Η των περίπου 125.000 μονίμων εκπαιδευτικών, το νέο σύστημα επιλογής των περίπου 20.000 σ έρχονται στο πλάνο του υπουργείου Παιδείας όπως και η θεσμοθέτηση των νέων Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων. Οι σχετικές ρυθμίσεις θα δημοσιοποιηθούν τον Νοέμβριο και άρα το επόμενο διάστημα θα γίνουν οι τελευταίες, και κρισιμότερες, πολιτικές… ζυμώσεις.

 

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Καθημερινής», για την επιλογή στελεχών η ηγεσία θα αξιοποιήσει το νομοθετικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλάζοντας ωστόσο τις εσωτερικές ισορροπίες του πριμοδοτώντας τα αντικειμενικά κριτήρια όπως τα πτυχία. Επίσης, η αξιολόγηση θα ξεκινήσει με την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Η ηγεσία του υπουργείου ετοιμάζεται ώστε να λειάνει το έδαφος για το νέο μεταρρυθμιστικό πακέτο, το οποίο θα αφορά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και αναμένεται να προκαλέσει αντιδράσεις.

 

Ενδεικτικά, υπάρχουν συνδικαλιστές της Ν.Δ. που επιθυμούν οι αλλαγές, –και κυρίως ως προς την αξιολόγηση–να κινηθούν σε πολύ αργό ρυθμό, καταλήγοντας ουσιαστικά σε μια παρελκυστική πολιτική. Την ίδια στιγμή ζητούν την άμεση αλλαγή των στελεχών εκπαίδευσης. Ομως, στο κυβερνητικό επιτελείο διατυπώνονται ακριβώς αντίθετες θέσεις, δηλαδή, υπέρ της επίσπευσης των μεταρρυθμίσεων και της εξωτερικής αξιολόγησης. Ετσι, διαμορφώνονται συνθήκες για την ανάπτυξη μιας διελκυστίνδας μεταξύ των εκπαιδευτικών. Μάλιστα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Κ», εκπαιδευτικοί έχουν καταθέσει προτάσεις σε στελέχη του στενού κύκλου συνεργατών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με συγκεκριμένες θέσεις υπέρ των μεταρρυθμίσεων. Αλλωστε, πολλοί θεωρούν ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι μείζον βήμα-πρόκληση για την ελληνική εκπαίδευση, το οποίο θα στείλει στην κοινωνία ευρύτερα ένα μήνυμα υπέρ των μεταρρυθμίσεων.

Ειδικότερα, τον Νοέμβριο θα παρουσιαστεί πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία που θα συμπεριλαμβάνει και πιθανές αλλαγές στις εκπαιδευτικές δομές, στην επιλογή στελεχών, στην αξιολόγηση σχολικών μονάδων και στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για το δίκτυο των Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων.

Το πρώτο σκέλος αφορά τη νέα δομή της εκπαίδευσης και τον τρόπο επιλογής των στελεχών, δηλαδή των περιφερειακών διευθυντών, των διευθυντών Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, των σχολικών συμβούλων και των διευθυντών σχολικών μονάδων. Η θητεία των διευθυντών Διευθύνσεων έχει ολοκληρωθεί από πέρυσι και έχει παραταθεί για ένα έτος, ενώ ο θεσμός του σχολικού συμβούλου έχει καταργηθεί και έχει αντικατασταθεί από τους συντονιστές εκπαίδευσης, που επί της ουσίας δεν έχουν τον ίδιο ρόλο με εκείνο των σχολικών συμβούλων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ηγεσίας του , η ανασύσταση του θεσμού του σχολικού συμβούλου είναι απολύτως αναγκαία. Βεβαίως, ο νέος σχολικός σύμβουλος θα διαμορφωθεί και με βάση την εμπειρία από την εφαρμογή του στο παρελθόν και τις όποιες αρμοδιότητες, εποπτικές και αξιολογικές, επιτάσσει ο κυβερνητικός σχεδιασμός.

