Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων: Μετά την υποβάθμιση του μαθήματος της Ιστορίας στο Λύκειο, όπου διδάσκονται συνοπτικά και επιφανειακά σημαντικότατα κεφάλαια, όπως ο Κυκλαδικός, Μινωικός και Μυκηναϊκός Πολιτισμός, ο Α΄ και Β΄ Αποικισμός, η σημασία των Περσικών Πολέμων, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ο Φίλιππος Β΄ και το οικουμενικό κράτος του Μ. Αλεξάνδρου, οι προτάσεις της Επιτροπής που συνέστησε το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων για το μάθημα της Ιστορίας στην Υποχρεωτική Εκπαίδευση, αν τελικά εφαρμοσθούν, θα επιφέρουν τη χαριστική βολή στο μορφωτικό υπόβαθρο των Ελλήνων μαθητών.
Τονίζεται ιδιαίτερα ότι οι προτάσεις αυτές, που αλλοιώνουν πλήρως το πνεύμα και τους στόχους της διδασκαλίας της Ελληνικής Ιστορίας, διατυπώθηκαν, όπως και όλες οι άλλες αρνητικές προτάσεις για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών και τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, χωρίς να κληθεί από το Υπουργείο Παιδείας για να εκφράσει τις τεκμηριωμένες απόψεις της η Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, η αρχαιότερη φιλολογική επιστημονική Εταιρεία της χώρας μας.
Με την αντίληψη ότι πρέπει να αρθεί «η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής ιστορίας» και η διδασκαλία να στραφεί αποκλειστικά στην κοινωνική, οικονομική, στην ιστορία του περιβάλλοντος και του κλίματος, στην τοπική ιστορία και στη μουσειακή εκπαίδευση, υποβαθμίζεται η διάκριση στις βασικές χρονικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας και προκαλείται σύγχυση και αδυναμία στους μαθητές να εντάξουν τα γεγονότα και όλες τις εξελίξεις στον χρόνο. Παραβλέπεται όμως ότι η διδασκαλία των κοινωνικών, οικονομικών, πνευματικών και εν γένει των πολιτισμικών εξελίξεων διευκολύνεται ουσιαστικά με τη σαφή ένταξή τους στις βασικές χρονικές περιόδους και σε συνάφεια με τα πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονται σε αυτές.
Συγκεκριμένα:
Για τη διδασκαλία της Μυθολογίας στην Γ΄ Δημοτικού η Επιτροπή προτείνει η διδασκαλία των ελληνικών μύθων να γίνεται με αναφορές στους μύθους άλλων λαών χωρίς μνεία των πολιτικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών διαδικασιών των προϊστορικών κοινωνιών. Η αντίληψη αυτή είναι άκρως αντιπαιδαγωγική, δεδομένου ότι χωρίς επαρκή γνώση της Ελληνικής Μυθολογίας αυτής καθ’ εαυτήν ο μαθητής των 8 ετών δεν έχει την αντιληπτική δυνατότητα να προχωρεί σε διαπολιτισμικούς συσχετισμούς. Έτσι το μόνο που επιτυγχάνει η πρόταση αυτή είναι να προκαλεί την απέχθεια των μικρών μαθητών για ένα τόσο ευχάριστο και για την ηλικία τους πρόσφορο μάθημα, όπως είναι η Ελληνική Μυθολογία. Το ίδιο αρνητικό συναίσθημα θα τους προκληθεί για το μάθημα της Ιστορίας και στις άλλες τάξεις του Δημοτικού, αν εφαρμοσθούν οι σχετικές προτάσεις της Επιτροπής, όπως θα δειχθεί παρακάτω.
Διαπιστώνουμε με κατάπληξη και μεγάλη ανησυχία ότι στην Δ΄ Δημοτικού αντικαθίσταται η μέχρι σήμερα διδασκαλία της Αρχαίας και Ρωμαϊκής Ιστορίας, η οποία αποτελούσε την ομαλή και λογική συνέχεια της ύλης της Γ΄ Δημοτικού (Μυθολογία), με τη «διδασκαλία της οικογενειακής, προφορικής και τοπικής ιστορίας» (!). Προτείνονται μάλιστα καινοφανείς και μικρής σημασίας διδακτικές προσεγγίσεις, όπως «ιστορικοποίηση του περιβάλλοντος χώρου», «δημιουργία οικογενειακών δένδρων», «συνεντεύξεις μεταξύ των μαθητών» κ.ά. Χαρακτηριστικό της προχειρότητας της πρότασης είναι το γεγονός ότι, χωρίς καμία γνώση των κύριων ιστορικών περιόδων, ζητείται από τους μαθητές να μελετήσουν τη ζωή φημισμένων προσωπικοτήτων της ελληνικής ιστορίας, γεγονότων του παρελθόντος καθώς και να εξοικειωθούν με τα εργαλεία της αρχαιολογικής επιστήμης (!).
