Υπόμνημα έστειλε η ΠΟΣΕΕΠΕΑ προς την ηγεσία του υπουργείου παιδείας και την επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων για νομοσχέδιο με τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις»
Αξιότιμες κα. Υπουργέ, κα. Υφυπουργέ, κε. Γενικέ γραμματέα, κε. Διευθυντή Ειδικής Αγωγής και αξιότιμα μέλη της επιτροπής μορφωτικών υποθέσεων,
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ειδικής Αγωγής είναι ο δευτεροβάθμιος συνδικαλιστικός φορέας που εκπροσωπεί τα μέλη Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΕΠ και ΕΒΠ), μόνιμους και αναπληρωτές που στελεχώνουν τη Δημόσια Ειδική και Γενική, Πρωτοβάθμια & Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, καθώς και τα ΚΕΣΥ και τις ΕΔΕΑΥ πανελλαδικά.
Διαμαρτυρόμαστε εντόνως για τη μη συμπερίληψη της ΠΟΣΕΕΠΕΑ στην ακρόαση των φορέων, κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων και ζητάμε έστω την ύστατη στιγμή να λάβετε υπόψιν τις επισημάνσεις μας που σας θέτουμε επισήμως και αρμοδίως. Το συνδικαλιστικό όργανο που εκπροσωπεί πανελλαδικά το Ειδικό Εκπαιδευτικό και Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό, θεωρούμε πως είναι επιβεβλημένο να εισακουστεί!! Αναμέναμε την επίσημη πρόσκληση και με δυσάρεστη έκπληξη δεν ακούσαμε να προταθώμεθα, ενώ είμαστε πια μια μεγάλη Ομοσπονδία που αφορά σημαντικό αριθμό μελών των ειδικοτήτων μελών ΕΕΠ-ΕΒΠ.
Χαιρετίζουμε τη θετική κίνηση ως προς την ουσιαστική αποδοχή της βελτιωτικής πρότασης για αναγνώριση ως διδακτικής υπηρεσίας (με την προσθήκη επί της αποδεκτής διδακτικής υπηρεσίας), της προϋπηρεσίας συναδέλφων στα ΚΔΑΥ-ΚΕΔΔΥ-ΚΕΣΥ-ΚΕΔΑΣΥ.
Ωστόσο, συνολικά η κατεύθυνση του νομοσχεδίου δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος, αφού εισάγει ρυθμίσεις που οδηγούν σε ένα αυταρχικό, πελατειακό, μη αποτελεσματικό και ταξικό σχολείο. Ειδικότερα, όπως σκιαγραφείται από το νομοσχέδιο, η εξωτερική αξιολόγηση δεν έχει χαρακτήρα εποικοδομητικών συμπερασμάτων και βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, αλλά στείρας κατηγοριοποίησης σχολείων με ποσοτικά κριτήρια. Η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών τους στοχοποιεί και μετακυλύει την ευθύνη στα άτομα και τους μαθητές κι όχι στα τρωτά του εκπαιδευτικού συστήματος σχετικά με την υποχρηματοδότηση και τα χρόνια λιμνάζοντα προβλήματα από πλευράς εκπαιδευτικής πολιτικής. Αναφορικά με την αξιολόγηση, θα ήταν απαραίτητο, να καθορίζονται άξονες όπως αποτίμηση αναγκών, ενδιαφερόντων, συνθηκών (αίθουσες, υλικοτεχνική υποστήριξη), να συνυπολογίζονται στο αν οι υπήρξαν οι συνθήκες για την επιτέλεση του έργου του εκπαιδευτικού, ΕΕΠ, ΕΒΠ.
Το παρόν σχέδιο νόμου του ΥΠΑΙΘ αποτελεί μια ακόμη προσπάθεια «μεταρρύθμισης» του εκπαιδευτικού συστήματος στη χώρα μας, ενώ δεν έχει προηγηθεί καμία διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων για τη μέχρι σήμερα λειτουργία του σχολικού συστήματος.
Η φιλοσοφία των επιδιωκόμενων αλλαγών αναμένεται να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από όσα ίσως επιδιώκουν να λύσουν.
Ενδεικτικά διαφαίνονται τα εξής:
– υπερεξουσίες που προσδίδονται στα στελέχη, με παράλληλη αποδυνάμωση κάθε δημοκρατικής λειτουργίας, όπως ο σύλλογος διδασκόντων,
– τα μονοπρόσωπα όργανα αξιολόγησης,
– τις γραφειοκρατικές και αμφισβητήσιμες διαδικασίες αξιολόγησης,
– την έλλειψη αμφίδρομης αξιολόγησης των στελεχών- ανισότητα μεταξύ μονίμων και αναπληρωτών,
– την τιμωρητική χροιά στην επιμόρφωση,
– την ανασφάλεια των νεοδιοριζόμενων με τη δημιουργία μίας επισφαλούς μονιμότητας,
– δημιουργία μονίμων δύο ταχυτήτων ως προς το δικαίωμα υπηρεσιακών μεταβολών και ανέλιξης,
– την επιλογή στελεχών από δοτά συμβούλια χωρίς συμμέτοχή εκλεγμένων εκπροσώπων του προσωπικού,
– την εκ νέου αύξηση της ανάγκης για κυνήγι μορίων με ίδια μέσα, χωρίς πρόβλεψη για κατάλληλη επιμόρφωση από την υπηρεσία,
– την αδιαφορία για την καταλληλόλητα, επάρκεια και προσβασιμότητα των υποδομών, εξοπλισμού, αναλυτικών προγραμμάτων.
