Τώρα τα ζητήματα που παρατίθενται στη σχετική επιστολή παραπέμπουν σε μια συνολική μεταρρύθμιση, σε ένα νέο νόμο-πλαίσιο ουσιαστικά για την ανώτατη εκπαίδευση, καθώς περιλαμβάνουν σημαντικές ανατροπές σε σχέση με το ισχύον καθεστώς και οι οποίες είναι πιθανό να προκαλέσουν σημαντικές αντιδράσεις από τη μεριά των φοιτητών.
Αλλαγές στη διοίκηση και επιστροφή των «Συμβουλίων Ιδρύματος»
Ο πρώτος άξονας που περιλαμβάνεται στη σχετική επιστολή αφορά τις αλλαγές στη διοίκηση των πανεπιστημίων. Ειδικότερα, καταγράφονται οι ακόλουθες προτεραιότητες:
«-Επανακαθορισμός αρμοδιοτήτων για τα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου (εύρος και εσωτερική κατανομή αρμοδιοτήτων, με στόχο την αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων και αύξηση της αποτελεσματικότητας στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων).
-Θεσμικά αντίβαρα εντός του Πανεπιστημίου, απαραίτητα για τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το Υπουργείο στα Πανεπιστήμια και την ενίσχυση του αυτοδιοίκητου: Συμβούλιο Ιδρύματος (ρόλος, αρμοδιότητες, τρόπος επιλογής).
-Γενικός Γραμματέας στα Ανώτατα Ιδρύματα (ρόλος, αρμοδιότητες, τρόπος επιλογής)».
Η κρίσιμη αλλαγή εδώ είναι η επαναφορά του θεσμού των Συμβουλίων Ιδρύματος. Ο συγκεκριμένος θεσμός ήρθε στα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγματα με την μεταρρύθμιση της κ. Διαμαντοπούλου και το νόμο 4009/11. Είχε συμπεριληφθεί στο πόρισμα μιας «Επιτροπής Σοφών» που είχε προηγηθεί και απηχούσε μια κατεύθυνση που εφαρμόζεται σε ορισμένες χώρες, σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τα πανεπιστήμια μόνο στα δικά τους εκλεγμένα όργανα, αλλά καλό είναι να υπάρχουν και όργανα με εξωτερικά μέλη ή με ένα συνδυασμό εξωτερικών και εσωτερικών μελών που να έχουν έναν στρατηγικό και εποπτικό ρόλο.
Πώς αντιμετωπίστηκαν
Τα Συμβούλια Ιδρύματος στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκαν από πολύ μεγάλο μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας ως μια υπονόμευση του συνταγματικά κατοχυρωμένου αυτοδιοίκητου και ως μια περιττή προσθήκη ενός επιπλέον οργάνου, σύμφωνα με το in.gr. Θα συναντήσουν την καταδίκη των Συγκλήτων αλλά και της μεγάλης πλειοψηφίας των Συλλόγων ΔΕΠ. Η πρώτη απόπειρα εκλογής τους θα οδηγήσει σε μεγάλες διαμαρτυρίες που σε αρκετές περιπτώσεις δεν θα επιτρέψουν την εκλογή τους. Θα χρειαστεί η κατοχύρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για να πραγματοποιηθούν οι σχετικές εκλογές.
Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν κάποιον ιδιαίτερα προωθητικό παράγοντα, άλλωστε εκείνη την περίοδο τα πανεπιστήμια κυρίως είχαν να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες περικοπές που είχαν φέρει τα μνημόνια.
Τελικά, η κυβέρνηση Τσίπρα θα τα καταργήσει και το βάρος θα περάσει στις Συγκλήτους και τους Πρυτάνεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις η επιστροφή σε αυτόν τον τρόπο διοίκησης θα αντιμετωπιστεί θετικά από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς.
Γι’ αυτό το λόγο και αρκετοί πανεπιστημιακοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει λόγο επαναφοράς ενός θεσμού που δεν ανταποκρίθηκε στις όποιες προσδοκίες καλλιέργησαν οι εμπνευστές του.
Μεγαλύτερη διασύνδεση με τον ιδιωτικό τομέα ως προς τη χρηματοδότηση
Ο δεύτερος μεγάλος άξονας των προτάσεων αφορά τα ζητήματα χρηματοδότησης. Το υπουργείο προτάσσει τις ακόλουθες κατευθύνσεις:
Θέσπιση νέων κανόνων (αντικειμενικών κριτηρίων και δεικτών) για τον προσδιορισμό του ύψους της κρατικής χρηματοδότησης ανά Ίδρυμα. Σύνδεση της αξιολόγησης με τμήμα της κρατικής χρηματοδότησης.
Πολυετείς προγραμματικές συμφωνίες του Υπουργείου Παιδείας με τα Ιδρύματα, προκειμένου να διευκολυνθεί ο στρατηγικός σχεδιασμός.
Ίδρυση Ν.Π.Ι.Δ. για τη διαχείριση ίδιων πόρων από ερευνητικά προγράμματα, αξιοποίηση πνευματικής ιδιοκτησίας και περιουσίας Πανεπιστημίων.
