Περί προτεραιοτήτων (του Γιώργου Μουτσινά)
Φίλος με συνάντησε χθες το βράδυ στην περιφορά. Δεν εξεπλάγην. Κοινός τόπος όλων των απογνώσεων, βλέπεις, η παράκληση. Με ρώτησε τι σπούδασα, πού εργάζομαι, ενδιαφέρθηκε για την υγεία των δικών μου, μαζί απορήσαμε πώς χαθήκαμε, πώς πέρασαν τα χρόνια…
Άκουσα όσο πιο συγκαταβατικά μπορούσα την περίληψη της ζωής του, ανταπέδωσα με μια σύνοψη της δικής μου. Επί δεκαετίας στο εξωτερικό εκείνος· πραγματικά δεν γνώριζε τα τεκταινόμενα του επαγγέλματός μας. Αυτεπαγγέλτως κλήθηκα να δώσω εξηγήσεις. Κι απολογήθηκα για πολλά· πράγματα που ήξερα, άλλα που μάντευα, περισσότερα που δεν ήμουν σε θέση να δώσω απάντηση…
Κι αργότερα, το ίδιο βράδυ, ένας κυκεώνας, που είχε σχολαστικά φιλοτεχνήσει με πηχυαία γιατί η συνείδησή μου, δεν μου επέτρεψε να χαρώ ως έδει την όλη επισημότητα της πανήγυρης, τις αλλεπάλληλες κωδωνοκρουσίες, τα αεικίνητα παιδιά στους δρόμους, τις καλησπέρες συγγενών και φίλων, τα παραδοσιακά ακροάματα που τιμούσαν με τον τρόπο τους τη μεγαλοπρέπεια της ημέρας, τα χρόνια πολλά, τα σταυρωτά φιλήματα, τα χτυπήματα στην πλάτη, τα λόγια παρηγορίας…
Λόγια παρηγορίας, που εκφέρονταν αντανακλαστικά από τον κόσμο που δεν γνώριζε την απαξίωση της εκπαίδευσής μας· που, μέσα στη συνώθηση των πιστών, από εμένα μάθαινε πως τα σχολεία μας έχουν παραγνωριστεί σε αποθετήρια πρόσκαιρων και πλανήτων συμβασιούχων· πως οι σχολικές μας τάξεις υπολογίζονται από τη μία σαν αριθμητήρια κεφαλών, σαν σύνολο εργατοωρών από την άλλη· πως μόνη βεβαιότητά μας είναι η αβεβαιότητα· πως, από κάθε Σεπτέμβρη και μετά, στριμώχνουμε όλη την αξιοπρέπειά μας σε μια βαλίτσα αμφιβόλου προορισμού, και περιμένουμε· πως, με την είσοδό μας στα σχολεία, μας είναι ηλίου φαεινότερον πως όχι μόνο δεν θα είμαστε του χρόνου εκεί, αλλά κι ενδεχομένως εκτός εκπαιδευτικού συστήματος· πως, όποτε μαζευόμαστε με συναδέλφους να πιούμε καφέ συλλογισμένο, συναγωνίζεται η από κοινού μας επιφύλαξη για τις εργασιακές μας προοπτικές, με έναν οχλητικά υφέρποντα ανταγωνισμό, μήπως μελλοντικά καταβροχθίσει ο ένας τη θέση του αλλουνού, μήπως πάρουν κάποιον νωρίτερα από μας, κι εμείς θα πρέπει να προσποιηθούμε τη χαρά του, ενόσω πνευστιούμε για την τύχη τη δική μας· πως αναλωνόμαστε σε προγνωστικά προσλήψεων, σε καταμέτρηση μορίων, στη συλλογή τυπικών προσόντων, σε εντάσεις επί πινάκων αναπληρωτών και ωρομισθίων… Όχι ότι εγώ πράττω διαφορετικά. Ούτε ότι ηδύνομαι να καταγγέλλω. Αλίμονο. Πρώτο πληθυντικό χρησιμοποίησα.
