ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ
Πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν στην εκπαίδευση προς όφελος των παιδιών από τα χαμηλά οικονομικά στρώματα, όμως εκπαιδευτικοί και υπουργείο Παιδείας αρνούνται την αξιολόγηση, για τους δικούς τους ο καθένας λόγους. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), στην οποία προεδρεύει ο καθηγητής Παιδαγωγικής στο ΕΚΠΑ Ηλίας Ματσαγγούρας. Από τον περασμένο Φεβρουάριο, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η αξιολόγηση έχει «παγώσει», αλλά δεν ήταν καλύτερη η κατάσταση και επί των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Ειδικότερα, η έκθεση, την οποία παρουσιάζει σήμερα η «Κ», αναφέρει ότι «τα σχολεία που μειονεκτούν, για παράδειγμα σχολεία υποβαθμισμένων ή αγροτικών ή παραμεθόριων περιοχών, έχουν λιγότερους πόρους από τα σχολεία που πλεονεκτούν, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η μεταξύ τους ανισότητα». Μάλιστα, «τα σχολεία που μειονεκτούν, αν και σε πολλές περιπτώσεις έχουν μικρότερες τάξεις, υποφέρουν από ελλείψεις σε προσωπικό ή πολύ καθυστερημένη στελέχωση, συνεχείς μετακινήσεις των εκπαιδευτικών, που υποβαθμίζουν δραστικά την ικανότητα του συλλόγου διδασκόντων σε ζητήματα επικοινωνίας, συνεργασίας, μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και ανάπτυξης υγιούς σχολικής κουλτούρας. Επίσης, έχουν ελλείψεις στις υποδομές και στον εκπαιδευτικό εξοπλισμό, καθώς και πολύ μικρή χρηματοδότηση». Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα της ελληνικής εκπαίδευσης, όμως ουδείς ενδιαφέρεται να προχωρήσει η αξιολόγηση.
Η ΑΔΙΠΠΔΕ κρίνει ότι είναι σκόπιμο οι διαδικασίες αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου να συνδυασθούν με πολιτικές ενίσχυσης της αυτονομίας των σχολικών μονάδων, σε ζητήματα όπως του περιεχομένου της διδακτέας ύλης, του τρόπου διδασκαλίας και της κατανομής των πόρων. Ενδεικτικά, η έκθεση αναφέρει:
• Η νομοθέτηση αξιολογικών διαδικασιών –μετά την πλήρη απουσία τους για δεκαετίες– δεν προέκυπτε στη συνείδηση της εκπαιδευτικής κοινότητας ως πρωτογενής επιθυμία της πολιτικής ηγεσίας να ρυθμίσει θέματα σχετιζόμενα με τη διασφάλιση ποιότητας αλλά ως «μνημονιακή» επιταγή σύνδεσης της αξιολόγησης του προσωπικού με ένα σύστημα προαγωγών και με στόχο τον περιορισμό των αμοιβών τους και ίσως την προώθηση διαδικασιών διαθεσιμότητας και απόλυσης.
• Ενώ ο νόμος 4024/2011 προέβλεπε την έκδοση σχετικού Π.Δ. για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, η έκδοση πραγματοποιήθηκε, ύστερα από συνεχείς αναβολές, τον Νοέμβριο του 2013, δηλαδή έπειτα από δύο έτη.
• Oλα αυτά αναδεικνύουν την αντίσταση που επέδειξαν οι κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε μια αναγκαία εδώ και δεκαετίες αποτίμηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και βελτίωσή του μέσω της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών και όχι μέσω τιμωρητικών μέτρων. Παράλληλα, η παντελής απουσία διαλόγου μεταξύ ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας και των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών δεν διασφάλισε τις συνθήκες για την υποστήριξη ενός συστήματος αξιολόγησης το οποίο θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα συναίνεσης, άμεσης εμπλοκής και δέσμευσης από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
kathimerini.gr