Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος ορίζει στο άρθρο 9, παρ. ε΄ τα εξής: «(η Δ.Ι.Σ.) παρακολουθεί το δογματικόν περιεχόμενον των διά τα σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικών βιβλίων του μαθήματος των Θρησκευτικών».
Την διάταξη αυτή υπενθύμισε στους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατά την εισηγητική του ομιλία στην συνεδρία της έκτακτης Ιεραρχίας της 27ης Ιουνίου 2017 που μοναδικό θέμα είχε το μάθημα των Θρησκευτικών.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 2 Ιουλίου 2017 ο Πρόεδρος του ΙΕΠ Γεράσιμος Κουζέλης σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ απαντώντας σε ερώτηση εάν στα νέα βιβλία Θρησκευτικών που θα γραφούν θα έχει λόγο η Εκκλησία απάντησε: «Όχι, πρέπει να δει μόνο, εάν στέκει η δογματική απόδοση των αποσπασμάτων, που έχουν να κάνουν με την ορθόδοξη πίστη». Με την απάντησή του αυτή ο Πρόεδρος του ΙΕΠ επιχειρεί να ερμηνεύσει την διάταξη του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας με τρόπο λίαν περιοριστικό της δυνατότητας παρέμβασης της Εκκλησίας στα βιβλία Θρησκευτικών. Ενώ ο Καταστατικός Χάρτης δίνει ξεκάθαρα δικαίωμα παρακολούθησης του δογματικού περιεχομένου των σχολικών βιβλίων Θρησκευτικών εκείνος κάνει λόγο για έλεγχο μόνο των αποσπασμάτων των βιβλίων που αφορούν στην ορθόδοξη πίστη!
Στην πραγματικότητα ο Καταστατικός Χάρτης δίνει στην Εκκλησία δικαίωμα παρέμβασης και λόγου για όλο το περιεχόμενο των βιβλίων Θρησκευτικών σε ζητήματα που άπτονται της δογματικής διδασκαλίας της. Έτσι εάν οι ενότητες των διδακτικών βιβλίων έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δογματική της διδασκαλία ή με τρόπο άμεσο ή έμμεσο υποσκάπτουν την δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας τότε η Σύνοδος έχει δικαίωμα όχι απλώς να ζητήσει αλλά να απαιτήσει ως εκ του νόμου (του Καταστατικού Χάρτη της) την αλλαγή των σχετικών αναφορών.
Σε ευρύτερη κλίμακα η Εκκλησία θα έπρεπε ήδη να ζητήσει ριζικές αλλαγές στο προτεινόμενο νέο μάθημα Θρησκευτικών, έως και την πλήρη απόσυρσή του, για λόγους δογματικούς καθότι η πανθρησκειακή και μεταπατερική προοπτική του έρχεται σαφώς σε αντίθεση με τη δογματική της διδασκαλία. Όταν οι αιρετικοί που έχουν καταδικαστεί από Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους προβάλλονται ισότιμα με τους αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όταν αποφεύγεται ακόμη και η αναφορά των λέξεων «αίρεση» και «αιρετικός» τότε η Εκκλησία έχει λόγους να ζητήσει πλήρη αναθεώρηση των νέων Θρησκευτικών. Οι ψευδοδιδασκαλίες και οι ψευδοδιδάσκαλοι που οι άγιοι της Ορθοδοξίας καταδίκασαν με Συνόδους και ανέτρεψαν με κείμενα γνήσιας ορθόδοξης θεολογίας δεν είναι δυνατόν να γίνονται δεκτά από την Εκκλησία της Ελλάδος ως αντικείμενο διδασκαλίας με θετικό πρόσημο στο μάθημα των Θρησκευτικών.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να έχει αντιληφθεί το χρέος της απέναντι του θρησκευτικού μαθήματος το οποίο απορρέει εκτός όλων των άλλων και εκ του νόμου του Κράτους. Αφήνει ανενόχλητο το ΙΕΠ και τους θεολόγους του να εισάγουν καινοφανείς «θεολογίες», μεταπατερικές αναζητήσεις και προσωπικούς στοχασμούς στο θρησκευτικό μάθημα και δεν ασκεί ενεργά το δικαίωμα ελέγχου των αποκλίσεων αυτών από την δογματική διδασκαλία της όπως αυτή παραδόθηκε από τους Αγίους Πατέρες.
Επειδή ο αντίλογος υπάρχει και είναι ότι τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει για όλα τα μαθήματα και για τα Θρησκευτικά το Υπουργείο Παιδείας και το ΙΕΠ, η απάντηση είναι ότι ενδιάμεσο αλλά κεντρικό ρόλο ειδικά για το μάθημα των Θρησκευτικών έχει η Εκκλησία σύμφωνα με την ανωτέρω πρόβλεψη του Καταστατικού Χάρτη. Τέτοια πρόβλεψη υπάρχει μόνο για τα Θρησκευτικά και για το λόγο αυτό ναι, τα Θρησκευτικά δεν είναι ένα μάθημα όπως όλα τα άλλα μαθήματα.
Τέλος η Εκκλησία της Ελλάδος εάν κατά την άσκηση της υποχρέωσής της να ελέγχει το δογματικό περιεχόμενο των βιβλίων Θρησκευτικών συναντά εμπόδια από το Υπουργείο Παιδείας ή διαπιστώνει ότι οι επισημάνσεις της παραθεωρούνται ή βρίσκεται ενώπιον προειλημμένων αποφάσεων και τετελεσμένων πράξεων πρέπει να προσφύγει επισήμως στην ελληνική δικαιοσύνη ζητώντας την εφαρμογή των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη και την ακύρωση οποιασδήποτε πράξεως του Υπουργείου Παιδείας και του ΙΕΠ η οποία έγινε αντίθετα με τις διατάξεις αυτές.