Πάθος για την Παιδεία – Του Νίκου Σιδέρη. Ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, συγγραφέας.
Ι. Ανασυγκρότηση της Παιδείας: Σχέδιο και πάθος
Το σχέδιο Ανασυγκρότησης της Παιδείας έχει τρεις θεμελιώδεις συνιστώσες:
1. Στρατηγικός εθνικός σχεδιασμός μακράς πνοής και ευρύτατης αποδοχής
2. Βέλτιστη αξιοποίηση των περιορισμένων υλικών πόρων και των
άφθονων ψυχοδιανοητικών πόρων που διαθέτει η χώρα
3. Μάχη για το Φαντασιακό της Παιδείας. Ήτοι, συστηματική δουλειά για να κινητοποιηθεί και να κερδηθεί το Φαντασιακό παιδιών, γονέων, παιδαγωγών, εκπαιδευτικών, πολιτικο-διοικητικών παραγόντων, κοινωνίας, πολιτισμού και νοοτροπιών. Ώστε η αναγκαία παρατεταμένη προσπάθεια ανασυγκρότησης να υποστηριχθεί ενεργητικά όχι μόνο από επιμέρους συμφέροντα, υπολογισμούς και σκοπιμότητες (ενίοτε ιδιοτελείς και εις βάρος του Όλου). Ούτε μόνο από τη λογική ανάλυση και εκτίμηση δεδομένων και ζητουμένων. Αλλά και από τη φαντασία και το συναίσθημα όλων όσων έχουν λόγο και με τη στάση τους θα επηρεάσουν την έκβαση του όλου εγχειρήματος.
Εκτός από το σχέδιο και τους πόρους, η επιδιωκόμενη ανασυγκρότηση απαιτεί να καλλιεργηθεί ένα αληθινό, βαθύ, βιωμένο πάθος για την Παιδεία, πάθος για Παιδεία. Τουτέστιν, μια βαθιά και διαρκής ψυχική επένδυση του έργου που επιτελείται, καθώς και η αίσθηση ότι η εμπειρία αυτού του έργου και τα καλά του αποτελέσματα παρέχουν επαρκή ηθική ανταμοιβή και ψυχική ικανοποίηση στα εμπλεκόμενα μέρη ̶ πέραν των άλλων υλικών, κοινωνικών και πολιτισμικών ανταμοιβών.
Προφανώς, ο κύριος τόπος όπου θα καλλιεργηθεί αυτή η αρετή είναι ο νους και η καρδιά εκείνων που θεσμική λειτουργία τους είναι να διατηρούν ζωντανό, να μεταδίδουν από γενιά σε γενιά και να διαχέουν στην κοινωνία ένα τέτοιο πάθος για παιδεία: οι δάσκαλοι και οι παιδαγωγοί κάθε βαθμίδας. Ωστόσο, το περιβάλλον που θα κρίνει τη γονιμότητα του όλου εγχειρήματος συμπεριλαμβάνει και όσους άμεσα ή έμμεσα μετέχουν στη διαμόρφωση του Φαντασιακού της Παιδείας: γονείς, παιδιά, ηγέτες, ανθρώπους του πολιτισμού και της επικοινωνίας… Τελικά, ολόκληρη την κοινωνία.
Η έκβαση της μάχης για το Φαντασιακό της Παιδείας επικαθορίζει, και μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά, την τύχη και των δύο άλλων συνιστωσών ̶ και αντίστροφα.
ΙΙ. Φαντασιακό της Παιδείας
Σχολικό ψυχικό περιβάλλον είναι το σύνολο των ψυχικών διεργασιών που διαδραματίζονται στο χώρο του σχολείου ή και εκτός αυτού, σε σχέση με τη σχολική εμπειρία.
Το Φαντασιακό ως ιδιότυπη πτυχή του σχολικού ψυχικού περιβάλλοντος αντιπροσωπεύει το σύστημα “αυτονόητων” ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, κοινωνικών παιγνίων και σχημάτων νοηματοδότησης της σχολικής εμπειρίας, που πηγάζει από τη σχέση με τον άλλον ως όμοιο (ήτοι, χαρακτηριζόμενο από μία ιδιότητα που διαθέτει από κοινού με το Εγώ). Διακριτικές διαδικασίες που ενεργοποιούνται στο φαντασιακό πεδίο είναι η σύγκριση, η ταύτιση, η αυταπάτη, η αλλοτρίωση και ο ανταγωνισμός.