Επίσης, η θητεία των διευθυντών των σχολικών μονάδων λήγει τον Αύγουστο του 2020. Τα χρονικά περιθώρια για να τρέξουν αυτές οι διαδικασίες επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης το 2020 είναι εξαιρετικά περιορισμένα, ωστόσο εάν ο καινούργιος νόμος ψηφιζόταν εντός του Ιανουαρίου, είναι σχετικά ρεαλιστικό το επόμενο σχολικό έτος (2020-2021) να αναδειχθούν στελέχη επιλεγμένα σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις.

Ο νόμος 3848/2010, που καταργήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, κρίνεται από την ηγεσία του υπουργείου ικανή βάση για τη διαμόρφωση του νέου νομοθετικού πλαισίου επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης με τις αναγκαίες αλλαγές. Πληροφορίες αναφέρουν ότι προκρίνεται η πριμοδότηση των αντικειμενικών κριτηρίων έναντι της διδακτικής εμπειρίας στην τάξη, στην οποία έδωσε βάρος ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς θεωρήθηκε ότι έτσι θα ευνοούσε στελέχη του.

Ωστόσο, προτείνεται η εξαίρεση των συνδικαλιστών από τα όργανα επιλογής στελεχών, κάτι για το οποίο δεν συναινεί μεγάλη μερίδα των συνδικαλιστών και μεταξύ αυτών και του κυβερνώντος κόμματος. Από την άλλη, πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι συνδικαλιστές του κυβερνώντος κόμματος ζητούν να παυθούν τα νυν στελέχη και να γίνουν τώρα οι αλλαγές.

Ως προς την αξιολόγηση, η διελκυστίνδα μεταξύ όσων ζητούν την επίσπευσή της και των οπαδών των… χαλαρών ρυθμών είναι εντονότερη, ακριβώς και εξαιτίας της πολιτικής βαρύτητας που έχει το θέμα. «Το σώμα των εκπαιδευτικών είναι κουρασμένο λόγω της κρίσης και των μισθολογικών απωλειών, ενώ είναι και γερασμένο καθώς δεν έχουν γίνει διορισμοί εδώ και χρόνια. Ετσι, είναι αναμενόμενο να είναι αρνητικό σε μια διαδικασία, που προφανώς και θα τους ξεβολέψει» παρατηρεί στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος της ΔΑΚΕ Εκπαιδευτικών.

Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» εκπαιδευτικοί-στελέχη της Ν.Δ. στις περιοχές τους μιλούν για έναρξη της διαδικασίας με αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, κατά την οποία «οι εκπαιδευτικοί συνήθως επισημαίνουν τις ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές, και βαθμολογούν το εκπαιδευτικό έργο με μία καλή ή πολύ καλή βαθμολογία, αλλά όχι άριστη για να γίνεται πιστευτή!», ανέφερε σκωπτικά στην «Κ» εκπαιδευτικός που τάσσεται υπέρ της εξωτερικής αξιολόγησης.

Τα τρία σχέδια

Τα διαθέσιμα σχέδια αξιολόγησης είναι τρία: το Προεδρικό Διάταγμα 152/2013, με το οποίο άρχισε η αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης το 2014 για να μπει «στον πάγο» στη συνέχεια, καθώς και το πλαίσιο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών των Πρότυπων-Πειραματικών Σχολείων (ΠΠΣ), που πραγματοποιήθηκε το 2013. Για την εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων το μοναδικό διαθέσιμο πλαίσιο είναι αυτό που εφαρμόστηκε στην επιλογή των ΠΠΣ το 2011.

Σύμφωνα με σχετική εισήγηση που έχει το Μέγαρο Μαξίμου για να προχωρήσουν το σχολικό έτος 2020-2021 (τον Σεπτέμβριο του 2020) η εξωτερική αξιολόγηση και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, πρέπει ο σχετικός νόμος να ψηφιστεί έως την άνοιξη του 2020. Ωστόσο, η εισήγηση λέει ότι «για να μπουν τα σχολεία σε κάποιο τύπο αξιολογικής διαδικασίας θα ήταν χρήσιμο να τρέξει άμεσα η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων όπως προβλέπεται από τον ισχύοντα νόμο, παρά τις σοβαρές του ατέλειες».

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025