Επιχειρήσεις έντασης γνώσης (spin-off): Θέσπιση νέων κανόνων, διαδικασιών και κινήτρων για την αξιοποίηση της ερευνητικής δραστηριότητας των Ιδρυμάτων (ενδεικτικά, μέσω επιχειρηματικών επιταχυντών, θερμοκοιτίδων επιχειρήσεων, της υλοποίησης πατεντών και επιστημονικών ιδεών κ.αλ.).
Αξιοποίηση σχημάτων ΣΔΙΤ για την κάλυψη αναγκών των Ιδρυμάτων.
Αναμόρφωση κανονιστικού πλαισίου για τις δωρεές.»
Παράλληλα το υπουργείο ενημερώνει ότι σχεδιάζει νέο πλαίσιο αναμόρφωσης και απλούστευσης των διαδικασιών για τους Ειδικούς Λογαριασμούς Έρευνας των Πανεπιστημίων.
Οι συγκεκριμένες κατευθύνσεις έχουν ακουστεί αρκετές φορές, ήδη από τη δεκαετία του 2000 και βήματα προς τη μεγαλύτερη συνεργασία των πανεπιστημίων και του ιδιωτικού τομέα έχουν ήδη υπάρξει.
Ωστόσο, θα υπάρξουν συζητήσεις και αντιδράσεις για διάφορα ζητήματα. Ο αντικειμενικός υπολογισμός των χρηματοδοτικών αναγκών κάθε ίδρυμα, σε εποχές ούτως ή άλλως περιοριστικών πολιτικών, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν για το κόστος κάθε ιδρύματος, αλλά και το φόβο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, που δεν μπορούν να επικαλούνται το κόστος της εργαστηριακής υποδομής, ότι θα αντιμετωπίσουν υποχρηματοδότηση, την ίδια ώρα που πολύ λιγότερο από άλλου κλάδους μπορούν να ελπίζουν σε επωφελείς συνέργειες με τον επιχειρηματικό τομέα. Άλλωστε, υπάρχουν και οι φωνές μέσα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που υποστηρίζουν ότι τέτοιες κατευθύνσεις εξωθούν σε μεγαλύτερη ενασχόληση με τις επιχειρηματικές παρά με τις ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Ωστόσο, αρκετοί επιμένουν ότι άλλος τρόπος σήμερα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών δεν υπάρχει.
Αντίστοιχα, η απλούστευση των διαδικασιών για τους ΕΛΚΕ αντιμετωπίζεται γενικά θετικά, καθώς συχνά υπάρχει μεγάλη γραφειοκρατία, ωστόσο κάποιοι επισημαίνουν ότι παράλληλα χρειάζεται να διατηρηθούν δικλείδες διαφάνειας και χρηστής διαχείρισης.
Πάντως όλοι οι πανεπιστημιακοί συμφωνούν ότι χωρίς ενίσχυση και της πάγιας δημόσιας χρηματοδότησης και χωρίς την προκήρυξη μεγάλου αριθμούς θέσεων ΔΕΠ, τα πανεπιστήμια θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Ενίσχυση των πρακτικών αξιολόγησης
Το υπουργείο επιμένει και στην αναβάθμιση των διαδικασιών αξιολόγησης και διασφάλισης ποιότητας. Οι προτάσεις που κάνει κινούνται στις παρακάτω κατευθύνσεις:
«Αναβάθμιση και ενίσχυση της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Θέσπιση νέου κανονιστικού πλαισίου για την αξιολόγηση των Ιδρυμάτων εν γένει, καθώς και για τη διαμόρφωση εφεξής του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας (συγχωνεύσεις, ενοποιήσεις Ιδρυμάτων, δημιουργία νέων τμημάτων), ιδίως με τη θέσπιση αντικειμενικών διαδικασιών και κριτηρίων και την πρόβλεψη προηγούμενης σχετικής τεκμηρίωσης.
Ενίσχυση του θεσμού της αξιολόγησης των προγραμμάτων σπουδών».
Οι συγκεκριμένες προτάσεις παραπέμπουν κυρίως σε ενίσχυση των διαδικασιών, καθώς ούτως ή άλλως το θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση υπάρχει.
Εάν υπάρχει ένα σημείο τομή είναι η διασύνδεση ανάμεσα στην αξιολόγηση και τη διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου για τις αλλαγές στον ακαδημαϊκό χάρτη, όπως είναι οι διαδικασίες συγχώνευσης ιδρυμάτων, ίδρυσης νέων τμημάτων, όπως και η αναφορά σε αντικειμενικά κριτήρια,
Ευελιξία στα προγράμματα σπουδών και επαναφορά του Ν+2
Σε ό,τι αφορά τα προγράμματα σπουδών η κυβέρνηση παραθέτει τις ακόλουθες προτάσεις:
«Διεύρυνση δυνατότητας δημιουργίας ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων.
Απελευθέρωση των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών.
Ενίσχυση των θερινών/χειμερινών προγραμμάτων.