Το μόνο που επιτυγχάνει η πρόταση διδασκαλίας μιας τέτοιας ύλης είναι η σύγχυση και η αποδιοργάνωση της μαθησιακής διαδικασίας χωρίς τη γνώση μιας κύριας περιόδου της Ελληνικής Ιστορίας, όπως είναι η Ιστορία της Ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας, η οποία κανονικά διδάσκεται σήμερα.
Μετά την ασύνδετη αυτή παρεμβολή ύλης για ένα ολόκληρο σχολικό έτος, προτείνεται στην Ε΄ Δημοτικού να διδαχθεί «η ιστορική εξέλιξη από την προϊστορία έως την οθωμανική κατάκτηση και λόγω του μεγάλου χρονικού εύρους η έμφαση του μαθήματος να δίνεται στις σημαντικές κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές» και λιγότερο στα γεγονότα και στα πρόσωπα ! Δηλαδή, έχει σωρευθεί στην ύλη μιας μόνο Τάξης η διδασκαλία του κύριου κορμού της Ελληνικής Ιστορίας (Προϊστορία, Αρχαία, Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική), διάρκειας 3.500 ετών, που μέχρι τώρα διδασκόταν στη Δ΄ και Ε΄ Δημοτικού. Ακολουθείται και εδώ η ίδια αντιεπιστημονική και αντιπαιδαγωγική αντίληψη να μην επιχειρείται επικέντρωση στα γεγονότα και στα πρόσωπα, αλλά επιλεκτική και επιφανειακή προσέγγιση κοινωνικών εξελίξεων κατά την άδηλη και πιθανόν ιδεοληπτική κρίση των προτεινόντων. Το αποτέλεσμα της αντιπαιδαγωγικής συσσώρευσης μιας τόσο εκτενούς ύλης αναμφισβήτητα θα είναι: η πλήρης σύγχυση, η αδυναμία στοιχειώδους αφομοίωσης και των κεντρικότερων ακόμη περιόδων και θεμάτων της Ελληνικής Ιστορίας (όπως η δημιουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός και η συμβολή του Βυζαντίου στον νεότερο ελληνικό και ευρωπαϊκό πολιτισμό) και τελικά η αποστροφή των μαθητών προς το μάθημα της Ιστορίας.
Στην ΣΤ΄ Δημοτικού προτείνεται η μέχρι σήμερα διδασκαλία της Ελληνικής Επανάστασης σε όλες τις εκφάνσεις της να αντικατασταθεί με τη διδασκαλία της ιστορικής εξέλιξης «από τον 15ο αιώνα έως σήμερα με έμφαση κυρίως στις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές και λιγότερο στην εξέταση συγκεκριμένων προσώπων και γεγονότων». Με το τουλάχιστον παράδοξο αυτό σκεπτικό η διδασκαλία της Ελληνικής Επανάστασης, που γέννησε το νεότερο ελληνικό κράτος, υποβαθμίζεται ουσιαστικά. Τονίζουμε μάλιστα ότι η διδασκαλία της Ελληνικής Επανάστασης έχει δραματικά συρρικνωθεί και απλώς συγκαταλέγεται ως υποκεφάλαιο σε μία από τις 5 διδακτικές ενότητες με τίτλο «Η εποχή των εθνικών κρατών» και σε έναν από τους 10 θεματικούς φακέλους με τίτλο «Οι άνθρωποι της Επανάστασης και οι άνθρωποι στην Επανάσταση». Επιπλέον, προτείνεται οι εκπαιδευτικοί να «επιλέγουν ορισμένους από τους φακέλους αυτούς για να τους μελετήσουν με τους μαθητές τους». Με άλλα λόγια, θα μπορούν, αν επιθυμούν, ακόμη και να παραλείπουν εντελώς τη διδασκαλία της Ελληνικής Επανάστασης ! Σημειώνουμε επίσης ότι στις διδακτικές ενότητες και στους θεματικούς φακέλους του μαθήματος ουδεμία μνεία γίνεται (τυχαία άραγε;) στο Έπος 1940-41.
