Σταύρος Παναγιωτίδης, Υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Αναδημοσίευση: kokkino.gr – Πάρε Θέση για την Παιδεία
Κάτι λιγότερο από 60. Τόσες είναι οι πόλεις της Ελλάδας που φιλοξενούν έστω ένα τμήμα Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ. Σε μια χώρα που διαιρείται σε 52 νομούς, οι πόλεις με παρουσία ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ακόμη περισσότερες κι από αυτούς. Το κίνητρα που οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση ήταν πολλά και γνωστά, δηλαδή το εξής ένα: τα τοπικά δίκτυα. Οι κοινωνικές δυνάμεις που επιθυμούσαν την ίδρυση Πανεπιστημίων και ΤΕΙ ανά την περιφέρεια με μόνο κριτήριο την ευκαιριακή οικονομική κερδοσκοπία, που εξωραϊσμένα και μόνο ονομάστηκε «ανάπτυξη». Γιατί, τελικώς, πέρα από την εστίαση και την ενοικίαση δωματίων δεν είδε προκοπή κανένας άλλος παραγωγικός κλάδος στις περιοχές. Και ασφαλώς οι ίδιοι οι φοιτητές υπήρξαν για χρόνια εκμεταλλευόμενοι, ως κακοπληρωμένο και ελαστικό εργατικό προσωπικό σε μπαρ και ταβέρνες.
Όμως, το κύριο πρόβλημα δεν είναι η αποτυχία αυτής της στενόμυαλης οικονομικής λογικής. Είναι η ακαδημαϊκή αποτυχία, το μορφωτικό και ανθρωπολογικό αποτέλεσμα αυτής της επιλογής. Ο χρόνος των σπουδών είναι από τους πιο κομβικούς στη ζωή των ανθρώπων. Επιτυχημένες σπουδές δεν σημαίνει μόνο επιτυχημένη εξέταση σε πενήντα μαθήματα. Η φοίτηση αφορά την γνωριμία των ανθρώπων με την επιστήμη. Και αν δούμε την επιστήμη ως αυτό που πράγματι είναι, ως τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι κατανοούν και επηρεάζουν τον κόσμο που τους περιβάλλει –τον φυσικό, τον τεχνολογικό, τον κοινωνικό κόσμο- τότε καταλαβαίνουμε και τι σημαίνει επιτυχία στον τομέα αυτό. Σημαίνει άνοιγμα του μυαλού, διεύρυνση των τρόπων σκέψης, εμπλουτισμό των νοητικών μας εργαλείων, σπάσιμο των προεπιστημονικών μας αντιλήψεων. Και αυτά προϋποθέτουν πολλαπλά ερεθίσματα, επαφή με διάφορα ρεύματα σκέψεις, με διαφορετικές προσεγγίσεις μέσα στην ίδια επιστήμη αλλά και ανάμεσα στις διαφορετικές επιστήμες.
Για να το πούμε αλλιώς, η διαδικασία των σπουδών είναι μια ευκαιρία για τον άνθρωπο που συμμετέχει σε αυτές να ανασυγκροτήσει ολόκληρη τη σχέση του με την κοινωνία, τις ιδέες και τις πρακτικές της, με τη φύση, με τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό έχει κάποιες εντελώς δομικές προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες καμιά παραπάνω κουβέντα δεν μπορεί να γίνει. Πρώτη βασική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη μιας επιστημονικής κοινότητας. Οι σπουδές δεν μπορούν να διεξάγονται σε επιστημονική γυάλα. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες κάθε επιστήμης πρέπει να μπορούν να έρχονται σε επαφή με τις αντιλήψεις και τις προτεραιότητες των συναδέλφων τους από άλλα πεδία. Ο μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών πρέπει να ξέρει πως σκέφτεται ο φιλόλογος ή ο γλωσσολόγος, λόγω της μεγάλης σημασίας της διεπιστημονικότητας. Διαφορετικά, για παράδειγμα, πως θα μελετηθεί η λειτουργία ηλεκτρονικών μεταφραστικών συστημάτων χωρίς την σύμπραξη των δύο αυτών κλάδων; Τα πανεπιστημιακά τμήματα, λοιπόν, θα πρέπει να λειτουργούν όχι απομονωμένα το ένα από το άλλο, αλλά σε πόλους. Το ότι υπάρχουν τμήματα που βρίσκονται μόνα τους σε μια ολόκληρη πόλη συνιστά μνημείο απαράδεκτου σχεδιασμού, κάνει τους φοιτητές να ζουν το πανεπιστήμιο σαν να ήταν ένα λίγο μεγαλύτερο φροντιστήριο και υπηρετεί μια εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από την διεύρυνση των οριζόντων που περιγράψαμε πιο πάνω: αυτήν της ασυλοποίησης. Πόσο μάλλον όταν αυτή η πόλη βρίσκεται στην παραμεθόριο.