Υποστηρίζουμε την ανάγκη για αρκετές αλλαγές, κυρίως επί των άρθρων αξιολόγησης (άρθρα 54-78):
Είναι σημαντικό να γνωρίζεται ότι δεν μπορούμε να συζητάμε σοβαρά για την αξιολόγηση ενός συστήματος, εάν δεν καλυφτούν πρώτα τα 50.000 λειτουργικά κενά από μόνιμους διορισμούς, γιατί όπως γνωρίζετε αυτή η εγκληματική αδιαφορία είναι πρωτίστως ο λόγος δυσλειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Πάραυτα η Ομοσπονδία μας, ανταποκρινόμενη στον θεσμικό της ρόλο, θα συμμετέχει με εποικοδομητικές προτάσεις, ώστε αυτές να ληφθούν υπόψη για τον μελλοντικό σχεδιασμό και όχι για την τωρινή κατάσταση υπολειτουργίας και υποβάθμισης του δημόσιου σχολείου.
- Η αξιολόγηση εκπαιδευτικών αν εφαρμοζόταν με βάση πρότυπα εκπαιδευτικά συστήματα θα έπρεπε να συντελείται από ανεξάρτητη αρχή και εξωτερικούς αξιολογητές εκτός της σχολικής μονάδας, ώστε να είναι αντικειμενική, καθώς με τις υπερξουσίες που προσδίδονται στον Διευθυντή/ντρια, λειτουργούν και προκύπτουν ζητήματα συμφερόντων.
- Υπέρμετρη συσσώρευση αρμοδιοτήτων των διευθυντών σχολικών μονάδων, μονοπρόσωπη εξουσία, αποδόμηση του ρόλου του συλλόγου διδασκόντων.
- Η αυτονομία των σχολικών μονάδων οδηγεί σε ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και στη δημιουργία πλούσιων και φτωχών σχολείων.
- Δεν προβλέπεται στη διαδικασία, ο τρόπος και οι άξονες της αξιολόγησης της ένστασης από Ειδική επιτροπή αξιολόγησης, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της. Επίσης, θα πρέπει να προβλεφθεί αίτηση θεραπείας του αξιολογούμενου επί της ένστασης με παραπομπή στην Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.) και στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) ή σε άλλη ανεξάρτητη αρχή.
- Δεν προβλέπεται στην μετα-αξιολόγηση, ο ουσιαστικός τρόπος αξιοποίησης της μετά-αξιολόγησης με υιοθέτηση καλών πρακτικών-στρατηγικές που θα παρέχουν ουσιαστικά κίνητρα βελτίωσης των εκπαιδευτικών-ΕΕΠ-ΕΒΠ, παρά μόνο η σύνταξη ετήσιων εκθέσεων προς τον/ην Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων.
- Η συμμετοχή των μελών της σχολικής μονάδας στην αξιολόγηση προϋποθέτει την παροχή πόρων, υλικοτεχνικών υποδομών και σταθερού προσωπικού, ώστε να πραγματοποιηθεί σε ένα πλαίσιο σταθερό και μη μεταβαλλόμενο, σε διαφορετική περίπτωση κρίνεται μη έγκυρη και μη αξιόπιστη.
- Οι άξονες-τομείς αξιολόγησης που αναφέρονται, δεν ανταποκρίνονται πρακτικά στο έργο όλων των κλάδων του ΕΕΠ-ΕΒΠ, καθώς κάθε κλάδος Ε.Ε.Π.-Ε.Β.Π. θα πρέπει να έχει και τους ειδικούς άξονες αξιολόγησης, τους οποίους θα ορίζει ο εκάστοτε επιστημονικός-συνδικαλιστικός φορέας που τον εκπροσωπεί νόμιμα. Να απορρέει δε και από το καθηκοντολόγιο και τις βασικές αρχές του κάθε κλάδου.
- Η αξιολόγηση των κλάδων ΕΕΠ από τους Συμβούλους ΕΕΠ προβλέπεται δυσχερής και αναποτελεσματική, λόγω του μικρού αριθμού προβλεπόμενων θέσεων σε όλες τις ειδικότητες. Είναι ανάγκη σε πρώτη φάση να ορισθεί ένας τουλάχιστον Σύμβουλος ΕΕΠ από κάθε ειδικότητα-κλάδο σε κάθε ΠΔΕ.
- Η αξιολόγηση των μελών ΕΒΠ, από Συμβούλους οποιασδήποτε άλλης ειδικότητας θα είναι προβληματική. Προτείνεται η αναβάθμιση του κλάδου των ΕΒΠ και η πρόβλεψη για συμβούλους ΕΒΠ που θα έχουν διττή ιδιότητα (π.χ. εκπαιδευτικοί και ΕΒΠ ή ΕΕΠ και ΕΒΠ).
