Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς – ή και μερικές εβδομάδες αργότερα – αφήνουν πίσω οικογένειες και φίλους, προκειμένου να μπουν στις σχολικές αίθουσες κάποιου απομακρυσμένου χωριού ή κάποιου μικρού νησιού της άγονης γραμμής. Εκατοντάδες εκπαιδευτικοί – κυρίως αναπληρωτές – στελεχώνουν τα σχολεία των παραμεθόριων περιοχών, διδάσκοντας στους λιγοστούς μαθητές.
Ο φετινός Σεπτέμβρης ξεκίνησε με πολλά κλειστά σχολεία, κυρίως σε περιοχές απομακρυσμένες, σε μικρά νησιά. Το κουδούνι ένα μήνα να χτυπήσει στο Δημοτικό Σχολείο Αγαθονησίου ή στους Αρκιούς ενώ το Γυμνάσιο του Αγίου Ευστρατίου υπολειτουργούσε, αφού οι μόνοι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι παρουσιάστηκαν από την πρώτη κιόλας μέρα ήταν ο Διευθυντής και η Θεολόγος.
Τα νησιά αυτά ανέμεναν βδομάδες τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, για να διδάξουν στις τάξεις. Από την άλλη πλευρά, οι εκπαιδευτικοί αυτοί ανέμεναν με τις βαλίτσες στο χέρι να μάθουν για το διορισμό τους, πού θα τους στείλει αυτή τη σχολική χρονιά το κράτος και αν θα είναι κάποιο μέρος, το οποίο είχαν εξαρχής επιλέξει. Αυτή, όμως, η διαδικασία, όπως λέει και η δασκάλα του μονοθέσιου Δημοτικού Σχολείου στην Τέλενδο με τους τρεις μαθητές, που για τέταρτη συνεχή χρονιά διορίζεται στο μικρό νησάκι απέναντι από την Κάλυμνο, αυτό θα πρέπει να σταματήσει. Κάποια στιγμή, όπως λέει η ίδια, θα πρέπει να γίνουν διορισμοί για να ανοίγουν τα σχολεία στην ώρα τους και να ξέρουν οι εκπαιδευτικοί ποια τελικά θα είναι η βάση τους.
Την περασμένη χρονιά η Ελληνική Εθνική Επιτροπή για την UNESCO, θέλοντας να επιβραβεύσει τις πρωτοβουλίες, τις δράσεις και την προσφορά εκπαιδευτικών Α/θμιας εκπαίδευσης σε παραμεθόριες περιοχές προκήρυξε 15 «Βραβεία Eκπαιδευτικής Προσφοράς σε Παραμεθόριες Περιοχές». Εκπαιδευτικοί από σχολεία της Ορεστιάδας, του Αγαθονησίου, του Καστελόριζου, των Φούρνων Ικαρίας, της Λήμνου βραβεύθηκαν τον Ιούνιο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο.
Πώς, όμως, είναι να ζει και να διδάσκει κανείς σε ένα απομακρυσμένο νησί, με εξαιρετικά δύσκολη ακτοπλοϊκή σύνδεση το χειμώνα και πολλές φορές με «κλειστό» κέντρο υγείας; Εκπαιδευτικοί της άγονης γραμμής μιλούν για την εμπειρία, τις δυσκολίες αλλά και τους ανθρώπους των παραμεθόριων περιοχών.
«Αξίζει να έρθει κάποιος να διδάξει»
Μπορεί να μην είναι Λειψιώτισα – στα Κουφάλια τη Θεσσαλονίκης μεγάλωσε – αλλά πλέον κοντεύει να γίνει. Η εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής Μαρία Βαντσιούρη προσφέρει εδώ και έξι χρόνια τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες της ως αναπληρώτρια στα πιτσιρίκια του Δημοτικού Σχολείου των Λειψών. Έτσι έχει βιώσει από πρώτο χέρι την εμπειρία της εκπαίδευσης στα νησιά της άγονης γραμμής.