Οι εν λόγω διαδικασίες, αν δεν πλαισιωθούν επαρκώς από το Συμβολικό και τον Νόμο, τείνουν να αναπτύξουν ανεξέλεγκτες δυναμικές ναρκισσιστικής αυταπάτης, επιθετικότητας και καταστροφικότητας που στρέφονται τόσο προς τον άλλον όσο προς τον ίδιο εαυτό. Για παράδειγμα, φαινόμενα όπως η σχολική βία και το bullying είναι ακατανόητα και μόνο μερικώς αντιμετωπίσιμα δίχως αναφορά και παρέμβαση στο πεδίο του συλλογικού και προσωπικού Φαντασιακού.
Βιωμένη αίσθηση του σχολικού ψυχικού περιβάλλοντος είναι μια συγκεκριμένη ψυχολογική ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει κάθε σχολικό περιβάλλον και διαποτίζει τη χροιά της εμπειρίας όσων εμπλέκονται στη σχολική ζωή. Η ψυχολογική ατμόσφαιρα του σχολείου και το σχολικό ψυχικό περιβάλλον δεν είναι μηχανικά, γραμμικά παράγωγα ή παραπροϊόντα της εκπαιδευτικής διαδικασίας stricto sensu. Διαθέτουν μία σχετική αυτονομία, που συναρτάται με την ειδοποιό εσωτερική δομή και λειτουργία τους και με τη συνάρθρωσή τους με ευρύτερα κοινωνικο-πολιτισμικά φαινόμενα, όπως οι ιδεολογίες, οι νοοτροπίες και οι συλλογικές αναπαραστάσεις. Και επικαθορίζονται από το σύστημα λόγων και συμπεριφορών που διέπουν την αίσθηση και το νόημα της εμπειρίας “είμαι και είμαστε στο σχολείο”.
Η εν λόγω εμπειρία αντιστοιχεί σε υποκειμενική ψυχοσυναισθηματική μεταγραφή της εκπαιδευτικής διαδικασίας και, ευρύτερα, του σχολικού χώρου. Ο δε σχολικός χώρος περιλαμβάνει την τάξη, το προαύλιο και τους συναφείς χώρους, αλλά προεκτείνεται και στα εξωσχολικά δίκτυα σχέσεων και πρακτικών που συγκροτούνται με βάση την αναφορά στον καθαυτό σχολικό χώρο.
Κάθε σχέδιο και κάθε προσπάθεια, που δεν συνεκτιμούν και δεν συμπεριλαμβάνουν στον επιχειρησιακό σχεδιασμό τους τη μάχη για το Φαντασιακό είναι καταδικασμένα να έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, μερικά μόνο αποτελέσματα. Από αυτή την άποψη, πέραν των λοιπών αιτίων της αστοχίας, η κακή τύχη που γνώρισαν οι αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα συναρτάται και με μια τέτοια παραγνώριση της πραγματικότητας και παράβλεψη της αναγκαιότητας συστηματικής παρέμβασης στο πεδίο του σχολικού ψυχικού περιβάλλοντος και, όλως ιδιαιτέρως, του Φαντασιακού που ηγεμονεύει στο σύγχρονο Ελληνικό σχολείο.
Αντί μιας τέτοιας προσέγγισης, το Φαντασιακό αυτό καθαυτό αφέθηκε στην τύχη του, με την εξυπονοούμενη βεβαιότητα ότι “αν τα άλλα πάνε καλά”, τότε και το Φαντασιακό “αυτόματα κι αυθόρμητα” θα ακολουθήσει… Συμπτώματα όπως η γενική απαξίωση του σχολικού θεσμού, της γνώσης και της παιδείας, αλλά και η σχολική βία ή το bullying, δείχνουν ότι η λογική των πραγμάτων πόρρω απέχει από μια τέτοια “λανθάνουσα φιλοσοφία”.
