- Τα κυβερνητικά, κοινοβουλευτικά και κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν αναλάβει την καθοδήγηση, διεύθυνση και παρακολούθηση του υπό εξέλιξη «Εθνικού Διαλόγου» για την Παιδεία, καθώς εκεί θα βρουν όλους τους στόχους – προκλήσεις που θα πρέπει να απαντήσουν με τα αποτελέσματα του «διαλόγου».
- Τα αντίστοιχα στελέχη των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, γιατί εκεί θα δουν ποια είναι τα όρια της αντιπολιτευτικής στάσης που θα κρατήσουν, με δεδομένο ότι η έκθεση αποτυπώνει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς στο όνομα και το περιεχόμενο των οποίων ομνύουν εξίσου με την κυβέρνηση και τους οποίους έχουν και οι ίδιοι – κάποιοι από αυτούς προσωπικά και τα κόμματά τους στο σύνολο – υπηρετήσει και προωθήσει σε προηγούμενες φάσεις.
- Μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς, γιατί εκεί μπορούν να δουν τα κεντρικά ζητήματα και τα βασικά μέτωπα στα οποία θα επικεντρωθεί η ουσιαστική διαπάλη και απέναντι στα οποία θα πρέπει να χαράξουν αγωνιστική γραμμή με περιεχόμενο τα σύγχρονα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς.
Η έκθεση της Κομισιόν βοηθά και σε κάτι άλλο. Κρίνοντας θετικά την εκπαιδευτική πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για το 2015, δίνει απάντηση στο υποτιθέμενο «παράλληλο πρόγραμμα», στα περιθώρια να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική στην Εκπαίδευση, όταν δεν αμφισβητείται η στρατηγική των ιμπεριαλιστικών οργανισμών για την Εκπαίδευση.
Ενα βασικό στοιχείο σε σχέση με την έκθεση είναι ότι αποτυπώνει σε μια σειρά ποσοτικούς δείκτες τα αποτελέσματα της πορείας υλοποίησης των αναδιαρθρώσεων που έχουν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια σε όλες τις βαθμίδες Εκπαίδευσης, παρακολουθώντας τους συγκριτικά για τα έτη 2011 και 2014. Δε μένει όμως σε αυτό, καθώς συγκεφαλαιώνει μια σειρά συμπεράσματα και διατυπώνει τους άξονες της συνέχειας των αναδιαρθρώσεων. Στη συνέχεια του άρθρου, θα παρακολουθήσουμε τη δομή της έκθεσης για να σταθούμε κάποια από τα πιο σημαντικά της σημεία.
Στην ενότητα αυτή, η έκθεση αποδίδει εύσημα στις τελευταίες αστικές κυβερνήσεις της χώρας για τις «σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που έχουν υλοποιήσει σε καθεστώς «αυστηρής δημοσιονομικής εξυγίανσης» μέχρι τον Ιούνη του 2015. Εστιάζει ιδιαίτερα στο ότι «η Ελλάδα ξεκίνησε μια σημαντική δουλειά για να αναδιοργανώσει τη Γενική Εκπαίδευση και να αναβαθμίσει την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση» και σημειώνει ότι η χώρα έχει «αναλάβει να αναδιαρθρώσει την οργάνωση και διοίκηση του Τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού της συστήματος».
Γίνεται εξαρχής σαφές, λοιπόν, ότι οι άξονες για την «αξιολόγηση» από μέρους της ΕΕ της εκπαιδευτικής πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων ανεξαρτήτως σύνθεσης (εν προκειμένω, τόσο η προηγούμενη ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, όσο και η νυν ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ) τίθενται σε ένα σαφώς ορισμένο, ενιαίο πλαίσιο. Επισημαίνοντας ότι «είναι σημαντικό αυτές οι πρωτοβουλίες να συνεχίσουν», δείχνει ότι η κατεύθυνση είναι η ένταση της επίθεσης, καθώς «η ελληνική Εκπαίδευση και Κατάρτιση απαιτεί περαιτέρω εκσυγχρονισμό από την άποψη της αποδοτικότητας και του τρόπου λειτουργίας». Και όσο κι αν στη διαπίστωση αυτή δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να προβάλει αντίρρηση, το ζητούμενο είναι ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτού του «εκσυγχρονισμού».
Η έκθεση, επισημαίνοντας τις ευθύνες που έχει αναλάβει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, προειδοποιώντας ενόψει πιθανών καθυστερήσεων, υπογραμμίζει ότι με το μνημόνιο του Αυγούστου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε να υπηρετήσει αυτούς τους στόχους. Το μνημόνιο περιείχε ρητή αναφορά στην Εκπαίδευση, με έμφαση στην «Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση» και την «αναθεώρηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος». Αυτό είναι, λοιπόν, και το πλαίσιο του διεξαγόμενου «Εθνικού Διαλόγου».
