Την Παρασκευή 16-3-2018, δόθηκε σε διαβούλευση από το Υπουργείο Παιδείας, το σ/ν για τις νέες υποστηρικτικές δομές με τον τίτλο «Αναδιοργάνωση των Δομών Υποστήριξης της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», με το οποίο καταργούνται τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ), για να αντικατασταθούν από τα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Σ.Υ.).
Γράφει η Ευγενία Τραγάκη*
Ο ανυποψίαστος αναγνώστης του εν λόγω πονήματος θα εντυπωσιαστεί από τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Υπουργείου για την οργάνωση των Υποστηρικτικών Δομών που απευθύνονται στη σχολική κοινότητα και θα συμπεράνει ότι αποτελεί θετική εξέλιξη στα εκπαιδευτικά δεδομένα της χώρας. Ωστόσο, από μια πιο προσεκτική ανάγνωση του σ/ν γίνεται αντιληπτό ότι αποτελεί μια καλοδιατυπωμένη και ευφάνταστη έκθεση ιδεών που βρίθει από ευχολόγια, ασάφειες και γενικολογίες, απέχοντας μακράν από την ελληνική κοινωνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Επιχειρείται να δοθεί έμφαση και θεσμική κατοχύρωση στην υποστήριξη της εκπαιδευτικής κοινότητας και αναφέρεται μια σειρά δράσεων και λειτουργιών για το σκοπό αυτό. Κανείς δεν θα διαφωνήσει με την αναγκαιότητα της ενίσχυσης της υποστήριξης των μαθητών, των γονιών και των εκπαιδευτικών τους, ούτε με την ανάληψη δράσεων για «ευαισθητοποίηση» της κοινωνίας (αν και δεν θέλουμε «ευαίσθητους», αλλά ενεργούς πολίτες) σε θέματα διαφορετικότητας και αναπηρίας. Εκείνο που δεν γίνεται αντιληπτό είναι με ποιον τρόπο θα επιτευχθούν τα μεγαλεπήβολα αυτά σχέδια, όταν αποδυναμώνεται ο ρόλος της διεπιστημονικής ομάδας των εκπαιδευτικών και του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού που αναλαμβάνει την υποστήριξη αυτή.
Μια ενδελεχής μελέτη, λοιπόν, θα αναδείξει μια σειρά πολύ σοβαρών θεμάτων που δυναμιτίζουν τη λειτουργία των υποστηρικτικών δομών και δημιουργούν πολλά εμπόδια στα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και αναπηρίες.
Συγκεκριμένα:
⦁ Αποδυναμώνεται η θεσμοθετημένη διεπιστημονική συνεργασία, που αποτελεί σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και πραγματικότητα, την πιο ενδεδειγμένη προσέγγιση στην αντιμετώπιση των σοβαρών ψυχοκοινωνικών, γνωστικών και συμπεριφορικών προβλημάτων των παιδιών. Οι σταθερές διεπιστημονικές ομάδες που αποτελούνταν από εκπαιδευτικό, ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό, λογοθεραπευτή και παιδοψυχίατρο, αντικαθίστανται πρόχειρα ως εξής: «Οι διεπιστημονικές υποομάδες δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα αλλά ο αριθμός, η σύνθεση, το έργο τους και η διάρκειά τους μπορεί να μεταβάλλονται ανάλογα με τα θέματα που αντιμετωπίζουν». Προκειται για προχειρότητες και αοριστολογίες, που δεν κατοχυρώνουν το πλαίσιο της διεπιστημονικότητας, ούτε προβλέπουν προτυποποίηση των διαδικασιών.
⦁ Εξαφανίζεται ο όρος διάγνωση-διαφοροδιάγνωση από το σ/ν και αντικαθίσταται από τον όρο: «διερεύνηση εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών». Οι ημιμαθείς που κατάρτισαν το συγκεκριμένο κείμενο πιθανόν αγνοούν ή παραβλέπουν την τεράστια απόσταση που χωρίζει την απλή διερεύνηση από την τεκμηριωμένη διάγνωση βάσει επιστημονικών μεθόδων και με τη χρήση ψυχομετρικών εργαλείων (τεστ). Φυσικά χαμένος είναι ο μαθητής και η οικογένειά του, που για να μπορούν να βοηθηθούν αποτελεσματικά θα πρέπει να καταφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα πληρώνοντας αδρά, μιας και τα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα του Υπουργείου Υγείας, είναι ελάχιστα, δεν υπάρχουν καν σε όλες τις έδρες των νομών και υπολειτουργούν.