ΙΙΙ. Το Φαντασιακό της Παιδείας σήμερα
Το Φαντασιακό αντιπροσωπεύει λοιπόν ένα μείζον πεδίο της όποιας εκπαιδευτικής πολιτικής και μεταρρύθμισης. Κατά συνέπεια, η μάχη για το Φαντασιακό της Παιδείας συνιστά κρίσιμη παράμετρο της θεώρησης, της ανάλυσης, του σχεδιασμού, της διεξαγωγής και της έκβασης μιας τέτοιας πολιτικής και μεταρρύθμισης.
Η απόλυτη προϋπόθεση για την κατάστρωση ενός αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδίου γι’ αυτή τη μάχη είναι η γνώση του πεδίου: της μορφολογίας και της δυναμικής του· των δεδομένων και της λογικής τους· των αντιθέσεων και συγκρούσεων· των διακυβευμάτων και των περιορισμών· των απειλών και των ευκαιριών· της κατάστασης πνευμάτων όσων καλούνται να υποστηρίξουν και όσων προβλέπεται ότι θα αντισταθούν στην προσπάθεια μετασχηματισμού της παιδείας.
Βασικές ορίζουσες του Φαντασιακού της Παιδείας στο σημερινό Ελληνικό σχολείο είναι οι ακόλουθες:
• Το κύρος, η εμπιστοσύνη και η ψυχική επένδυση στον θεσμό έχουν πληγεί βαρύτατα. Γυμνάσιο και κυρίως Λύκειο έχουν υποστεί βαρύ πλήγμα από τη διαστροφή της λειτουργίας τους, που χαρακτηρίζει την εργαλειοποίηση της εκπαίδευσης στην υπηρεσία της εισαγωγής σε τριτοβάθμια ιδρύματα. Οι μέχρι πρόσφατα κυρίαρχες προσδοκίες επαγγελματικής αποκατάστασης ή και κοινωνικής ανόδου με βάση “το χαρτί” μέσω διορισμού στο Δημόσιο μέσω κομματικών πελατειακών κυκλωμάτων (“the Greek dream”) έχουν γίνει συντρίμμια στις συνθήκες της κρίσης. Ακόμη και υψηλού επιπέδου “μαχόμενη γνώση” (τύπου Ιατρικής ή ΕΜΠ) δεν εγγυάται επαγγελματική αποκατάσταση και προσωπική αξιοπρέπεια. Ενώ η αύρα της αναξιοκρατίας και της εργαλειοποίησης των θεσμών για προσωπικές και κομματικές εξυπηρετήσεις υποσκάπτει το ηθικό κύρος, ιδιαίτερα στις υψηλότερες βαθμίδες των εκπαιδευτικών θεσμών.
• Ο επαγγελματικός και ψυχοδιανοητικός εξοπλισμός των παιδαγωγών, το κύρος και το ηθικό τους εμφανίζουν σοβαρότατες ανεπάρκειες. Οι οποίες γίνονται τόσο πιο αισθητές και εξουθενωτικές όσο προχωράμε στις βαθμίδες της δευτεροβάθμιας κυρίως εκπαίδευσης, όπου η υπόσχεση της παραπαιδείας συνθλίβει την πραγματικότητα της παιδείας.
• Συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικές και πολιτισμικές διεργασίες τροφοδοτούν τη λειτουργική έκπτωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την αποσάθρωση της αναπαράστασης της παιδείας στο ελληνικό σχολείο. Μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων δεν είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη κατάσταση και ανεξάρτητη από ιστορικές συνθήκες, αλλά αποκρυστάλλωση συγκεκριμένων ιστορικών διεργασιών και συνθηκών. Στην πορεία προς τη σημερινή κρίση και της παιδείας συνέβαλε καθοριστικά και ένα πλέγμα συλλογικών παραστάσεων και ψυχολογικών ροπών, όπου δεσπόζει ο καταναλωτικός ναρκισσισμός. Δηλαδή, η νοοτροπία “καμαρώνω επειδή καταναλώνω” και οι ποταμοί φαντασιακών συγκρίσεων και ανταγωνισμών που παράγει, με σκοπό να είναι το Εγώ μου ο κυρίαρχος στο παιχνίδι του φαίνεσθαι ̶ για το Ελληνικό Φαντασιακό, ειδικότερα, στον πόλεμο της φαλλικής υπεροχής.