Καθιέρωση ενός εσωτερικού προγράμματος κινητικότητας για φοιτητές μεταξύ Ελληνικών Πανεπιστημίων, στα πρότυπα του Erasmus.
Ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων εξ’ αποστάσεως σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο.
Ενίσχυση του θεσμού της πρακτικής άσκησης φοιτητών σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, σε συναφή με τις σπουδές τους αντικείμενα.
Καθιέρωση ανώτατου χρονικού ορίου ολοκλήρωσης των προπτυχιακών σπουδών ν+2 (πλην ορισμένων εξαιρέσεων).»
Οι προτάσεις που αφορούν τα ξενόγλωσσα προγράμματα, τη μεγαλύτερη ευελιξία και την πρακτική άσκηση πατούν πάνω σε κατευθύνσεις που υπάρχουν και τώρα. Ακόμη και τα εξ αποστάσεως προγράμματα έχουν ήδη ξεκινήσει, αν και εδώ υπάρχει μια αντίρρηση ότι τα πανεπιστήμια «ωθούνται» σε αυτή την κατεύθυνση, με την ελπίδα ότι θα έχουν κάποιους επιπλέον πόρους από πιθανά δίδακτρα. Το ίδιο ισχύει και για την ευελιξία στα μεταπτυχιακά, όπου και εκεί υπάρχει το ζήτημα των διδάκτρων.
Εκεί που αναμένονται μεγάλες αντιδράσεις από τη μεριά των φοιτητών είναι η επαναφορά του χρονικού ορίσου για τη λήψη του πτυχίου. Η συγκεκριμένη ρύθμιση είχε ψηφιστεί παλαιότερα και στη συνέχεια καταργηθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υποστηρικτές της ρύθμισης υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατό στο πανεπιστήμιο να επιτρέπονται οι «αιώνιοι φοιτητές».
Ωστόσο, υπάρχουν και αυτοί που επισημαίνουν ότι οι φοιτητές που καθυστερούν να πάρουν πτυχίο δεν επιβαρύνουν τα ιδρύματα, ενώ συχνά η καθυστέρηση οφείλεται σε παραμέτρους όπως το γεγονός ότι αναγκάζονται παράλληλα να εργάζονται. Πάντως οι φοιτητές είναι αντίθετοι σε τέτοιες ρυθμίσεις και τις θεωρούν μοχλό πειθάρχησης.
Η επαναφορά της βάσης πρόσβασης για τα ιδρύματα
Το τελευταίο τμήμα των προτάσεων του Υπουργείου περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατευθύνσεις:
«Καθιέρωση ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα Ανώτατα Ιδρύματα και ο ρόλος των Ιδρυμάτων στον προσδιορισμό ανώτερης βάσης εισαγωγής και αριθμού εισακτέων.
Ενίσχυση του τεχνολογικού τομέα και προτεινόμενες δράσεις για την επίλυση προβλημάτων (διοικητικής φύσης ή άλλης) που δημιουργήθηκαν από την πρόσφατη ενοποίηση των πρώην Πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
Θεσμικό πλαίσιο για τη στέγαση και τη σίτιση φοιτητών.»
Και εδώ αναμένεται να υπάρξουν αντιδράσεις. Η κυβέρνηση επιμένει ότι με αυτό τον τρόπο θα αναβαθμιστεί το κύρος των πανεπιστημίων και ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει είσοδος σε πανεπιστημιακά τμήματα με τόσο χαμηλές βάσης.
Ο αντίλογος είναι ότι με βάση και τα φετινά αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων, υπάρχει κίνδυνος με αυτό τον τρόπο πολλά τμήματα να βρεθούν με πολύ μικρό αριθμό φοιτητών και να διακυβευτεί η ίδια η λειτουργία τους.
Επίσης, υποστηρίζουν ορισμένοι ότι με αυτό τον τρόπο θα περιοριστεί συνολικά το δικαίωμα πρόσβασης των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που εξασφαλιζόταν με το ισχύον σύστημα και υπενθυμίζουν τις χιλιάδες θέσεις που έμειναν κενές την προηγούμενη φορά που είχε καθιερωθεί η βάση του 10 για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια.
«Θερμή χρονιά» για την τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις που τελικά θα φέρει η υπουργός Παιδείας, υπάρχει και το ενδεχόμενο το ίδιο το γεγονός της κατάθεσης νομοσχεδίου για την Ανώτατη Εκπαίδευση να λειτουργήσει ως καταλύτης για να βγει στο προσκήνιο ένα ευρύτερο κλίμα δυσαρέσκειας, κυρίως στους φοιτητές απέναντι όχι μόνο στις συγκεκριμένες ρυθμίσεις αλλά και τα συνολικότερα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η μαζική καλοκαιρινή φοιτητική διαδήλωση στην Αθήνα ενάντια στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου έδειξε ότι υπάρχουν διαθέσεις αντιπαράθεσης. Μένει να δούμε εάν τελικά θα οδηγήσουν σε έναν «θερμό χειμώνα» για την ανώτατη εκπαίδευση.