδικά όταν καθορίζεται από τον νομοθέτη ότι προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, είναι όλοι οι υποψήφιοι να διδάσκονται επαρκώς τα κύρια γνωστικά αντικείμενα που θα βοηθήσουν στην παρακολούθηση των σπουδών τους.
Στο ισχύον πλαίσιο που καθορίζει ο Ν. 4186/2013, οι μαθητές εξετάζονται σε 4 βασικά γνωστικά αντικείμενα, ενώ οι τριτοβάθμιες σχολές εντάσσονται σε Επιστημονικά Πεδία Εξειδίκευσης (ΕΠΕ). Η ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας (ΑΔΙΠ) καθορίστηκε τελικά ως η αρμόδια να εντάξει τις σχολές στα ΕΠΕ καθώς και να καθορίσει αυξημένο συντελεστή βαρύτητας σε ένα μάθημα ανά Σχολή. Ο νομοθέτης σωστά ανέθεσε στην ΑΔΙΠ την αρμοδιότητα αυτή και όχι στην ΑΔΙΠΠΔΕ, διότι είναι θέμα που άπτεται της λειτουργίας της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και όχι της Δευτεροβάθμιας.
Το βασικό μειονέκτημα, ωστόσο, του συστήματος εισαγωγής -παρεμφερούς με τις Δέσμες του 1983- που σχεδίασε ο πρόεδρος του ΙΕΠ κ. Γκλαβάς, είναι ότι εγκλωβίζει τους μαθητές σε ένα ΕΠΕ, περιορίζοντας τις επιλογές τους. Για παράδειγμα, υποψήφιος για τις σχολές Επιστημών Υγείας δεν μπορεί να δηλώσει σχολή άλλου πεδίου, ενώ αντίστοιχα μαθητής του Θετικού-Τεχνολογικού ΕΠΕ που επιθυμεί να δηλώσει σχολές του Πολυτεχνείου δεν μπορεί να δηλώσει και σχολές των Επιστημών Υγείας. Ακόμη, μαθητής που επιθυμεί να δηλώσει τις σχολές Πληροφορικής και τμήματα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Υπολογιστών δεν μπορεί να δηλώσει ταυτόχρονα τμήματα Χημικών και Μεταλλειολόγων Μηχανικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέλος, αποτελούν τα λιγοστά Παιδαγωγικά Τριτοβάθμια Τμήματα, που είναι απομονωμένα και καταδικασμένα στο μαρασμό.
Κατά την ψήφιση του νόμου, τον Σεπτέμβριο 2013, και ενώ οι περισσότεροι τον εξέταζαν υπό το υποκειμενικό τους πρίσμα, κάποιοι είχαμε διαγνώσει το πρόβλημα αυτό, για την επίλυση του οποίου έχουν προταθεί διάφορες λύσεις. Η άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς οι μαθητές που ολοκληρώνουν φέτος τη Β΄ Λυκείου, το επόμενο σχολικό έτος, θα εξεταστούν με το νέο σύστημα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα και δηλώσεις αρμοδίων, φέρεται να έχει διαμορφωθεί λίστα σχολών που μπορούν να ενταχθούν σε περισσότερα από ένα ΕΠΕ. Αυτό κρίνεται ως ημίμετρο, καθώς δε λύνει το βασικό ζήτημα που περιγράφηκε παραπάνω. Άλλοι έχουν προτείνει την θέσπιση μαθημάτων γενικής παιδείας που θα λειτουργούν ως μπαλαντέρ και θα επιτρέπουν στους μαθητές που θα εξετάζονται σε αυτά να ανοίγουν δεύτερο ΕΠΕ, προσέγγιση παρόμοια με το σύστημα Αρσένη.
