Παρατηρήσεις, σχετικά με την αναγνώριση προϋπηρεσίας των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στα ιδιωτικά σχολεία στο

Ορέστης Χάρος  Εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης  Εμπειρογνώμων Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.)

Η διατύπωση του αρθ. 9, παρ. 4, εδάφιο δ για την εκτίμηση της προϋπηρεσίας των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία προσδιορίζει, ότι για σχεδόν όλους τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς δεν θα προσμετρηθεί η προϋπηρεσία τους και συνεπώς, ελλείψει μορίων, θα μείνουν όλοι εκτός της διαδικασίας πρόσληψης που προβλέπει το σχέδιο νόμου.

Σημείωση: Ο αποκλεισμός των ιδιωτικών εκπαιδευτικών είναι πλήρης και σαφής και επισημαίνεται προς όλους τους ενδιαφερόμενους εκπαιδευτικούς στην παρούσα καταχώρηση, γιατί η στη σχετική ανακοίνωσή της επιχειρεί να καθησυχάσει τα μέλη της ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο

Άγνωστο γιατί, προσμετράται μόνο η προϋπηρεσία κάποιων σπανιότατων περιπτώσεων ιδιωτικών εκπαιδευτικών (ίσως να είναι μονοψήφιος ο αριθμός τους), οι οποίοι συγκεντρώνουν αθροιστικά (!) τις εξής δύο προϋποθέσεις: α) Έχουν απολυθεί λόγω κατάργησης του σχολείου, της τάξης ή του τμήματος και β) (ταυτόχρονα) έχουν συμπληρώσει υπηρεσία αναπληρωτή ή ωρομισθίου σε δημόσια σχολεία επί δύο (2) τουλάχιστον πλήρη διδακτικά έτη.
Όμως, η διάταξη πάσχει τόσο από έλλειψη νομιμότητας (όσο και από έλλειψη στοιχειώδους λογικής). Προσκρούει δε, σε πλήθος συνταγματικών και νομικών προβλέψεων καθώς και στη διαμορφωμένη νομολογία του ΣτΕ για το ρόλο της ιδιωτικής εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού ως μέρους του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας), το οποίο υπάγεται σε ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο που καθορίζεται και εποπτεύεται από το Υπουργείο ενώ επίσης κατευθύνεται από τους αντίστοιχους δημόσιους φορείς που υπάγονται σε αυτό (π.χ. Ι.Ε.Π.).
Σημειώνεται, ότι η ισότιμη αναγνώριση της προϋπηρεσίας στα ιδιωτικά σχολεία τόσο για την ένταξη στους πίνακες αναπληρωτών όσο και για την μοριοδότηση στους διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών αποτελεί αυτονόητη συνταγματική και νομική υποχρέωση της πολιτείας, η οποία εφαρμόζεται απρόσκοπτα επί σειρά ετών (άρθ. 16 του Συντάγματος). Με την παρούσα διάταξη, αυτή η παγιωμένη ισότιμη αντιμετώπιση ακυρώνεται παρατύπως, όπως βεβαίως ακυρώνεται η de facto και de jure ισότιμη μεταχείριση που έχει θεσμοθετηθεί μέσα από νομικές ρυθμίσεις, δικαστικές αποφάσεις, ερμηνευτικές εγκυκλίους, έγγραφα και πρακτικές της Διοίκησης επί τουλάχιστον 3 δεκαετίες.
Θέλουμε να πιστεύουμε, ότι το εδάφιο διατυπώθηκε εκ παραδρομής με αυτόν τον τρόπο και ότι δεν αποτελεί μεθόδευση εκτοπισμού των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από την διαδικασία προσλήψεων του σχεδίου νόμου.