Μια από τις πιο έκδηλα συμπτωματικές εκφάνσεις ενός τέτοιου Φαντασιακού εντοπίζεται στην ιδεώδη παράσταση του ιδεώδους παιδιού στη συνθήκη της ψευδαίσθησης ατέρμονης απόλαυσης, όπως σκηνοθετείται στη φαντασίωση που χαρακτηρίζει την περίοδο της ευμάρειας με δανεικά. Το πλάσμα που διαπλάθει αυτή η φαντασίωση ναρκισσιστικής παντοδυναμίας ως ιδεώδες παιδί είναι ένας υπερ-νάρκισσος: Η πριγκίπισα και/ή το βασιλόπουλο που γαμεί και δέρνει γιατί έτσι του αρέσει. (Παρεμπιπτόντως, μόλις περιγράψαμε τη θεμελιώδη φαντασιωσική λογική και δυναμική η οποία, αν δεν πλαισιωθεί από ισχυρούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς, νόμους και φύλακες, εκβάλλει και στο bullying). Αυτό το πλάσμα ιδεώδους παιδιού έστελνε και, σε μεγάλο βαθμό, λόγω ατελούς πένθους, ακόμη στέλνει στο σχολείο η Ελληνική οικογένεια και κοινωνία.
• Το σχολικό ψυχικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε από την εμπειρία της εκπαίδευσης για στρατιές τέτοιων υπερ-ναρκίσσων δύσκολα θα μπορούσε να μην υποστεί συγκεκριμένα τραύματα, που μεταγράφονται σε όλα τα πεδία: θεσμοί, παιδαγωγοί, παιδιά… Η αίσθηση ανήμπορης δυσφορίας στην πλευρά των παιδαγωγών έχει το αντίστοιχό της και στην πλευρά των παιδιών, ως προς τη χροιά της σχολικής ατμόσφαιρας. Όπου, πέρα από την προϊούσα απαξίωση της παιδείας όσο ανεβαίνουμε στην κλίμακα των εκπαιδευτικών βαθμίδων, το πλέγμα των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων εξοκείλει κατά τρόπο που τείνει να διαμορφώνει, ως κυρίαρχο υπόδειγμα σχολικού ψυχικού περιβάλλοντος, ένα αντι-εκπαιδευτικό Φαντασιακό.
IV. Ένα αντι-εκπαιδευτικό Φαντασιακό.
Ειδοποιό γνώρισμα του εν λόγω αντι-εκπαιδευτικού Φαντασιακού είναι η συνεχής ενίσχυση των εκδηλώσεων του καταναλωτικού ναρκισσισμού στις σχέσεις μεταξύ των παιδιών ̶ εις βάρος της αξίας της παιδείας, η οποία ωστόσο αντιπροσωπεύει την ορίζουσα συνθήκη συγκρότησης του σχολικού χώρου. Παρατηρώντας τα συμβαίνοντα και δρώμενα στην τάξη, στο προαύλιο, αλλά και στις κοινωνικές προσεκβολές του σχολικού χώρου (εξωσχολικές σχέσεις μεταξύ συμμαθητών), διαπιστώνει μια προχωρημένη και συνεχιζόμενη μετάλλαξη του σχολικού ψυχικού περιβάλλοντος. Πυρήνας αυτής της μετάλλαξης είναι μια μεταλλαγή του μαθητικού Φαντασιακού, που μετατρέπει τον σχολικό χώρο σε πασαρέλα ναρκισσισμού.