Το μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι προκαλεί εκτεταμένες αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών της Γ’ Λυκείου την ίδια στιγμή που θα περιέχονται μαθήματα πολλών ταχυτήτων (π.χ. Μαθηματικά προσανατολισμού 8 ωρών και Μαθηματικά γενικής παιδείας 2 ωρών). Μια ακόμη λύση θέλει τα μαθήματα με αυξημένο συντελεστή βαρύτητας να οδηγούν σε όλες τις αντίστοιχες σχολές ανεξαρτήτως του ΕΠΕ. Η πρόταση αυτή αποτελεί βελτίωση, αλλά όχι ικανή να επιλύσει το πρόβλημα, ενώ επιτρέπει την εισαγωγή φοιτητών σε σχολές με ανομοιογενές προφίλ. Ακόμα κι αν καταργηθούν οι πανελλήνιες εξετάσεις, ώστε να αποσυνδεθεί το απολυτήριο του Λυκείου από την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, και επιτραπεί η ελεύθερη είσοδος στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τα Ανώτερα και Ανώτατα Ιδρύματα θα απαιτήσουν από τους εισακτέους να έχουν το κατάλληλο γνωστικό υπόβαθρο για τις σπουδές τους.
Οι μαθητές πρέπει να έχουν ποιοτικές επιλογές για τις σπουδές τους, ενώ από την άλλη πλευρά το προφίλ μαθημάτων που έχουν εξεταστεί πρέπει να συμβαδίζει με το αντικείμενο σπουδών τους. Δεν αρκεί δηλαδή να υπάρχουν πολυάριθμες σχολές σε κάποιο ΕΠΕ αλλά πρέπει και να σχετίζονται με τα μαθήματα που αντιστοιχούν σε αυτό. Υπάρχει όμως άλλη πρόταση;
Οι μαθητές θα μπορούσαν να δηλώσουν δυο ΕΠΕ, αν έχουν εξεταστεί σε δύο 4άδες μαθημάτων. Με την προσθήκη 5ου προαιρετικού μαθήματος και με τον κατάλληλο αναπροσδιορισμό των μαθημάτων (και των ωρών τους) σε κάθε πεδίο, τα διαφορετικά ΕΠΕ μπορούν να έχουν κορμό 3 μαθημάτων επιπλέον της Έκθεσης που είναι κοινό μάθημα σε όλα τα Πεδία και να διαφοροποιούνται σε ένα πέμπτο μάθημα. Συνεπώς, με το σύστημα 4+1 μαθημάτων, τα ΕΠΕ ομαδοποιούνται ανά 2 και τα διακρίνει ένα μάθημα που λειτουργεί ως μπαλαντέρ.
Για παράδειγμα, ο μαθητής διδάσκεται Έκθεση, Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία και Βιολογία. Με την 4άδα Έκθεση, Μαθηματικά, Φυσική και Χημεία μπορεί να δηλώσει τις σχολές του Θετικού ΕΠΕ (πλην Πληροφορικής), ενώ με την 4αδα Έκθεση, Φυσική, Χημεία και Βιολογία μπορεί να δηλώσει τις σχολές του ΕΠΕ Επιστημών Υγείας. Αν δεν επιθυμεί να εξεταστεί σε 5ο μάθημα τότε δηλώνει σχολές μόνο ένα ΕΠΕ, σύμφωνα με τον υφιστάμενο σχεδιασμό.
Τα οφέλη που αποκομίζονται από την εισαγωγή του 5ου προαιρετικού μαθήματος είναι πολλαπλά: δεν παραβιάζεται η φιλοσοφία του Νόμου, διατηρούνται τα ίδια γνωστικά αντικείμενα (απλά ανακατατάσσονται ελαφρά) τα οποία αντιμετωπίζονται ισότιμα, με αποτέλεσμα η πρόταση να είναι άμεσα υλοποιήσιμη, χωρίς ανατροπές στον προγραμματισμό ΥΠΑΙΘ (Προγράμματα Σπουδών και νέα σχολικά βιβλία), εκπαιδευτικών και μαθητών. Μα το σημαντικότερο από όλα είναι πως διορθώνεται η στρέβλωση του αρχικού σχεδιασμού με ποιοτικά και αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς να προκαλούνται νέες παρενέργειες. Η πρόταση είναι ολοκληρωμένη αλλά στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι η αναλυτική παρουσίασή της, αλλά η προβολή της κεντρικής ιδέας.