Ενα σημαντικό στοιχείο που αναφέρει η έκθεση, αφορά την έρευνα του ΟΟΣΑ και του Διεθνούς Προγράμματος Αξιολόγησης Μαθητών του 2012, η οποία δείχνει ότι «η Ελλάδα έχει από τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρώπη όσον αφορά τις βασικές δεξιότητες». Αυτές οι μελέτες εστιάζουν στην υστέρηση σε σχέση με την επάρκεια βασικών δεξιοτήτων σε ανάγνωση (Ελλάδα 22,6% – ΕΕ 17,8%), Μαθηματικά (Ελλάδα 35,7% – ΕΕ 22,1%), Φυσική – Χημεία (Ελλάδα 25,5% – ΕΕ 16,6%), σε δείγματα 15χρονων μαθητών. Μάλιστα, διαπιστώνεται τάση ελαφράς επιδείνωσης σε σχέση με την αντίστοιχη μελέτη του 2009. Στο σημείο αυτό, δεν έχει τόση σημασία να σταθούμε σε μεθοδολογικά ζητήματα των παραπάνω ερευνών και στην εγκυρότητα αυτών των αναλύσεων. Τα προβλήματα που επισημαίνονται, έρχονται να κουμπώσουν με τη διακήρυξη για νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία στο σχολείο. Αλλωστε, είναι κοινή πεποίθηση ότι τα σχολικά βιβλία σε Δημοτικό και Γυμνάσιο που μπήκαν το 2006-2007, δεν έχουν φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Από αυτή τη σκοπιά έχουν γίνει αντικείμενο κριτικής και στο κείμενο για το «νέο σχολείο» επί Διαμαντοπούλου. Ας μην ξεχνάμε ότι στο 3ομνημόνιο μπαίνει ρητά η ανάγκη να ελεγχθεί κατά πόσο έχει υλοποιηθεί το πνεύμα και το γράμμα του «νέου σχολείου».
Επισημαίνεται, ακόμα, η «έλλειψη νοοτροπίας σχετικά με την αξιολόγηση επίδοσης, η οποία θα αυξήσει την ποιότητα της Γενικής Εκπαίδευσης». Η «αξιολόγηση» αναδεικνύεται ως βασικό εργαλείο για την προώθηση αναδιαρθρώσεων. Η ΕΕ, μέσα και από την έκθεση, δείχνει ότι η κατεύθυνση είναι να ληφθούν και άλλα «μέτρα για την βελτίωση», τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικού προσωπικού. Παράλληλα, διατυπώνεται ρητά ως «πρόκληση» (που συνδέεται και με το ζήτημα της «αξιολόγησης») η εφαρμογή μέτρων για την ενίσχυση της οικονομικής και οργανωτικής αυτονομίας Πρωτοβάθμιων και Δευτεροβάθμιων σχολείων.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι το μνημόνιο Τσίπρα προβλέπει την «πλήρη αναθεώρηση της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και την ανέθεσε στον ΟΟΣΑ και σε διεθνείς ειδικούς, με χρονικό ορίζοντα έως τον Απρίλη του 2016». Αμφιβάλλει κανείς ότι αυτά περιγράφουν και προδιαγράφουν το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα του «Εθνικού Διαλόγου»;
Δίνοντας την κατεύθυνση σε σχέση με τις περαιτέρω αλλαγές στη δομή και το περιεχόμενο του σχολικού μαθήματος, η έκθεση επισημαίνει ότι, με βάση τα συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2013, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην οποία «οι εκπαιδευτικές αρχές παίρνουν αποφάσεις σχεδόν σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη διδασκαλία, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής των μεθόδων διδασκαλίας». Προωθεί, έτσι, τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση σε ζητήματα διδασκαλίας, κατ’ αντιστοιχία με τις περίφημες «βέλτιστες πρακτικές» σε επίπεδο ΕΕ, που προάγει παραπέρα την κοινωνική κατηγοριοποίηση σχολείων, το σπάσιμο του ενιαίου χαρακτήρα του προγράμματος σπουδών και του μαθήματος (ή έστω ό,τι έχει απομείνει από αυτόν). Συνδέεται, μάλιστα, το συγκεκριμένο ζήτημα με την «επαγγελματική ανάπτυξη δραστηριοτήτων των εκπαιδευτικών» και την ενίσχυση των διαδικασιών επιμόρφωσής τους.