Εξ άλλου, το εύρος της προτεινόμενης από την Επιτροπή διδακτέας ύλης «από τον 15ο αιώνα έως σήμερα» δεν είναι εύκολο να αφομοιωθεί από μαθητές 11 έως 12 ετών, και μάλιστα με μία νεφελώδη προσέγγιση «κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών» (π.χ. τα παιδιά της ΣΤ΄ Δημοτικού «να εξηγήσουν τα αίτια και την έκταση των συγκρούσεων» των δύο Παγκοσμίων Πολέμων). Μόνο αποτέλεσμα κι εδώ θα είναι η σύγχυση και η αποστροφή προς το μάθημα της Ιστορίας.
Συμπερασματικά, στο Δημοτικό η ελληνική ιστορία στη διαχρονία της υποβαθμίζεται, δεν διδάσκεται συστηματικά με ένταξη στις θεμελιώδεις περιόδους της, ώστε να κατανοηθεί η αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια, αλλά με επιλεκτική προσέγγιση των κοινωνικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών εξελίξεων. Προφανής είναι ο στόχος να διαπλάσουν οι μαθητές μόνο κάποια ιστορική και όχι εθνική συνείδηση. Η καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας οριοθετείται από την Επιτροπή μονομερώς στο πλαίσιο μιας «πλουραλιστικής και ανεκτικής» ταυτότητας καθώς και σε περιβάλλον πολυπολιτισμικότητας. Η καλλιέργεια των αξιών, στην οποία δίνεται έμφαση, επικεντρώνεται σε ζητήματα του παρόντος, ενώ παραβλέπονται συνειδητά οι παραδοσιακές αξίες του ελληνοκεντρικού ανθρωπισμού.
Στο πρόγραμμα του Γυμνασίου (Α΄ – Γ΄ Γυμνασίου) και στην Α΄ Λυκείου, αν και γίνεται αναφορά στις χρονικές περιόδους της Αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, το κέντρο βάρους δίνεται στην Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια Ιστορία, ενώ η Ελληνική Ιστορία συρρικνώνεται και περιθωριοποιεἰται. Αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος της πρότασης, όπως απερίφραστα τονίζεται στο κείμενο: «να ενταχθεί η ελληνική ιστορία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας και να προσεγγιστεί ως τμήμα ευρύτερων και πολυπλοκότερων ιστορικών συνθηκών και διαδικασιών …» και, επιπλέον, «να δοθεί έμφαση στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία (ιστορία της εργασίας, ιστορία του φύλου, ιστορία της παιδικής ηλικίας κ.τ.λ.)». Με αυτό το σκεπτικό δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στη Γ΄ Γυμνασίου η Ελληνική Επανάσταση ισοπεδώνεται διδακτικά ανάμεσα στις άλλες επαναστάσεις του 18ου-19ου αιώνα. Η μόνη ειδική μνεία για την Εθνεγερσία του 1821 στους «Θεματικούς φακέλους» αφορά τις πολιορκίες της Τριπολιτσάς και του Μεσολογγίου. Είναι σαφές ότι η διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας γίνεται βορά στον βωμό μιας κακώς εννοούμενης παγκοσμιοποίησης, αλλά και θύμα ιδεοληψιών. Αντιθέτως, χάριν της στοχοθεσίας αυτής, δεν αναφέρεται η ουσιαστική επίδραση που άσκησε η Ελληνική Ιστορία και ο Ελληνικός Πολιτισμός στη διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Με βάση όλες τις παραπάνω παρατηρήσεις εκφράζουμε την πλήρη αντίθεσή μας και θεωρούμε ότι οι προτάσεις αυτές δεν πρέπει να εφαρμοσθούν, διότι, αντίθετα προς του πραγματικούς στόχους του μαθήματος, θα προσφέρουν στους μαθητές ελλιπέστατη και αποσπασματική γνώση της ελληνικής ιστορίας καθώς και μονομερή προσέγγιση κάποιων κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων του ιστορικού γίγνεσθαι, κατά την ιδεοληπτική επιλογή των προτεινόντων.