Πλέον ζει μόνιμα στο νησί με τον σύζυγό της που έχει καταγωγή από τους Λειψούς και την κορούλα τους. Όπως λέει, δεν είχε επιλέξει εξ αρχής να μείνει στο νησί των Δωδεκανήσων αλλά προτού φτάσει εκεί είχε κάνει ένα…μίνι τουρ σε παραμεθόριες περιοχές. «Νωρίτερα ήμουν στη Λέρο και πιο πριν είχα διδάξει στη Χίο» θυμάται η κ.Βαντσιούρη. Στη συνέχεια, λέει, προέκυψε θέση εκπαιδευτικού ειδικής αγωγής για τους Λειψούς και σκέφτηκε να δηλώσει εκεί και έως σήμερα συνεχίζει να μένει και να διδάσκει στο νησί.
Το να μείνει κάποιος σ’ ένα μικρό νησί, σε μία παραμεθόριο περιοχή «δεν είναι η πιο εύκολη υπόθεση» τονίζει. «Στην περίπτωσή μου βοήθησε ο χαρακτήρας μου και το γεγονός ότι είχα μείνει και στο παρελθόν σε ακριτικές περιοχές». Ένα ακριτικό νησί δεν έχει καμία σχέση με αυτό που μπορεί να έχουν γνωρίσει πολλοί το καλοκαίρι στις διακοπές τους. «Μόνο αν ζήσει κάποιος εδώ χειμώνα το καταλαβαίνει. Σκεφτείτε ότι την πρώτη χρονιά που ήρθα στους Λειψούς ο χειμώνας δεν ήταν πολύ βαρύς. Ήταν και οι συγκοινωνίες καλύτερες. Συνεπώς μπορούσαμε να πούμε πως θα πάμε για μία εκδρομή μέχρι την Πάτμο. Στη συνέχεια όμως οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες χειροτέρεψαν και ήρθε και η κρίση…».
Το σημαντικότερο πρόβλημα βέβαια παραμένει ο φόβος και η αγωνία για τα θέματα υγείας. «Οι γιατροί είναι πάντα ένα θέμα. Ειδικά αν είσαι γονιός το σκέφτεσαι…». Συνεπώς, επισημαίνει η κ.Βαντσιούρη, για όλους τους παραπάνω λόγους «είναι σημαντικό να δίνονται κίνητρα στους εκπαιδευτικούς να έρχονται εδώ για να προσφέρεται καλή εκπαίδευση στα παιδιά και να βοηθούν το νησί. Αξίζει να έρθει κάποιος να διδάξει».
Με την εμπειρία των έξι ετών στους Λειψούς η εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής τονίζει πως τα παιδιά έχουν ανάγκη από δραστηριότητες ψυχαγωγίας. Συνεπώς ό,τι τους προσφέρεται στο σχολείο – όπως τα τελευταία χρόνια που έρχονται δάσκαλοι για μουσική, κουνγκ φου – τα παρακολουθούν με ενδιαφέρον.
«Στο Αγαθονήσι αισθανόμουν ντόπια»
Για τρία χρόνια ήταν η δασκάλα του Αγαθονησίου. Ένα χρόνο πριν πάει στοβορειότερο νησί του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος, ήταν στο ανατολικότερο άκρο της χώρας, το Καστελόριζο.
Η Χριστίνα Φαναρά, με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, ως η εκπαιδευτικός του μονοθέσιου Δημοτικού στο νησί, έκανε ό, τι κάνει ένα ολόκληρο σχολείο. Από φέτος, έχοντας πάρει μόρια λόγω παραμεθορίου, διορίστηκε σε σχολείο της Χαλκιδικής. «Ήταν μία μοναδική εμπειρία με αρκετές, βέβαια, δυσκολίες. Τώρα που έφυγα αναπολώ αυτά τα χρόνια. Την πρώτη χρονιά είχα τρεις μαθητές, τη δεύτερη δύο και την τρίτη έξι και μάλιστα όλων των τάξεων πλην της πρώτης. Σε ένα μονοθέσιο σχολείο τα παιδιά μαθαίνουν να είναι υπεύθυνα γιατί ξέρουν ότι ο δάσκαλος δεν μπορεί να είναι συνέχεια πάνω από το κεφάλι τους, καθώς έχει να ασχοληθεί και με μαθήματα άλλων τάξεων. Το να είσαι δάσκαλος σε ένα ακριτικό νησί είναι μεγάλη ευθύνη γιατί πρέπει να μάθεις σε αυτά τα παιδιά πράγματα που για σένα είναι φυσιολογικά και δεδομένα, για εκείνα, όμως, όχι», εξηγεί.