Ως προς αυτά, επισημαίνεται από την έκθεση η σημασία του νόμου 4327/2015 «Εκτακτα μέτρα για την Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση» που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις 14 Μάη του 2015, γιατί «προωθεί τις κατευθύνσεις της μεγαλύτερης αυτονομίας και των διαδικασιών εσωτερικής – εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικών». Πρόκειται για νόμο που παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως ριζοσπαστική κίνηση επίλυσης άμεσων προβλημάτων στην Εκπαίδευση. Το ΚΚΕ είχε αναδείξει τότε ότι με το νομοσχέδιο αυτό «συνεχίζονται και εφαρμόζονται οι αντιεκπαιδευτικές ρυθμίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων».
Είναι, επίσης, αποκαλυπτικό ότι ενώ αποτιμάται ουσιαστικά με θετικό πρόσημο η μείωση κατά περίπου 24% του κόστους ανθρώπινων πόρων, εντοπίζεται ως αδυναμία το γεγονός ότι (σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης) υπήρχαν 25.000 κενές θέσεις εργασίας στα σχολεία (βέβαια, τα πραγματικά κενά ήταν πολύ μεγαλύτερα και από αυτό το νούμερο). Αυτό, βέβαια, δεν τους εμποδίζει να προβούν στην εντυπωσιακή (ή και εξοργιστική, αν προτιμάτε) εκτίμηση ότι η «αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά αίθουσα και του αριθμού των διδακτικών ωρών» που «έφερε την Ελλάδα πιο κοντά στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ», αποτελεί σημαντικό στοιχείο του «εξορθολογισμού» του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος το διάστημα 2011 – 2014!
Βασικό ζήτημα που εντοπίζεται από την έκθεση είναι ότι «η Ελλάδα συνεχίζει να υποφέρει από τα χαμηλά επίπεδα της απασχολησιμότητας των πρόσφατα αποφοίτων», δίνοντας ως σχετικό ποσοστό για την Ελλάδα το 47,4% το 2014, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ που ήταν 80,5%. Το στοιχείο αυτό αποτυπώνει μια υπαρκτή κατάσταση, αλλά δεν μπορεί να εκτιμηθεί ολοκληρωμένα, αν δε ληφθεί υπόψη η επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης. Οπως, επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη ο αριθμός των φοιτητών που εργάζονται κατά τη διάρκεια των σπουδών, ο ρυθμός αποφοίτησης, η σχέση αντικειμένου σπουδών – κλάδου απασχόλησης μετά τις σπουδές κ.ο.κ.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η επισήμανση από τη σκοπιά του σχεδιασμού των αστικών επιτελείων; Ως προς αυτό, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη διαπίστωση που έχει κάνει ο ΟΟΣΑ περί σημαντικής απόκλισης μεταξύ των απαιτούμενων από την αγορά εργασίας προσόντων και δεξιοτήτων και αυτών που αποκτούν οι πτυχιούχοι όλων των βαθμίδων Εκπαίδευσης, ακόμα και αυτοί υψηλότερης ειδίκευσης. Η διαπίστωση αυτή, μάλιστα, αφορά – αν και με διαφοροποιήσεις κατά περίπτωση – όλη την ΕΕ και αποτελεί ακριβώς τον πολιορκητικό κριό για την περαιτέρω προώθηση της ευελιξίας των προγραμμάτων σπουδών (διάβαζε: αποδιοργάνωσή τους), τη διαφοροποίηση και κατηγοριοποίηση τίτλων σπουδών και φορέων παροχής τους και, τέλος, την περίφημη «διά βίου μάθηση». Επί της ουσίας, πρόκειται για το διάλογο που αφορά το περιεχόμενο της συζήτησης για την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και τις στοχεύσεις αυτής της διαδικασίας.
Γι’ αυτό και η έκθεση υπογραμμίζει ότι η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα «θα μπορούσε να επωφεληθεί από την παροχή καλύτερης σύνδεσης μεταξύ των αποτελεσμάτων της Τριτοβάθμιας και των μελλοντικών αναγκών σε δεξιότητες της ελληνικής οικονομίας», επιβεβαιώνοντας έτσι τα παραπάνω συμπεράσματά μας.