Πρώτο πληθυντικό, γιατί η αποσάθρωση της παιδείας μας είναι κοινός τόπος όλων των εμπλεκομένων στις καλένδες της – συνάμα άγνοια όλων των υπολοίπων· πλείστοι θαρρούν πως είμαστε μονιμοποιημένοι, έμμισθοι καθ’ όλο το χρόνο, με πολυδαίδαλες διακοπές και άδειες, πως απολαύουμε αστρονομικές μισθοδοσίες, αναρίθμητα επιδόματα κι εξωφρενικές κρατικές παραχωρήσεις. Και πλήθιοι που πιστεύουν το αντίθετο, κατά βάθος δικαιολογούν το κατάντημά μας, εξαργυρώνοντας σε μιαν εύκολη λυδία λίθο όλη την κρατικοδίαιτη ασυδοσία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, για την οποία ευθύνονται εκπαιδευτικοί, που εξυπακούεται πως δεν προσέφεραν κανένα ουσιαστικό έργο, ούτε φιλοτιμήθηκαν, μήτε κοπίασαν στη δουλειά τους, έκαναν μόνο παιδοφύλαξη, δεν ξενύχτησαν πάνω από μαθητικές εργασίες, δεν ενέσκηψαν στο έργο τους, δεν αφουγκράστηκαν τους μαθητές τους, καμία σχεδία δεν συναρμολόγησαν στην παιδικότητά τους, κανένα παλλάδιο· αλεξίπτωτο κανένα…
Κι επειδή η χώρα μας βρίσκεται εγκλωβισμένη στο αυτοκτονικό δωμάτιο της ηθικής και ανθρωπιστικής της πτώχευσης, το πολύ – πολύ να μας ρίξουν ένα χαμόγελο και να μας καθησυχάσουν ότι, εντάξει μωρέ, δουλειά να υπάρχει, πολλά τα κενά, αστείρευτα τα ευρωπαϊκά κονδύλια, συνταξιοδοτήσεις γίνονται, μόνιμοι διορισμοί θα γίνουν, πού θα πάει, όλα καλά θα πάνε, μην απελπίζεσαι, δεν θέλει άγχος· προπάντων δεν θέλει άγχος… Και το χειρότερο απ’ όλα τα δεινά μας, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός· το πώς εμείς οι ίδιοι έχουμε ιεραρχήσει τις εργασιακές μας προτεραιότητες, τις βλέψεις, τις προσδοκίες, τις απαιτήσεις μας…
Θέλεις απόδειξη, αγαπητέ; Τεκμήριο; Τεκμήριο λοιπόν, ο αυτοπρόσωπος βαυκαλισμός μας, όταν μας παρηγορούν εκείνοι που τελούν εν αγνοία της καταστάσεως· το παραπειστικό επιχείρημα που έχει σκαρώσει η λογική μας, εντέχνως συμφύροντας την αυτοσυντήρηση και την ελπίδα: πως είναι θέμα χρόνου να μπουν τα πράγματα στη θέση τους· πως εύλογο είναι να έχουμε παραμερίσει από τις σκέψεις μας το αυτονόητο: να είναι τα σχολεία μας ανοιχτά, να υπάρχει εκεί κατά πάγιο τρόπο ένας συνάδελφος, που θα γνωρίζει αναντίλεκτα ότι κάπου ανήκει, ότι δεν θα καταστεί γυρολόγος, προς άγραν συμπλήρωσης εργασιακού ωραρίου· πως δεν θα τον μέμφονται με λασπολογικές αλχημείες τα ετεροκίνητα ανθρωπάρια της πολιτείας περί πλεονασμάτων ή πλασματικού έργου· πως θα του παρασχεθεί χειροπιαστό έρεισμα να αφοσιωθεί στα παιδιά του, που να ξέρει ότι είναι παιδιά του, δικά του παιδιά, κι όχι μία ανάθεση μηνών· μια επιφόρτιση, που ad hoc αναπληρώνει τον εαυτό της…
Προτεραιότητες, θα μου πεις, αγαπητέ. Προτεραιότητες. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, μόνο εσύ ο ίδιος ξέρεις και κανείς άλλος, τι περίμενες από το λειτούργημα που επιλέξαμε να ασκήσουμε, τι τελοσπάντων θέλαμε να προσφέρουμε, πώς ξεκινήσαμε στις τάξεις, και πώς μας έχουν καταλήξει…