Σ’ αυτή την πασαρέλα δεν ισχύουν συμβολικά-απρόσωπα κριτήρια (όπως π.χ. στον αθλητισμό ή τη σχολική επίδοση). Κύριο, αν όχι μοναδικό κριτήριο, είναι οι εντυπώσεις: Η “δημοφιλία” μεταξύ των ομοίων· η επίδειξη πλούτου ή κατ’ επίφασιν σημείων που δηλώνουν “έχω κι εγώ” (γκάτζετ, ρούχα και αξεσουάρ, τρόποι…)· η προβολή της ισχύος (σωματικής ή κοινωνικής) με απαίτηση προσπορισμού προνομίων στον σχολικό χώρο από μη-εκπαιδευτικές πηγές· η περιφορά, ιδίως στην γυμνασιακή ηλικία, μιας ανοικονόμητης σεξουαλικότητας και σαγήνης· η παράβαση των εσκαμμένων και ως προς το σχολείο και ως προς τους συνομηλίκους (από αγένεια έως άσκηση ψυχολογικής ή φυσικής βίας) ως εργαλείο διάκρισης και συγκρότησης ταυτότητας.
Η μετατροπή του σχολικού χώρου σε πασαρέλα ναρκισσισμού και φαντασιακών ανταγωνισμών χωρίς κανόνες και σε πεδίο διάκρισης και συγκρότησης ταυτότητας χωρίς αξιακή αναφορά στην παιδεία, τη γνώση και τον καλό χαρακτήρα είναι και μείζον σύμπτωμα της κακουχίας του σημερινού Ελληνικού σχολείου, και πηγή ισχυρότατων αντιστάσεων σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης με στόχο της “καλύτερη παιδεία”, και πεδίο αναγκαίας στρατηγικής παρέμβασης για την υποστήριξη κάθε εγχειρήματος οικοδόμησης καλύτερου σχολικού χώρου ̶ τόσο ως προς την εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα όσο και ως προς τη διάπλαση ανθρώπων με ψυχική ποιότητα και χαρακτήρα απελεύθερο σε σχέση με τις σειρήνες του καταναλωτικού ναρκισσισμού.
Συνεπώς, κάθε εγχείρημα εκπαιδευτικής ανασυγκρότησης οφείλει, επί ποινή αστοχίας, να συμπεριλάβει στις μείζονες στρατηγικές συνιστώσες του την αναδόμηση του Φαντασιακού της Παιδείας, με οδηγό του αυτό που δηλώνουν και οι λέξεις και τα πράγματα: Ένα Φαντασιακό που έχει μεν θέση και για τα συστατικά παίγνια του ναρκισσισμού και για τις θεμιτές ασκήσεις διάκρισης και γοητείας, αλλά διέπεται από τη δεσπόζουσα της κοινής αγάπης για την παιδεία ̶ με τους αναπόφευκτους, αναγκαίους και ωφέλιμους περιορισμούς που αυτό το κοινό ιδεώδες απαιτεί από μεγάλους και παιδιά, οι οποίοι λειτουργούν ως αυτόνομα, επιθυμούντα και ηθικά υποκείμενα. Δηλαδή, παίζουν με κανόνες το παιχνίδι στο οποίο επενδύουν όλοι, καθένας με τον τρόπο του, για χάρη του μείζονος κοινού αγαθού. Που δεν είναι άλλο από την πρακτικά αποδοτική, διανοητικά συναρπαστική και ψυχολογικά όχι απλά χρήσιμη ή ευχάριστη, αλλά αγαπητή εμπειρία του σχολικού χώρου.
V. Εικονογράφηση
Μια εικονογράφηση της στρατηγικής αρχής “Μάχη για το Φαντασιακό της Παιδείας” παρουσιάζεται συνοπτικά στα ακόλουθα άρθρα μου:
– “Bullying στο ελληνικό σχολείο: Η ιστορία ως εφιάλτης”. Εφημερίδα “Αυγή”, 31/5/2015
– “Ψευτονταήδες στο σχολείο: Ο Εφιάλτης ως ιστορία»”. Εφημερίδα “Αυγή”, 26/07/15
Η εν λόγω στρατηγική εκτίθεται διεξοδικά, από τη θεωρητική τεκμηρίωση μέχρι συγκεκριμένες πρακτικές ενέργειες, με ιδιαίτερη αναλυτική και επιχειρησιακή αξιοποίηση της σχετικής αυτονομίας του σχολικού Φαντασιακού και της δυνατότητας ειδικής παρέμβασης σ’ αυτό το επίπεδο, στο βιβλίο μου που κυκλοφορεί τον Ιανουάριο του 2016 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο “Bullying: Και όμως νικιέται!”.