Δίνεται έτσι το στίγμα για τις εξελίξεις που προδιαγράφονται στο τοπίο της λεγόμενης «μεταδευτεροβάθμιας» Εκπαίδευσης. Από εδώ μπορούμε να ξετυλίξουμε το νήμα που περνά από τους σχεδιασμούς για την τεχνική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και φτάνει μέχρι τις δομές κατάρτισης μετά το Λύκειο. Οι αναμενόμενες εξελίξεις σε σχέση με την αναμόρφωση του χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μέσω ενός νέου «σχεδίου Αθηνά», που θα εξυπηρετήσει πιο ολοκληρωμένα από το προηγούμενο το στόχο «να συνδεθούν καλύτερα ο ακαδημαϊκός τομέας με τις ανάγκες της περιφερειακής ανάπτυξης», θα πρέπει να ιδωθούν και υπό αυτό το πρίσμα.
Επίσης, η έκθεση αναφέρει ότι το νομοθετικό πλαίσιο για τις νέες αναδιαρθρώσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα ψηφιστεί μέχρι τον Ιούνη του 2016, βάσει των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έναντι της ΕΕ.
Διαπιστώνεται ως ανησυχητικό φαινόμενο η χαμηλή συμμετοχή στη Δευτεροβάθμια Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΕΠΑΛ – ΕΠΑΣ – ΣΕΚ) (ποσοστό 33,7%, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 48,9%), καθώς και η χαμηλή συμμετοχή ενηλίκων στη διά βίου μάθηση (2% στην Ελλάδα, έναντι 10,7% ΕΕ). Στη βάση αυτών των στοιχείων, προδιαγράφονται εξελίξεις στο πλαίσιο που περιγράψαμε παραπάνω και αφορούν τον «εκσυγχρονισμό» της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
Η έκθεση διαπιστώνει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμη να εξασφαλίσει «την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου» που ψήφισε η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ το Σεπτέμβρη του 2013 (4186/2013, νόμος Αρβανιτόπουλου) και να «εκσυγχρονίσει και να επεκτείνει την Επαγγελματική Εκπαίδευση και μαθητεία». Μάλιστα, η ΕΕ επιχαίρει για το ότι η Ελλάδα έχει πάρει «μία τεράστια πρωτοβουλία για την αναβάθμιση και επέκταση της ΕΕΚ και της μαθητείας». Προσδιορίζονται, μάλιστα, και οι άξονες αυτού του αναμενόμενου «εκσυγχρονισμού», που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν τη «σταδιακή συμμετοχή εργοδοτών και ιδιωτικού τομέα για τη χρηματοδότηση της ΕΕΚ», τον «προσδιορισμό μελλοντικών αναγκών σε δεξιότητες» και την «αντιστοίχιση της παροχής της ΕΕΚ με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας». Είναι, λοιπόν, καθαρή η στόχευση των αναδιαρθρώσεων που θα προωθήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Η έκθεση είναι αρκετά αναλυτική και σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό τους. Αναφέρει ρητά ότι «ο αριθμός των σπουδαστών σε προγράμματα μαθητείας πρόκειται να αυξηθεί», αν και διατυπώνει προβληματισμό για το από πού θα αντληθούν οι απαιτούμενοι πόροι.
Ως προς τις ΕΠΑΣ, αναφέρεται η πρόθεση της κυβέρνησης να τις «ενσωματώσει σταδιακά στο επονομαζόμενο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα», ανοίγοντας για τους σπουδαστές τους την πόρτα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η πρόβλεψη αυτή δεν μπορεί να αποτιμηθεί αποκομμένη από τα όσα είπαμε στις προηγούμενες ενότητες. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την αναφορά ότι «διάφορες δημοφιλείς ειδικότητες, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικοτήτων που σχετίζονται με την Υγεία και των Εφαρμοσμένων Τεχνών, θα επανεισαχθούν στην ΕΕΚ και στο μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο».
Και μπροστά στο «διάλογο» που οργανώνει η κυβέρνηση, χρειάζεται να αντιπαλευτούν στη λαϊκή συνείδηση τα αστικά κριτήρια για την αποδοτικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η καθυστέρηση στην υλοποίηση των αντιδραστικών αλλαγών στην Εκπαίδευση δε σημαίνει και καθυστέρηση στην ικανοποίηση των σύγχρονων μορφωτικών λαϊκών και νεανικών αναγκών.
Το επόμενο διάστημα, το ΚΚΕ θα ανοίξει ουσιαστική συζήτηση για την πρότασή του για το σχολείο των σύγχρονων απαιτήσεων και δυνατοτήτων της εποχής μας. Πρόταση που βρίσκεται στον αντίποδα της αστικής στρατηγικής, μπολιάζοντας καθημερινά τον αγώνα για τη μόρφωση των παιδιών της λαϊκής οικογένειας.