Οι δυσκολίες πολλές. «Πριν πάω στα νησιά αυτά φοβόμουν πως αν αρρωστήσω, μπορεί και να μην προλάβω να φύγω. Άφησα πίσω τον σύζυγό μου και λόγω της δύσκολης ακτοπλοϊκής σύνδεσης μπορούσαν να με επισκεφθούν ή να φύγω τις αργίες ή το καλοκαίρι. Αλλά όλα συνηθίζονται. Γίνεσαι μέλος μίας μεγάλης παρέας. Συνάντησα ανθρώπους στο Αγαθονήσι που σπάνια συναντάς. Ακούν πολύ τη γνώμη του δασκάλου και περιμένουν να τους βοηθήσει. Αισθανόμουν ντόπια μετά από τρία χρόνια παραμονής εκεί», θυμάται η κ Φαναρά, η οποία είναι απογοητευμένη που σχεδόν ένα μήνα μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, οι παλιοί της μαθητές δεν έχουν ακόμη δάσκαλο.
Από τους Φούρνους Ικαρίας στη Σχοινούσα
Από την Καστοριά τόπο καταγωγής της βρέθηκε για δύο χρόνια στους Φούρνους Ικαρίας. Η νηπιαγωγός Γλυκερία Τζήμα φέτος κλείνει οχτώ χρόνια διδασκαλίας. Το 2013 διορίστηκε στην 16η επιλογή της, την Ικαρία και από κει βρέθηκε με απόσπαση στους Φούρνους.
«Ήθελα να ζήσω την εμπειρία του να διδάσκεις και να ζεις σε ένα νησί, και μάλιστα τόσο μακρινό, και τους χειμερινούς μήνες. Στο ολοήμερο νηπιαγωγείο ήμασταν δύο εκπαιδευτικοί και τον πρώτο χρόνο είχαμε 17 παιδιά και το δεύτερο 15. Τα προβλήματα ήταν πολλά, με βασικότερο το γεγονός ότι το πλοίο πολλές φορές λόγω καιρού δεν μπορούσε να έρθει, υπήρχαν ελλείψεις σε τρόφιμα στα σούπερ – μάρκετ αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα αποκλεισμένη».
Ο τόσο μακρινός από την Καστοριά τόπος, έκανε πολύ δύσκολες και τις επισκέψεις του συζύγου της, ο οποίος έπρεπε να παραμείνει λόγω δουλειάς στην πόλη. Μέχρι πριν λίγες μέρες η κ Τζήμα βρισκόταν στη Σύρο με τις βαλίτσες ανά χείρας, περιμένοντας το διορισμό της για κάποιο νησί των Κυκλάδων. «Πρώτη μου επιλογή είναι το νηπιαγωγείο στη Σχοινούσα, οπότε πιστεύω πως εκεί θα είναι οι επόμενοι μαθητές μου».
Ο δάσκαλος της Χρυσομηλιάς Φούρνων
Έχει καθίσει στην έδρα του δασκάλου σε σχολεία στην Κεφαλονιά, την Νάξο, το Ρέθυμνο, την Ορεινή Αρκαδία. Προτελευταίος σταθμός της 9χρονης διδασκαλικής του πορείας ήταν οι Φούρνοι Ικαρίας. Παρόλο που ο Βολιώτης Στέλιος Σακελλαρίου, στα 28 του χρόνια είχε τη δυνατότητα να διοριστεί σε σχολείο στη Σκιάθο, δηλαδή κοντά στον τόπο κατοικίας του, εκείνος τελικά επέλεξε τους Φούρνους Ικαρίας. «Και δεν το μετάνιωσα. Μάλιστα, ήμουν για δύο χρόνια ο δάσκαλος στο μονοθέσιο σχολείο της Χρυσομηλιάς, χωριό 15 χιλιόμετρα μακρυά από την πρωτεύουσα του νησιού».