Και αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη βασική προϋπόθεση που αφορά τον τύπο της περιοχής όπου στήνεται ένα πανεπιστήμιο. Οι σπουδές δεν μπορεί να γίνονται σε κοινωνικό κενό. Η πόλη που φιλοξενεί ένα ίδρυμα πρέπει να έχει κάποιες βασικές προδιαγραφές, ώστε να δίνει την ευκαιρία στους φοιτητές να δέχονται πολλά κοινωνικά ερεθίσματα, να συμμετέχουν και να δημιουργούν σε πολλά διαφορετικά πεδία. Δεν θέλουμε επιστήμονες που να ζουν σε κοινωνικό κενό. Σπουδές σημαίνει να έχεις την ευκαιρία να πηγαίνεις στο θέατρο και στο σινεμά, να διαβάζεις λογοτεχνία, να αθλείσαι, να παρακολουθείς πολιτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, να συμμετέχεις με δυο λόγια στα πράγματα της παγκόσμιας κοινωνίας μέσα από τις δραστηριότητες της τοπικής στην οποία εντάσσεσαι. Όσο πιο πολλά στοιχεία κερδίσει κανείς μέσα από τη συμμετοχή του στην κοινωνία, από το σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων και τα εντάξει άμεσα ή έμμεσα στην οπτική των σπουδών του, όσο πιο πολύ καταφέρει να φιλτράρει την κοινωνική του εμπειρία μέσα από τις επιστημονικές γνώσεις που αποκτά, αλλά και αντιστρόφως να κριτικάρει τις γνώσεις που παίρνει δοκιμάζοντας τις στην καθημερινή κοινωνική του εμπειρία, τόσο πιο ολοκληρωμένος θα είναι ως επιστήμονας και ως πολίτης. Για να το πούμε, λοιπόν, με λίγες λέξεις, δεν μπορούμε να φτιάξουμε πανεπιστήμιο σε μια πόλη που δεν έχει κινηματογράφο!
Ακριβώς, λοιπόν, επειδή οι σπουδές είναι μια εμπειρία ζωής, δεν είναι αποδεκτό το να φοιτά κανείς σε ένα τμήμα που βρίσκεται μόνο του σε κάποια μικρή πόλη της περιφέρειας. Η περιφέρεια πρέπει να έχει λιγότερους και μεγάλους πανεπιστημιακούς πόλους, με την κατάλληλη υλική υποδομή στις σχολές και την κατάλληλη κοινωνική υποδομή στις τοπικές κοινωνίες που τα φιλοξενούν, ώστε πανεπιστήμιο και τοπικές κοινωνίες να προοδεύουν το ένα διά του άλλου, ορθολογικά και ουσιαστικά, να ανθίζουν και όχι να μετράνε απλώς καταθέσεις τοπικών μικροεπιχειρηματιών και τσακισμένα χρόνια σε παρακμιακά περιβάλλοντα.
Όσα τμήματα βρίσκονται σκόρπια και μόνα ή σχεδόν μόνα τους σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά πρέπει να ενσωματωθούν σε μεγάλους πανεπιστημιακούς πόλους, σε κοινότητες. Με την πλήρη διασφάλιση του ότι ούτε μείωση προσωπικού και θέσεων φοίτησης θα φέρει αυτό, αλλά ούτε και απότομη οικονομική καθίζηση στις περιοχές που θα τα στερηθούν, μέσω αντισταθμιστικών μέτρων. Μα το κρίσιμο είναι να αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημα και να μην φοβόμαστε τις μικρές ρήξεις.
Για την ακρίβεια, να καταφέρνουμε να τις διευθετούμε. Αλλά με το επίκεντρο πάντα στην ουσία των σπουδών, της επιστήμης, της κοινωνικής τους χρησιμότητας και σε όλα όσα οφείλει να προσφέρει το κράτος στους μελλοντικούς του πολίτες.