Του Νίκου Τσούλια
Φυσικά είναι πολύ δύσκολη – αν όχι αδύνατη – η όποια προσέγγιση της επίδρασης του βιβλίου στον άνθρωπο. Το βιβλίο είναι απόλυτα συναρτημένο με τον κόσμο των γραμμάτων, δε συνιστά αυτοτελή θεσμό και σε κάθε περίπτωση είναι ένας εκφραστής του Λόγου. Ωστόσο, υπάρχουν περιθώρια για μια σχετική συζήτηση, υπάρχει έδαφος για μια ανίχνευση του ρόλου του βιβλίου – ως αυτόνομου εργαλείου – επί του ανθρώπου.
Ας υποθέσουμε ότι διαβάζουμε το ίδιο κείμενο αφενός σε ένα βιβλίο και αφετέρου σε μια εφημερίδα. Βιώνουμε την ίδια επίδραση, γευόμαστε την ίδια αίσθηση; Θεωρώ πως όχι. Ακόμα και το κράτημα καθ’ εαυτό του βιβλίου σε σχέση με εκείνο της εφημερίδας δίνει άλλη εικόνα του εαυτού μας, πιο στοχαστική, πιο συγκροτημένη, με άλλον ορίζοντα. Αλλά και ένας παρατηρητής που βλέπει έναν αναγνώστη βιβλίου και έναν αναγνώστη εφημερίδας έχει άλλη προσλαμβάνουσα παράσταση, εύκολα θα διακόψει τον αναγνώστη της εφημερίδας αλλά θα το σκεφτεί πολύ για ανάλογη πράξη στον αναγνώστη του βιβλίου, σέβεται περισσότερο την προσήλωση του βιβλιοαναγνώστη. Το βιβλίο δημιουργεί ένα σκηνικό συστηματικής εμβάθυνσης και διεξοδικής μελέτης, ενώ η εφημερίδα συγκροτεί σκηνικό προσωρινό και εφήμερο, όπως και το ίδιο το όνομά της μαρτυρεί. Φυσικά υπάρχει το περιεχόμενο του βιβλίου ή εκείνο της εφημερίδας που προσδίδει στα αντικείμενα αυτά τη σχετική ακτινοβολία και την ανάλογη αίγλη τους. Και είναι το βιβλίο που έχει δημιουργήσει στο μακρύ διάβα της ιστορίας του μια ιερή εικόνα, έναν πολυσήμαντο συμβολισμό.
Αν δούμε έναν να κρατάει βιβλία στο χέρι, δεν προσλαμβάνουμε μια γεύση οικειότητας και δεν μάς παρακινεί η όλη εικόνα να ρωτήσουμε με ευκολία κάτι που μπορεί να μάς απασχολεί σε σχέση με έναν άλλο που έχει τα χέρια του ξερά ή κρατάει οτιδήποτε άλλο υλικό αγαθό. Ακόμα και αν δούμε κάποιον με τσάντα που να υποδηλώνει ότι περιέχει βιβλία, η εικόνα του δεν είναι η ίδια με την εικόνα εκείνου που έχει ολοφάνερη την παρουσία των βιβλίων.
Ας υποθέσουμε ότι επισκεπτόμαστε ένα σπίτι με έντονη την παρουσία των βιβλίων και ένα άλλο όπου βιβλίο δεν φαίνεται πουθενά. Δημιουργείται η ίδια εικόνα για τα ενδιαφέροντα ή ακόμα και για το ποιόν των ανθρώπων στη μια ή στην άλλη περίπτωση; Σαφώς όχι. Αλλά ακόμα και αν ξέρουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις οι ιδιοκτήτες των σπιτιών έχουν τα ίδια εκπαιδευτικά προσόντα (πτυχία κλπ), δημιουργείται στον ψυχικό μας κόσμο η εντύπωση ότι έχουν την ίδια μορφωτική ακτινοβολία και την ίδια πνευματικότητα; Σαφώς όχι. Και όλες αυτές τις συγκριτικές διαφορές δεν τις αντιλαμβάνεται μόνο ένας βιβλιοφάγος – που ούτως ή άλλως έχει την παραξενιά του και η βιβλιοαδυναμία του δημιουργεί το ξεχωριστό πρίσμα προσέγγισης – αλλά και ένας που δεν έχει καλή σχέση με το βιβλίο του. Σε αυτή την περίπτωση, η καλύτερη εικόνα για τον φέροντα τα βιβλία θα δημιουργηθεί συνειρμικά είτε γιατί θα θυμηθεί τα σχολικά του χρόνια είτε γιατί θα φέρει στη σκέψη του τα παιδιά του που διαβάζουν είτε…
Αλλά με το βιβλίο συμβαίνει και κάτι περίεργο. Ενώ είναι από τα πιο διαδεδομένα υλικά – πνευματικά αγαθά στην ιστορία του ανθρώπου, σού δίνει τη δυνατότητα να αποκτάς μια απόλυτα προσωπική σχέση, μια ιδιότυπη σχέση χαρακτηριστική σε κάθε άνθρωπο. Άλλος έχει μανία να κουβαλάει πάντα ένα βιβλίο μαζί του, γιατί αλλιώς νιώθει μοναξιά ή ένα περίεργο κενό. Άλλος θέλει να έχει πάνω στο γραφείο του μια στοίβα βιβλίων, ανεξάρτητα αν είναι προς διάβασμα ή όχι· μπορεί για συντροφιά, μπορεί και για απλό στυλ. Άλλος χαϊδεύει τα αγαπημένα του βιβλία κάθε τόσο ή τα ξεφυλλίζει σαν να πρόκειται να δει κάτι διαφορετικό από τότε που το διάβασε. Άλλος δεν θέλει να δανείζει τα βιβλία του, γιατί αισθάνεται μια περίεργη έλλειψη και προτιμά ακόμα και να αγοράζει ένα άλλο για να το χαρίσει, αν δεν μπορεί να αποφύγει την πίεση. Άλλος έχει για κάθε ξεχωριστό βιβλίο ειδική θέση στην καλή του βιβλιοθήκη, τού έχει και ξεχωριστό σελιδοδείκτη, του μυρίζει και τα φύλλα του κάθε τόσο!