⦁ Για να είναι αποτελεσματική η οποιαδήποτε παρέμβαση θα πρέπει να βασίζεται σε μια εις βάθος διάγνωση και αξιολόγηση των γνωστικών, ψυχοσυναισθηματικών και κοινωνικών προβλημάτων του παιδιού και σε μια εμπεριστατωμένη έρευνα των ψυχοκοινωνικών παραγόντων που το περιβάλλουν. Σε αντίθετη περίπτωση, καμία παρέμβαση δεν βρίσκει το στόχο της, δημιουργεί επιπλέον προβλήματα και σπαταλάει ανθρώπινο δυναμικό. Ο ειδικός δεν είναι «φωτεινός παντογνώστης», ούτε διαθέτει το μαγικό ραβδί για τη λύση των προβλημάτων, η επιστημονική του συνεισφορά βασίζεται στη συστηματική μελέτη της εκάστοτε περίπτωσης, με τη χρήση των κατάλληλων διαγνωστικών εργαλείων, προκειμένου να είναι σε θέση να προτείνει τις στρατηγικές και παρεμβάσεις που θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
⦁ Περιορίζεται ο ρόλος του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού, δηλαδή των ειδικών επιστημόνων που συναπαρτίζουν μαζί με τους εκπαιδευτικούς, το προσωπικό των ΚΕΣΥ. Για παράδειγμα, καταργείται πλήρως η ειδικότητα του Παιδοψυχιάτρου και περιθωριοποιείται ο ρόλος των ειδικοτήτων των Λογοθεραπευτών, Φυσιοθεραπευτών και Εργοθεραπευτών, αφού δεν προβλέπεται τουλάχιστον ένας από τις παραπάνω ειδικότητες σε κάθε ΚΕΣΥ της επικράτειας. Το μοντέλο που προβάλλεται είναι καθαρά «δασκαλοκεντρικό», με τον εκπαιδευτικό σε έναν άχαρο πρωταγωνιστικό ρόλο, αποδυναμωμένο από τη σύμπραξη και ενίσχυση των υπόλοιπων ειδικοτήτων, επενδεδυμένο με το μανδύα του ειδήμονα και τελικά έρμαιο των δυσεπίλυτων προβλημάτων, που αναζητούν πολύπλευρες και όχι μονοσήμαντες λύσεις.
⦁ Στο σ/ν δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος της παράλληλης στήριξης των μαθητών με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, την οποία εισηγείτο μέχρι σήμερα το ΚΕΔΔΥ. Ο θεσμός της παράλληλης στήριξης παρά τα μεγάλα προβλήματα λειτουργίας λόγω της υποστελέχωσής, συνέβαλε σημαντικά στη συμπερίληψη των μαθητών αυτών στη Γενική Εκπαίδευση. Πώς είναι δυνατόν το Υπουργείο να ευαγγελίζεται τη συμπεριληπτική εκπαίδευση και το θεσμό του «ενός σχολείου για όλους» χωρίς την ύπαρξη παράλληλης στήριξης;
⦁ Πολλαπλασιάζονται οι αρμοδιότητες και ευθύνες των εργαζομένων στα ΚΕΣΥ, χωρίς αντίστοιχη πρόβλεψη για στελέχωσή τους με το απαραίτητο προσωπικό. Αν σκεφθεί κανείς ότι στα μεγάλα ΚΕΔΔΥ της χώρας υπήρχαν λίστες αναμονής για αξιολόγηση που ξεπερνούσαν τα 1 με 2 χρόνια, τότε καταλαβαίνουμε τι πρόκειται να συμβεί με την αύξηση των αρμοδιοτήτων τους.
Όσοι εργαζόμαστε στην Εκπαίδευση, έχουμε επισημάνει τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της ραγδαίας αύξησης της παιδικής ψυχοπαθολογίας, των σοβαρών παιδοψυχιατρικών διαταραχών και των δυσεπίλυτων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, που αποτελούν απότοκα της συνεχιζόμενης βαθιάς κοινωνικο-οικονομικής κρίσης. Τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα που βιώνει η ελληνική οικογένεια δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν ανεπηρέστα τα πιο ευάλωτα μέρη της. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με τις σοβαρές αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα (έλλειψη σαφούς στοχοθεσίας, μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών, απουσία προγραμματισμού για μόνιμους διορισμούς και λειτουργία της γενικής και ειδικής εκπαίδευσης με «περιφερόμενους» αναπληρωτές, έλλειψη υλικο-τεχνικής υποδομής, απαρχαιωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα), δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα στα θεμέλια της εκπαίδευσης και της κοινωνίας.
Στα πλαίσια αυτά, κρίνεται απαραίτητο το Υπουργείο Παιδείας να μεριμνήσει για την ύπαρξη και λειτουργία διευρυμένης επιστημονικής ομάδας σε κάθε ΚΕΣΥ και να αναδείξει τη διεπιστημονική συνεργασία σε εκ των ων ουκ άνευ όρο για την πραγματική και αποτελεσματική υποστήριξη της σχολικής κοινότητας.
Ζητάμε από το Υπουργείο την απόσυρση του πονήματος-ευχολογίου και την άμεση συγκρότηση αντιπροσωπευτικής επιτροπής με διαφανείς όρους, η οποία να επεξεργαστεί προτάσεις-θέσεις βασισμένες στην πολυετή εμπειρία των ΚΕΔΔΥ και σε επιστημονική τεκμηρίωση.
* Η Ευγενία Τραγάκη είναι Ψυχολόγος / Α΄ ΚΕΔΔΥ ΑΘΗΝΑΣ