- Ο ρόλος των Συμβούλων ΕΕΠ χρειάζεται να είναι υποστηρικτικός και διευκολυντικός ως προς την μαθησιακή και ενταξιακή διαδικασία και όχι απλά κριτικός και ενημερωτικός ως προς τις τρέχουσες διοικητικές διαδικασίες. Καίριο αίτημα χρόνων είναι η επαγγελματική εποπτεία που θα μπορούσε να προσφερθεί από τους συμβούλους.
Επιπλέον στοχευμένη κριτική επί των άρθρων με τη σειρά που αναφέρονται και δεν εμπίπτουν στα παραπάνω:
Στο άρθρο 10, ενώ προβλέπεται μετά από 13 χρόνια αναμονής η σύσταση θέσεων Συμβούλων Εκπαίδευσης ΕΕΠ, η ανάθεση του συμβουλευτικού έργου γίνεται σε δυσανάλογα μεγάλους αριθμούς συναδέλφων, μόνιμων και αναπληρωτών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πρόβλεψη δύο (2) θέσεων Συμβούλων για καθεμία από τις ειδικότητες των Θεραπευτών Λόγου, των Σχολικών Νοσηλευτών, των Εργασιοθεραπευτών – Εργοθεραπευτών και των Φυσικοθεραπευτών, με ό,τι συνεπάγεται για τα καθήκοντα των Συμβούλων αυτών. Επιπλέον, αποτελεί μεγάλη αδυναμία η παντελή απουσία Συμβούλου για την ειδικότητα του κλάδου ΠΕ31 (Κινητικότητας, Προσανατολισμού και Δεξιοτήτων Καθημερινής Διαβίωσης Τυφλών, των Συμβούλων Επαγγελματικού Προσανατολισμού Τυφλών και των Ειδικών στην Ελληνική Νοηματική), καθώς και Συμβούλου του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού που αφορά την πολυπληθέστερη κατηγορία από όλους τους κλάδους των συναδέλφων μας. Θεωρούμε θεμιτή την επανεκτίμηση των αριθμών των συμβούλων επί των λειτουργικών κενών κι όχι επί των οργανικών.
Άλλη αδικία που αφορά στο ζήτημα των συμβούλων, και συνδέεται με τους ΕΕΠ, εντοπίζεται αναφορικά με την επιλογή Συμβούλων Ειδικής Αγωγής. Αυτοί επιλέγονται ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς όλων των κλάδων με ειδίκευση στην Ειδική Αγωγή ή στη Σχολική Ψυχολογία, αποκλείοντας τα μέλη ΕΕΠ., ενώ ο 4547 άρθρο 22 παρ. 5 έλεγε ότι Συντονιστές Ειδικής Αγωγής επιλέγονται εκπαιδευτικοί όλων των κλάδων ή μέλη ΕΕΠ με πιστοποιημένη παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια.
Τα ΚΕΔΑΣΥ εμπίπτουν στις περιοχές εκπαίδευσης και δεν είναι αποκομμένα από τα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης των διευθύνσεων. Όλα αυτά τα χρόνια γνωρίζαμε ότι η διδακτική προϋπηρεσία είναι ενιαία σε σχολεία και ΚΕΣΥ, όπως επίσης και ήταν τυχαίο πού θα τοποθετηθεί κάποιος είτε με πρόσληψη ως αναπληρωτής, είτε με μετάθεση ανάλογα με τα κενά που υπήρχαν.
Οι σύμβουλοι ΕΕΠ, οι οποίοι προβλέπονται στο νέο νόμο (άρθρο 30, παρ1), έχουν υπό την ευθύνη τους και τα ΚΕΣΥ, παρόλα αυτά ζητείται διδακτική προϋπηρεσία 8 ετών, κατά συνέπεια αποκλείονται όσοι έχουν εργαστεί σε ΚΔΑΥ, ΚΕΔΔΥ, ΚΕΣΥ.
Συνεπώς η βελτιωτική μας πρόταση είναι, όπου στις διατάξεις του παρόντος μέρους τίθεται ως προϋπόθεση για τα μέλη του Ε.Ε.Π.
η συμπλήρωση ορισμένου χρόνου διδακτικής υπηρεσίας, νοείται η παροχή υποστηρικτικού έργου σε Σ.Μ.Ε.Α.Ε. ή σχολικές μονάδες της γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, φαίνεται καθαρά η προσθήκη ή ΚΕΔΑΣΥ ή ΚΕΣΥ ή ΚΕΔΔΥ ή ΚΔΑΥ. Ενώ στο άρθρο 15, τη παρ. 3, προβλέπεται πλέον η προϋπηρεσία σε ΚΕΔΑΣΥ, λείπει όμως εκείνη των ή ΚΕΣΥ ή ΚΕΔΔΥ ή ΚΔΑΥ, όπου αν στην προηγούμενη έκδοση, όπου αναφερόταν το ΚΕΔΑΣΥ, δεν αναφερόταν και τα παραπάνω πάντα μαζί, μπορεί να θεωρούνταν αυτονόητο, τώρα όμως δεν είναι!