Όπως λέει ο κ Σακελλαρίου, εκείνος ήταν και δάσκαλος, και διευθυντής, και υδραυλικός και ηλεκτρολόγος στο σχολείο. «Είχα 10 μαθητές πέντε διαφορετικών τάξεων. Ήταν, όμως, παρά τις δυσκολίες, μοναδική εμπειρία. Κι όταν λέμε δυσκολίες εννοούμε ότι τους τέσσερις μήνες του χειμώνα το καράβι ερχόταν μία φορά την εβδομάδα και με απαγορευτικό μπορεί να έκανε και δύο και τρεις εβδομάδες. Είχαμε συχνές διακοπές ρεύματος, κατ’ επέκταση η επικοινωνία με τον “έξω κόσμο” ήταν δύσκολη ενώ οι επισκέψεις από συγγενείς και φίλους ήταν περιορισμένες, αφού για να έρθουν μπορεί να χρειάζονταν ακόμη και μία ολόκληρη μέρα».
Η φετινή σχολική χρονιά τον βρίσκει και πάλι στη Νάξο και σιγά σιγά ελπίζει πως με τα μόρια που συγκεντρώνει θα καταφέρει να πάει και κοντά στην πόλη του, τον Βόλο.
«Αν μπορούσα θα έμενα κι άλλο»
Επί τρία χρόνια δίδασκε αγγλικά στους μαθητές δύο δημοτικών σχολείων της Λήμνου. Του Μούδρου και του Κοντοπουλίου. Η παραμονή της στο ακριτικό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου μπορεί να είχε δυσκολίες αλλά η εκπαιδευτικός Κωνσταντινιά Βόιτσιου – που από φέτος διδάσκει στη Λάρισα – λέει πως ήταν και μία εμπειρία που της πρόσφερε πάρα πολλά. «Το χάρηκα και αν είχα τη δυνατότητα θα ήθελα να μείνω κι άλλο» τονίζει.
Φέρνει στο μυαλό της τις πρώτες μέρες στο νησί και στο σχολείο και θυμάται πως ήταν μία πρόκληση για εκείνη να καταφέρει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των μαθητών. «Διότι επρόκειτο για παιδιά που δεν έχουν πάρα πολλά ερεθίσματα». Και όπως φαίνεται το κατάφερε.
Οι καινοτόμες δράσεις της – η χρήση νέων τεχνολογιών, η επικοινωνία με σχολεία εξωτερικού – ξεχώρισαν, κέρδισαν τα παιδιά αλλά και την τοπική κοινωνία. Στο πλαίσιο του προγράμματος etwinning «Bridging our Worlds» οι μαθητές υπό την καθοδήγηση της κ. Βόιτσιου συμμετείχαν πολλές φορές μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σε συζητήσεις στα αγγλικά με συνομίληκούς τους μαθητές άλλων χωρών.
Της ζητάμε να κάνει ένα μίνι απολογισμό από αυτή την τριετή εμπειρία της διδασκαλίας σε παραμεθόρια σχολεία. «Αισθάνθηκα πολύ χρήσιμη. Τα παιδιά στν παραμεθόριο περιμένουν πολλά από τον δάσκαλο. Βρήκαν μέσα μου ένα δημιουργικό κομμάτι που δεν ήξερα ότι υπήρχε. Αυτή είναι και η ηθική ανταμοιβή άλλωστε». Ήταν όμως και λίγο υποψιασμένη για πώς είναι η διδασκαλία σε ακριτική περιοχή διότι το είχε βιώσει ως μαθήτρια αφού μεγάλωσε στο Δοξάτο Δράμας. Επιπλέον έχει διδάξει και στην Ξάνθη σε συνοικισμό τσιγγανοπαίδων.
Υπάρχουν βέβαια και δυσκολίες. «Αν κάποιος δεν τις ζήσει από κοντά δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι η ζωή στην παραμεθόριο» σημειώνει. Το χειμώνα λέει, μπορεί λόγω κακοκαιρίας να μην υπάρχει καράβι και τότε το νησί είναι αποκομμένο. «Υπήρχαν φορές που έπρεπε για έκτακτους λόγους να φύγω αλλά δεν μπορούσα. Τότε είχα νιώσει απομονωμένη». Το ενδεχόμενο να διδάξει ξανά σε ακριτικό σχολείο δεν την βρίσκει αντίθετη -άλλωστε ο σύζυγός της είναι στρατιωτικός – αρκεί, σημειώνει να είναι κοντά στην οικογένεια της και τα παιδιά της»