Πόσα και πόσα βιβλία δεν έχουν μια ξεχωριστή θέση στην σκέψη μας και στην καρδιά μας και δεν είναι σε κοινή πορεία με τον εαυτό μας και με τη ζωή μας; Ένα βιβλίο μπορεί να σού εκφράζει την πιο στενή ιδιότυπη φιλία και παράλληλα να το αισθάνεσαι ως terra incognita, γιατί σε κάθε ανάγνωσή του όλο και κάτι διαφορετικό σού λέει και δεν μπορείς να αντιληφθείς από πού ξεκινάει όλος αυτός ο κόσμος αφού έχεις το βιβλίο στα χέρια σου και το νιώθεις σαν απόλυτα δικό σου. Τι είναι τελικά αυτό που σού ξεφεύγει;
Ίσως ο Δ. Δαλδάκης (Η λογοτεχνία είναι μια επινόηση στον δρόμο για κάτι άλλο) να έχει μια καλή εξήγηση. «Το βιβλίο είναι δύσκολο. Θέλει κουράγιο και δύναμη. Μόνος μπαίνεις στο άγνωστο. Στην πιο απλή περίπτωση θα συναντήσεις τον εαυτό σου. Και αυτό τρομάζει. Είναι σαν να παίρνεις, μόνος σου, τον δρόμο του ταξιδιού, στο άγνωστο, στην τύχη. Στην ανάγνωση δεν χωράνε μάτια περισσότερα απ’ τα δικά σου. Στην πρώτη σειρά κινδυνεύεις ν’ ανακαλύψεις ότι δεν ξέρεις τίποτα, ότι δεν είσαι τίποτα ή, για να είμαστε πιο επιεικείς, ότι δεν είσαι αυτός που νόμιζες. Η γλώσσα είναι άλλη· είναι δύστροπη … Ακουμπάς το βιβλίο στο κομοδίνο σου. Σβήνεις το φως. Και πέφτεις για ύπνο. Δεν κοιμάσαι αμέσως. Είσαι ταραγμένος από αυτά που διάβασες. Πώς να τα συνδυάσεις, να τα βάλεις σε μια γραμμή που να σου πηγαίνει. Ή το καταφέρνεις ή και όχι. Ή κοιμάσαι γρήγορα ή και όχι. Ή ταιριάζει σ’ όνειρο ή και όχι. Μα τα φώτα έσβησαν. Την επομένη θα ξαναπιάσεις το βιβλίο. Ή και όχι. Δεν έχει σημασία. Για λίγο ταξίδεψες. Ξήλωσες έναν πόντο από τη σιγουριά σου. Με το επόμενο βιβλίο δεν θα ‘σαι ίδιος. Θα ‘ναι άλλη η πόλη. Και η παρέα».
Είναι λοιπόν το βιβλίο εκφραστής των γραμμάτων, αλλά έχει δημιουργήσει τη δική του αυτόνομη επικράτεια, μια επικράτεια που τέμνεται από τα γράμματα αλλά και που αναδύει μια ιδιοπροσωπία με έντονους συμβολισμούς, μια μοναδική μορφολογία και λειτουργία, μια εικόνα απόλυτα σημαντική και φοβερά δημιουργική, γιατί ναι μεν το βιβλίο αναφέρεται μάλλον στο παρελθόν, σε κάτι που έχει γίνει αλλά παράλληλα δίνει την βέβαιη αίσθηση ότι ο ρόλος του είναι στο μέλλον. Γιατί επωάζει τις φιλοδοξίες μας, γιατί δημιουργεί όνειρα μέσα στα όνειρά μας, γιατί δροσίζει την ξηρασία της σημερινής άνυδρης κοινωνίας μας.