Στο άρθρο 16, παρ.1, όπου αναγράφει ότι “σε κάθε Σ.Μ.Ε.Α.Ε. λειτουργεί Επιτροπή Διεπιστημονικής Υποστήριξης (Ε.Δ.Υ.), η οποία
συγκροτείται με απόφαση του διευθυντή ή του προϊσταμένου της Σ.Μ.Ε.Α.Ε. και αποτελείται από: τον διευθυντή ή προϊστάμενο της Σ.Μ.Ε.Α.Ε. με τον αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, καθώς και από εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης (Ε.Α.Ε.) πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τα μέλη του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) δύο κλάδων των ΠΕ30 κοινωνικών λειτουργών και των ΠΕ23 ψυχολόγων, οι οποίοι υπηρετούν στην ΣΜΕΑΕ και προσφέρουν βάση του ΕΕΠ τους εκπαιδευτικές ή υποστηρικτικές υπηρεσίες στον εκάστοτε μαθητή που αφορά η συνεδρίαση”, ενώ ουσιαστικά παρακάμπτει τα υπόλοιπα μέλη, καθώς στο ίδιο άρθρο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι “στις συνεδριάσεις της Ε.Δ.Υ.
μπορεί να καλούνται να συμμετέχουν, ωστόσο, χωρίς δικαίωμα ψήφου και μέλη του Ε.Ε.Π. της ίδιας ή άλλης ειδικότητας”. Συνεπώς, η ΕΔΥ, όπως διαφαίνεται, θα αποφασίζει για τους μαθητές, ακόμη και θέματα που άπτονται των ΕΕΠ λοιπών ειδικοτήτων (εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, φυσιοθεραπευτές, νοσηλευτές, κ.ά.), καθώς οι τελευταίοι δε θα έχουν δικαίωμα ψήφου. Ως συνδικαλιστικό όργανο που υπερασπίζεται το δίκαιο και την ισοτιμία για ΟΛΕΣ τις ειδικότητες του ΕΕΠ-ΕΒΠ, δεν μπορούμε να δεχτούμε κάτι τέτοιο κι απαιτούμε οι ΕΔΥ να απαρτίζονται από όλες τις ειδικότητες της διεπιστημονικής ομάδας.
Η ενδυνάμωση των συλλόγων και των συνεργασιών μεταξύ των διάφορων ειδικοτήτων είναι αυτή που μπορεί να επιφέρει την ενδυνάμωση της εκπαίδευσης και την εξυπηρέτηση των ωφελούμενων. Η συγκέντρωση στους «λίγους», δε συνάδει με τις επιταγές της διεπιστημονική πολυφωνίας και δημοκρατίας.
Εν συνεχεία, το άρθρο 17 (που αφορά στις Ε.Δ.Υ.), παράγραφος 11 να τροποποιηθεί ως εξής: Οι ώρες συνεδριάσεων της Ε.Δ.Υ. ανήκουν για τον πρόεδρο αυτής και τον εκπαιδευτικό της περ. β΄ της παρ. 3 και για τα υπόλοιπα μέλη στο διδακτικό τους ωράριο. Ακόμη, η επιλογή των μελών ΕΔΥ δεν μπορεί να πραγματοποιείται μόνο από μονοπρόσωπο όργανο, δηλαδή τον προϊστάμενο του ΚΕΔΑΣΥ. Χρειάζεται να τεθεί στον κανονισμό λειτουργίας των ΚΕΔΑΣΥ η συμβολή συλλογικού οργάνου. Επίσης κρίνουμε πως είναι απαραίτητο, να μετέχουν στις ΕΔΥ, μέλη ΕΕΠ (ΠΕ25) ή ΕΒΠ που υπηρετούν στο σχολείο στα πλαίσια προγράμματος υποστήριξης μαθητή/-των, όπως επίσης και μέλη ΕΕΠ (ΠΕ21, ΠΕ28, ΠΕ29, ΠΕ31), ή Εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής ειδικοτήτων που δεν υπηρετούν στη σχολική μονάδα, αλλά κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή τους στην διαδικασία αξιολόγησης ή/και υποστήριξης του μαθητή, όχι όμως του οικείου ΚΕΔΑΣΥ ή προσωπικού που υπηρετεί σε άλλη σχολική μονάδα, αλλά να προβλεφθούν θέσεις ΕΔΥ που θα υπάγονται στο ΚΕΔΑΣΥ και για τις συγκεκριμένες ειδικότητες..
Στο άρθρο 24 παρ1, να υπολογιστούν και να προτάσσονται για τις θέσεις των υπευθύνων αγωγής υγείας οι υγειονομικοί εκπαιδευτικοί ΠΕ87 και το Ε.Ε.Π.. Οι οικείοι συνάδελφοι, σύμφωνα με το πτυχίο τους, έχουν την αρμοδιότητα και τα προσόντα για τα καθήκοντα αυτής της θέσης.