Το ορθό θα ήταν η «πραγματική» εκπαιδευτική «προϋπηρεσία» στην ιδιωτική εκπαίδευση να προσμετράται πάντα, ανεξαρτήτως προϋποθέσεων, αφού συνιστά ένα αντικειμενικό γεγονός, που δεν δύναται να αντιμετωπιστεί παρά μόνο ως «πραγματική προϋπηρεσία» και όχι ως κάτι άλλο ή ως κάτι που ουδέποτε υπήρξε. Εναλλακτικά, μια (λιγότερο ορθή) διατύπωση της διάταξης θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη (προστίθενται οι λέξεις «των οποίων έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας»):

«Η πραγματική προϋπηρεσία των εκπαιδευτικών των οποίων έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας, όλων των κλάδων και ειδικοτήτων των ιδιωτικών σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προσμετράται μόνο εφόσον: αα) οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί έχουν απολυθεί αποκλειστικά και μόνο για κατάργηση των ιδιωτικών σχολικών μονάδων, τάξεων ή τμημάτων και ββ) έχουν συμπληρώσει υπηρεσία αναπληρωτή ή ωρομισθίου σε δημόσια σχολεία επί δύο (2) τουλάχιστον πλήρη διδακτικά έτη έως την λήξη της προθεσμίας υποβολής της αίτησης».

Σημειώνουμε επιπλέον τις ακόλουθες παρατηρήσεις που αποδεικνύουν έτι περαιτέρω τον παραλογισμό της επίμαχης διάταξης:

  1. Το σχέδιο νόμου, εκτός από διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών εκπαιδευτικών, κάνει επίσης διάκριση (κατά παράβαση πολλών συνταγματικών αρχών) ανάμεσα στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς των ιδιωτικών σχολείων, αφού αναγνωρίζει την προϋπηρεσία μόνο σε ένα ελάχιστο και σπανιότατο δείγμα ιδιωτικών εκπαιδευτικών αλλά όχι σε όλους τους υπόλοιπους.
  2. Το διοριστήριο των ιδιωτικών εκπαιδευτικών κατατίθεται και τελεί υπό την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας.
  3. Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί επιτελούν εκπαιδευτικό έργο ισότιμο και όμοιο με αυτό των εκπαιδευτικών των δημοσίων σχολείων, δεδομένου ότι διδάσκουν στα ίδια αναλυτικά προγράμματα, την ίδια διδακτέα ύλη, ίδια εκπαιδευτικά συγγράμματα κ.λπ.
  4. Το ωράριό τους καθώς και οι μισθοί τους ελέγχονται από τον εποπτεύοντα φορέα (Υπουργείο) και γίνονται με πανομοιότυπο τρόπο με αυτόν των εκπαιδευτικών στα δημόσια σχολεία.
  5. Τα ιδιωτικά σχολεία είναι ισότιμα των δημοσίων σχολείων ως προς τα προγράμματα σπουδών που καλούνται να υλοποιήσουν και ως προς τους τίτλους σπουδών που εκδίδουν. Θα αποτελέσει πραγματική πρωτοτυπία και πλήρης εκτροπή από τη νομιμότητα και τη λογική το να γίνει επιλεκτική διάκριση αποκλεισμού της διδακτικής προϋπηρεσίας των καθηγητών τους.

Ας σημειωθεί τέλος, ότι τυγχάνω εμπειρογνώμων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής πολιτικής (Ι.Ε.Π.), μετά από σχετική προκήρυξη, στην οποία επελέγησαν αξιοκρατικά δύο (2) εκπαιδευτικοί μεταξύ πολλών υποψηφιοτήτων. Βασικό προαπαιτούμενο (μεταξύ άλλων κριτηρίων) για την επιλογή μας ήταν η μεγάλη εκπαιδευτική προϋπηρεσία μας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το έργο μας δε, ήταν να συντάξουμε προγράμματα σπουδών και εκπαιδευτικά συγγράμματα για το νέο Λύκειο στο αντικείμενο της ειδικότητάς μας.

Συνεπώς, σύμφωνα με την επίμαχη διάταξη, μπορούμε – ως ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί – να είμαστε οι εμπειρογνώμονες του (δημόσιου) Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.), που θα συν-διαμορφώσουμε την εκπαιδευτική πολιτική και την ύλη που θα εφαρμοστεί στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία όλης της χώρας αλλά η εκπαιδευτική μας προϋπηρεσία στην ιδιωτική εκπαίδευση δεν λαμβάνεται υπόψη, όταν πρόκειται να υποβάλλουμε αίτηση πρόσληψης στη δημόσια εκπαίδευση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025