VI. Διάλογος για την Παιδεία: Δυνατότητες και περιορισμοί
Ποιες είναι οι εύλογες προσδοκίες ως προς τον παρόντα διάλογο για την Παιδεία;
Οι πηγές, οι αιτίες, οι δυνάμεις και οι διαδικασίες αναπαραγωγής της κακοδαιμονίας στη σημερινή Ελληνική παιδεία είναι λεγεών. Οι αντιστάσεις σε κάθε ουσιαστική αλλαγή είναι ισχυρότατες. Όσοι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την νέα μορφολογία του πεδίου μόνο χλιαρά θα υποστηρίξουν την προσπάθεια, αφού η πραγμάτωσή της είναι αβέβαιη, με βάση την ως τώρα εμπειρία μεταρρυθμίσεων, ενώ η έμπρακτη συμβολή σε αυτήν απαιτεί κόπο και ενέχει τον κίνδυνο να επισύρει αντίποινα από τους ισχυρούς της παρούσας τάξης πραγμάτων. Όσοι όμως ωφελούνται από τη σημερινή κατάσταση (και είναι πολλοί, αλληλοϋποστηριζόμενοι και ισχυροί) θα πολεμήσουν με λύσσα την εισαγωγή νέων θεσμών και προβλέψεων που αμφισβητούν τα κατεστημένα μεγάλα ή μικρά προνόμιά τους.
Συνεπώς, με δεδομένο ότι, αν και η συζήτηση αφορά πολλά κεράσια, καλύτερα να κρατάμε μικρό καλάθι, αυτά που εύλογα μπορούν να θεωρηθούν ρεαλιστικά ζητούμενα και επιτεύγματα του παρόντος διαλόγου θα ήταν τα εξής:
Να γίνει μια συζήτηση ουσίας με όρους ρεαλισμού και στρατηγικής.
Να επισημανθούν και αποδομηθούν οι λανθάνουσες πολιτικές και συντεχνιακές τυχόν σκοπιμότητες και βλέψεις που καθιστούν τον διάλογο ψευδεπίγραφο, προσχηματικό και αλυσιτελή.
Να υπάρχει επίγνωση ότι από όσα ειπωθούν μικρό μόνο μέρος θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε βραχυμεσοπρόθεσμο ορίζοντα δίχως να αποδιοργανώσει και ό,τι λειτουργεί στο υπάρχον σύστημα.
Να διατυπωθούν συγκεκριμένα στρατηγικά σχέδια και ιδέες μακράς πνοής, ικανές να διαμορφώσουν εθνική σύμπνοια, που να μην αφήνουν το περιθώριο σε όσους προβάλλουν ιδιοτελείς ή και κακόβουλες αντιστάσεις να ισχυρισθούν ότι δεν ήξεραν.
Και να δοθεί η δυνατότητα να δημιουργηθούν, να ανθίσουν και να αναδειχθούν συγκεκριμένες υποδειγματικές πρωτοβουλίες μικρής κλίμακας, οι οποίες να λειτουργήσουν ως εργαστήρια του μέλλοντος, ως εστίες καλής πρακτικής που με απτό τρόπο δείχνουν ότι αν θέλουμε και αν σκεφτούμε, μπορούμε.
Συνδυάζοντας το πάθος για παιδεία με το πρακτικό πνεύμα και τη στρατηγική προοπτική, θα μπορούσαμε να πετύχουμε πολλά. Αν όχι μονομιάς με όρους έμπρακτης πραγμάτωσης, τουλάχιστον με όρους επαναπροσδιορισμού του Φαντασιακού της Παιδείας με τέτοιον τρόπο, που όσοι έχουν την πραγματική επιθυμία για την ανασυγκρότησή της να βρίσκουν εκεί την πνοή και την ψυχοσυναισθηματική τροφοδοσία που απαιτεί η παρατεταμένη προσπάθεια υλοποίησής της.