Στο άρθρο 31, παρ. 6.δγ) Υποψήφιοι για τις θέσεις διευθυντών νηπιαγωγείων Ε.Α.Ε. μπορεί να είναι εκπαιδευτικοί του κλάδου νηπιαγωγών, εφόσον έχουν τα προσόντα διορισμού και τοποθέτησης σε Σ.Μ.Ε.Α.Ε. και έχουν συμπληρώσει διδακτική υπηρεσία τεσσάρων (4) τουλάχιστον ετών σε νηπιαγωγείο Ε.Α.Ε..», ζητάμε να προστεθεί και το Ε.Ε.Π.
Το άρθρο 53, επίσης είναι εκτός πραγματικότητας. Η παράγραφος 6 είναι ανάγκη να τροποποιηθεί ως εξής: «Τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. υποχρεούνται να εκδίδουν τις αξιολογικές εκθέσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, για το οποίο θα αποφανθεί η Ολομέλεια του ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. (να μην υπάρχει η αυστηρή προθεσμία των 60 ημερών, που είναι ανέφικτη ειδικά στα ΚΕΣΥ της Αττικής). Αν είναι να τεθεί χρονοδιάγραμμα, ένα εύλογο διάστημα θα ήταν οι 240 ημέρες.
Στο ίδιο άρθρο (άρθρο 53), ενώ είναι κατανοητός ο διοικητικός χαρακτήρας διεκπεραίωσης του εδαφίου 3 ως προς τις λίστες αναμονής, δηλαδή «τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. δύνανται να αξιολογούν μαθητές που φοιτούν μέχρι και την Α΄ τάξη Λυκείου όλων των τύπων και δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18) έτος της ηλικίας τους», ωστόσο αυτό είναι ενάντια στο βέλτιστο συμφέρον των εφήβων. Μπορεί να αποκλειστεί κάποιος έφηβος που πλησιάζει το δέκατο όγδοο (18) έτος της ηλικίας του, είναι Α’ Λυκείου και δεν έχει απευθυνθεί ποτέ στην υπηρεσία. Δεν είναι λίγοι οι μαθητές που απευθύνθηκαν για υποστήριξη σε φορείς όντας μαθητές των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου, είτε λόγω αναβλητικότητας της οικογένειας ως προς τις εκπαιδευτικές και ψυχοκοινωνικές τους δυσκολίες είτε για σοβαρά ζητήματα που προέκυψαν κατά την πορεία της εφηβείας προς την ενηλικίωση. Υπάρχει κίνδυνος στέρησης υπηρεσιών των μαθητών, καθώς μαθητές, οικογένειες, σχολεία, θα γνωρίζουν πως οι μαθητές και οι οικογένειες δεν «τις δικαιούνται»!!
Άλλο ζήτημα του άρθρου 53 αποτελεί το εδάφιο 4 που αναφέρεται στη βασική σύνθεση της διεπιστημονικής ομάδας (εκπαιδευτικός, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος) και στις προσθήκες λοιπών ειδικοτήτων σε αυτήν κατά ανάγκη (λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές). Η κάθε ειδικότητα, από την πλευρά του επιστημονικού της πεδίου είναι απαραίτητη στην αναγνώριση ζητημάτων, στη στοχοθεσία και στο πεδίο παρέμβασης ειδικών εκπαιδευτικών -κι όχι μόνο- αναγκών. Ειδικά, όσον αφορά σε εκτιμήσεις της προσχολικής αγωγής. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι ειδικότητες του λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή και φυσικοθεραπευτή, πολύ συχνά, βρίσκονται στα φυσικά όρια των δυνατοτήτων τους, προσπαθώντας να συνεργαστούν με πολλές ομάδες και αξιολογώντας μαθητές σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό, μέχρι και 40% συγκριτικά με άλλους συνάδελφος που ανήκουν σε υπο-ομάδες. Πολλές φορές, κάποια ζητήματα που άπτονται των συγκεκριμένων ειδικοτήτων είναι εμφανή και παραπέμπονται, άλλες φορές όχι, με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται εις βάθος και ολιστικά όλο το φάσμα της δυσκολίας του εκάστοτε μαθητή, αλλά ένα μέρος του. Επιπλέον, ο νόμος 3699/2008 στο άρθρο 12 παρ.3 προέβλεπε και την ύπαρξη ΠΕ25 Σχολικών Νοσηλευτών στα ΚΕΔΔΥ. Κάτι που δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το 2018 το άρθρο καταργήθηκε με τον νόμο 4547. Ωστόσο, ζητήματα που άπτονται ζητημάτων υγείας και ΕΠΕ που συνδέονται με εξειδικευμένα προγράμματα αγωγής υγείας, φανερώνουν την έλλειψη που δεν καλύφτηκε ποτέ και θα ήταν χρήσιμο να προβλεφθεί εκ νέου στα ΚΕΔΑΣΥ ή στις ΕΔΥ που υπάγονται σε αυτά.
Οι ειδικότητες των εκπαιδευτικών και ΕΕΠ των ΚΕΔΑΣΥ είναι ικανοί και πρέπει να είναι ικανοί να αναγνωρίζουν τα σημεία και τις δυσκολίες που άπτονται των ειδικοτήτων τους. Ωστόσο δεν είναι παν-επιστήμονες. Είναι αναγκαία η ολιστική διεπιστημονική οπτική. Η ολιστική κατανόηση των μαθησιακών και ψυχοκοινωνικών δυσκολιών τους, θα οδηγεί στην απρόσκοπτη κατάρτιση ενός ουσιαστικού και βιώσιμου Εξατομικευμένου Προγράμματος Εκπαίδευσης (Ε.Π.Ε.), καθώς θα έχουν εκτιμηθεί εξονυχιστικά η ιδιοσυστασία του παιδιού και εξειδικευμένες ανάγκες του.
Αναφορικά με το άρθρο 54, παράγραφος 3, είναι αναγκαίο να τροποποιηθεί ως εξής: για τη διαμόρφωση του Ε.Π.Ε., καθώς και για κάθε άλλο θέμα που αφορά στη διαδικασία αξιολόγησης και υποστήριξης, τα ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. συνεργάζονται υποχρεωτικά με την Ε.Δ.Υ., τους γονείς ή κηδεμόνες των μαθητών ή και τους μαθητές, μέσω πρωτοκόλλου συνεργασίας. Η άποψη των γονέων ή κηδεμόνων λαμβάνεται προαιρετικά υπόψη για την τελική διαμόρφωση του Ε.Π.Ε. και για την τελική αξιολογική έκθεση. Η άποψη των γονέων για το παιδί τους πάντα λαμβάνεται υπόψη και χρησιμοποιείται ως βασικό στοιχείο καθ’ όλη τη διαδικασία της αξιολόγησης. Ωστόσο, είναι λογικό οι γονείς να μην είναι πάντα αντικειμενικοί των δυσκολιών των παιδιών τους και να χρειάζονται καθοδήγησης και συμβουλευτικής υποστήριξης, και παράλληλα, το επιστημονικό προσωπικό είναι εκείνο που έχει τη γνώση και την εμπειρία να κρίνει το είδος των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών και των εξατομικευμένων παιδαγωγικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν.
Το άρθρο 66 αναφορικά με τα «πεδία και κριτήρια αξιολόγησης του έργου των μελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού των σχολικών μονάδων», αφενός δεν είναι σαφές τι εννοεί ως προς τον ορισμό της αξιολόγησης για το εκπαιδευτικό και το ΕΕΠ-ΕΒΠ προσωπικό, αφετέρου δεν έχουν εξασφαλιστεί από το ΥΠΑΙΘ βασικές προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας της σχολικών μονάδων και ΚΕΔΑΣΥ, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα και πολλάκις από πολλές επιστολές που έχουν σταλθεί από την οικεία Ομοσπονδία, τους περιφερειακούς συλλόγους της, αλλά και όμορους συλλόγους εκπαιδευτικών.
Αν και αναφέρθηκε παραπάνω, είναι αναγκαία η ειδική μνεία επί του άρθρου 89, παρ 1. Το οικείο άρθρο, το οποίο πραγματεύεται τη λειτουργία των εκπαιδευτικών ομίλων επισημαίνουμε πως η παντοδυναμία του Διευθυντή ή του Προϊσταμένου της σχολικής μονάδας ο οποίος μετά από εισήγηση του Συλλόγου Διδασκόντων ή εκπαιδευτικού/εκπαιδευτικών που έχουν τοποθετηθεί στη σχολική μονάδα ή με δική του πρωτοβουλία, δύναται να αποφασίζεται τη συγκρότηση και λειτουργία εκπαιδευτικών ομίλων μετά τη λήξη του ημερήσιου ωρολογίου προγράμματος διδασκαλίας κατόπιν σχετικής ενημέρωσης του Σχολικού Συμβουλίου και της οικείας δημοτικής αρχής», φέρει αντιδημοκρατική χροιά! Το αποφασίζει και διατάσσει ο Διευθυντής, μπορεί να οδηγήσει σε αυθαιρεσίες μονοπρόσωπου οργάνου με μη λογοδότηση και συνεκτίμηση της γνώμης του Συλλόγου Διδασκόντων.
Επίσης, στην Παρ. 2 του ιδίου άρθρου (89), η επισήμανση ότι «για κάθε εκπαιδευτικό όμιλο που συγκροτείται ορίζεται με απόφαση του Διευθυντή ή Προϊσταμένου της σχολικής μονάδας ένας εκπαιδευτικός ως Υπεύθυνος του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μπορεί να φέρει πολλές δυσλειτουργίες, όπως καταστρατήγηση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων υπό το καθεστώς απειλών και φόβου και δημιουργίας άνισων ή/και πελατειακών σχέσεων μεταξύ προϊσταμένων – διευθυντών και υφισταμένων. Η επιπλέον επισήμανση για το ότι «ο χρόνος που οι Υπεύθυνοι Εκπαιδευτικών Ομίλων αφιερώνουν στην οργάνωση και λειτουργία των εκπαιδευτικών ομίλων δεν προσμετράται στο εργασιακό τους ωράριο, αλλά συνεκτιμάται κατά την ατομική αξιολόγησή τους, καθώς και κατά την επιλογή τους ως στελεχών εκπαίδευσης», συνάδει με έντεχνη καταπάτηση του εργασιακού ωραρίου και απλήρωτη εργασία στο βωμό της ανασφάλειας για ατομική αξιολόγηση και της μοριο-θηρίας, όμοια της βαθμοθηρίας που καλλιεργούνταν από παλιά στους κόλπους της εκπαίδευσης.
Στο άρθρο 204 δεν έχουμε πολλές παρατηρήσεις. Θεωρούμε πως υπάρχει ανάγκη επιπλέον προσθηκών. Είναι επιβεβλημένη η μεγαλύτερη εμπλοκή των ΕΕΠ-ΕΒΠ. Συγκεκριμένα: α) να επεκταθεί η παρουσία των ΕΔΥ (πρώην ΕΔΕΑΥ), σε όλες τις μονάδες προσχολικής αγωγής, ώστε να είναι δυνατή τόσο η έγκαιρη ανίχνευση όσο και η ψυχοκοινωνική υποστήριξη των μαθητών και των οικογενειών τους, β) να ενισχυθούν οι ΕΔΥ με τις ειδικότητες των Λογοθεραπευτών, Εργοθεραπευτών και Φυσικοθεραπευτών, ειδικοτήτων απαραίτητων και εξειδικευμένων σε θέματα πρώιμης παρέμβασης, γ) παράλληλα να προβλεφθεί η ύπαρξη σε κάθε νηπιαγωγείο μέλους του Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (ΕΒΠ), υπεύθυνου για την επικούρηση της αυτό- ϋπηρέτησης των νηπίων, στην τουαλέτα, στη σίτιση και στις καθημερινές δραστηριότητες, τομείς που, σύμφωνα με τη διαπιστωμένη γνώμη των νηπιαγωγών, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και αναδύονται τα τελευταία χρόνια ως ιδιαίτερα προβληματικοί στα νήπια, δ) για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση σε θέματα υγείας, όπως και για την ισότιμη ενσωμάτωση των παιδιών με προβλήματα υγείας στο νηπιαγωγείο, απαραίτητη κρίνεται η παρουσία του Σχολικού Νοσηλευτή που υποστηρίζει παιδιά με προβλήματα υγείας (συνηθέστερα σακχαρώδη διαβήτη, επιληψία, αναφυλαξία κ.α.), προλαμβάνει και αντιμετωπίζει ατυχήματα και λοιμώξεις και εκπαιδεύει τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τα παιδιά στις πρώτες βοήθειες, στην υγιεινή διατροφή, στη φροντίδα προσωπικής υγιεινής, στην υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής και πολλά άλλα.
Αναφορικά με την οργάνωση της υποστήριξης των προ-νηπίων με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο σχολείο (άρθρο 204, παρ.2), αυτή χαρακτηρίζεται από προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. Όπως αναφέρει το σχέδιο νόμου, οι γονείς που θα διαθέτουν «σχετική ιατρική γνωμάτευση» από την οποία θα «προκύπτει η ανάγκη λήψης μέτρων υποστηρικτικής παρέμβασης» θα αιτούνται στα ΚΕΔΑΣΥ την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών των παιδιών τους, ένα χρόνο πριν την είσοδό τους στο νηπιαγωγείο. Είναι σημαντικό, να οριστεί ο χρόνος πραγματοποίησης της αξιολόγησης εφόσον το εκάστοτε παιδί έχει μίαν υποτυπώδη επαφή με εκπαιδευτικό πλαίσιο, ειδάλλως η όποια αξιολόγηση θα ήταν στο σύνολό της επισφαλής. Η προσχολική εκπαίδευση αποτελεί προνομιακό χώρο για την εγκαθίδρυση της ιδέας της ένταξης και συμπερίληψης σε ένα σχολείο για όλους. Η τοποθέτηση λοιπόν όλων των μαθητών στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς, με παράλληλη εφαρμογή μέτρων έγκαιρης ανίχνευσης και εξειδικευμένης υποστήριξης μέσα στα ίδια τα νηπιαγωγεία από διευρυμένες ΕΔΥ και η μετέπειτα αξιολόγησή τους από τα οικεία ΚΕΔΑΣΥ, θα ήταν μια δόκιμη και ασφαλής πρακτική για την ανίχνευση, διερεύνηση, αξιολόγηση και παρέμβαση επί των αναγκών των μαθητών.
Επιπρόσθετα, για άλλη μια φορά, το νομοσχέδιο (αρ. 204, παρ.3) αναφέρεται σε προγράμματα επιμόρφωσης, τα οποία ποτέ δεν έχουν υλοποιηθεί και είναι απορίας άξιο που γίνεται αναφορά σε αυτά. Η πρώιμη (έγκαιρη) παρέμβαση στην εκπαίδευση αποτελεί εδώ και δεκαετίες διακηρυγμένη υποχρέωση της πολιτείας που ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Η παρουσία ΕΕΠ και ΕΒΠ φαίνεται συνεχώς πόσο λείπει από τις γενικές και σε κάποιες περιπτώσεις και από τις ειδικές σχολικές μονάδες. Με τη συστημική και πραγματική συνύπαρξη των εκπαιδευτικών, των ΕΕΠ και των ΕΒΠ σε όλες τις εκπαιδευτικές μονάδες θα ήταν καινοτομία για την Ελλάδα και προσέγγισή της στα Ευρωπαϊκά και Παγκόσμια ανεπτυγμένα πρότυπα, αν η συνεργασία παιδιού, γονέα-κηδεμόνα, ΕΔΥ, σχολείου, ΚΕΔΑΣΥ, φορέων διάγνωσης και θεραπευτικής παρέμβασης, θα ήταν απρόσκοπτη και η δημιουργία και υλοποίηση ΕΠΕ και παρεμβάσεων, εξασφαλισμένη.
Εν κατακλείδι οι ελλείψεις είναι πολλές. Οι προδιαγραφές ποιότητας σε υποδομές λίγες. Η αποτίμηση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας και των συντελεστών της είναι μια διαδικασία που θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό αλλαγής και βελτίωσης, στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση και κατ’ επέκταση στην εφαρμογή ενταξιακής πολιτικής και στην προαγωγή συμπεριληπτικής κουλτούρας. Η ουσιαστική αξιολόγηση της οργάνωσης, των δομών, της υποδομής και των διαδικασιών των υπηρεσιών ΕΑΕ, με αρωγό και συμμάχους τους ίδιους τους εργαζόμενους, θα συνέβαλλε στην βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχονται στους μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.
Αν πραγματικά το ΥΠΑΙΘ επιθυμεί να βελτιώσει την ποιότητα της Δημόσιας Εκπαίδευσης, τότε πρέπει άμεσα να προχωρήσει σε αύξηση της χρηματοδότησης της Παιδείας, με μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών, ΕΕΠ και ΕΒΠ, κατασκευή σύγχρονων κτηριακών υποδομών και παροχή σύγχρονου εξοπλισμού.
Αν πραγματικά το ΥΠΑΙΘ ενδιαφέρεται για την βελτίωση των παροχών στις εκπαιδευτικές δομές και τα σχολεία να ικανοποιήσει το αίτημα του συνόλου των κλάδων των εκπαιδευτικών, του ειδικού εκπαιδευτικού και ειδικού βοηθητικού προσωπικού, για καθολική, ετήσια, επιμόρφωση, αλλά και επιστημονική εποπτεία. Το τελευταίο για τους ΕΕΠ-ΕΒΠ θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω των συμβούλων ΕΕΠ-ΕΒΠ.
Η επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών, ΕΕΠ και ΕΒΠ, τόσο στο γνωστικό τους αντικείμενο, όσο και στις συνεχώς εξελισσόμενες παιδαγωγικές, διδακτικές και υποστηρικτικές μεθόδους, αποτελεί βασική παράμετρο βελτίωσης των εκπαιδευτικών λειτουργών και του παρεχόμενου εκπαιδευτικού και υποστηρικτικού του έργου, όχι όμως σα μέτρο τιμωρητικής χροιάς όπως παίρνει στα πλαίσια της αξιολόγησης του εν λόγω νομοσχεδίου, αλλά ως δικαίωμα των επαγγελματιών που προσφέρουν άοκνα τις υπηρεσίες τους για την εξυπηρέτηση των ωφελούμενων παιδιών και των οικογενειών τους.
Απαιτούμε από την Κυβέρνηση να σταθεί συνεπής στις δεσμεύσεις της και να δώσει βήμα σε εκπρόσωπους μας για ανοιχτή παράθεση των επιχειρημάτων μας και διάλογο!!
Απαιτούμε την άρση της παρεμπόδισης της ελευθερίας των συνδικαλιστικών δράσεων και της υλοποίησης αποφάσεων σωματείου με απειλές αρνητικών αξιολογήσεων και στέρησης του δικαιώματος της μονιμοποίησης ή/και της καθυστέρησης υπηρεσιακής μεταβολής δοκίμων.
Ζητάμε να παρθούν τώρα μέτρα για την προετοιμασία της επόμενης σχολικής χρονιάς με βάση τις διεκδικήσεις μας και το πραγματικό συμφέρον επί του συνόλου των εκπαιδευτικών κοινοτήτων πανελλαδικά!
Καλούμε τους Περιφερειακούς Συλλόγους, τους Εκπαιδευτικούς, το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό, το Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό, τους γονείς, τους μαθητές/τριες, να είναι σε εγρήγορση ώστε να συνταχθούν μαζί μας στην πρώτη καταπάτηση δικαιωμάτων ή στρεβλής χρήσης των χωρίων του παρόντος νομοσχεδίου!