Πάνω από επτά στους 10 Έλληνες επιθυμούν μεγαλύτερη επένδυση του κράτους στη μάθηση ενηλίκων, όπως προκύπτει από νέα έρευνα γνώμης του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης.
Ισχυρή επιθυμία για κρατική επένδυση στη μάθηση και τη συνεχιζόμενη κατάρτιση των ενηλίκων εκφράζουν πάνω από επτά στους δέκα Έλληνες, όπως προκύπτει από νέα έρευνα γνώμης του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), σε δείγμα 40.466 ατόμων άνω των 25 ετών, στα κράτη-μέλη της ΕΕ, τη Νορβηγία και την Ισλανδία.
Αναλυτικότερα, στο ερώτημα αν θεωρούν πως οι κυβερνήσεις πρέπει να προτεραιοποιήσουν την επένδυση στη μάθηση και κατάρτιση των ενηλίκων, το 72% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα απαντά πως συμφωνεί πλήρως και ένα πρόσθετο 20% πως τείνει να συμφωνεί. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα κατατάσσεται τέταρτη μεταξύ 30 χωρών ως προς το ποσοστό των πολιτών, που θεωρούν πως η επένδυση στη μάθηση και την κατάρτιση πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα σε κυβερνητικό επίπεδο.
Εννιά στους 10 δηλώνουν ότι η δουλειά τους απαιτεί διαρκή επικαιροποίηση δεξιοτήτων
Συνολικά στην ΕΕ, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 55% και 34%, ενώ σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ενηλίκων επίσης συμφωνούν. «Σε ολόκληρη την ΕΕ, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η μάθηση και η κατάρτιση των ενηλίκων θα γίνουν πιο σημαντικές για την εξέλιξη της καριέρας τους στην επόμενη δεκαετία, μια θέση που ισχυροποιείται από την άποψη του 88% των ερωτηθέντων ενηλίκων, που δήλωσαν πως η δουλειά τους απαιτεί από αυτούς να επικαιροποιούν διαρκώς τις δεξιότητές τους», επισημαίνουν οι ερευνητές του Cedefop.
Οι Ευρωπαίοι συνολικά συμφωνούν ότι η μάθηση αποδίδει πραγματικά οφέλη τόσο για την εργασία τους, όσο και συνολικά για την προσωπική τους ανάπτυξη. Το 90% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η διά βίου μάθηση είναι σημαντική στο να βρουν δουλειά, να πετύχουν ανέλιξη της καριέρας τους και αύξηση μισθού.
Τα 2/3 των ενηλίκων θεωρούν πως η διά βίου μάθηση είναι εξίσου σημαντική με το πανεπιστημιακό πτυχίο
Ενδεικτικό της σημασίας που αποδίδουν σε αυτό, είναι ότι τουλάχιστον τα δύο τρία των ενηλίκων σε κάθε κράτος- μέλος θεωρούν ότι η μάθηση και κατάρτιση στην ηλικία τους είναι εξίσου σημαντικές με τις σπουδές στο σχολείο ή και στο πανεπιστήμιο. Σε πολλά κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία, τουλάχιστον το 75% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι η μάθηση και κατάρτιση ενηλίκων είναι ένα τρόπος για να αποκτήσουν ένα δίπλωμα ισοδύναμο με πανεπιστημιακό πτυχίο.
Κατά το Cedefop, τα κράτη- μέλη έχουν λάβει δημοφιλή μέτρα για να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των ενηλίκων σε τέτοια προγράμματα, όπως -μεταξύ άλλων- ευέλικτο ωράριο εργασίας, επιδότηση της μάθησης, φροντίδα των παιδιών και καλύτερη πληροφόρηση και καθοδήγηση γύρω από τις υφιστάμενες ευκαιρίες για κατάρτιση. Ωστόσο, οι απόψεις για το αν τα μέτρα αυτά πρέπει να επεκταθούν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ του Βορρά και του Νότου της Ευρώπης. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πορτογαλία και η Ρουμανία, οι πολίτες πιστεύουν πως αν αυτά τα κίνητρα αυξηθούν, θα διευρυνθεί και η συμμετοχή των ενηλίκων στη δια βίου μάθηση. Αντίθετα, σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Ολλανδία και η Φιλανδία, οι πολίτες αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερο σκεπτικισμό τη θετική επίδραση που θα είχε στη μάθηση των ενηλίκων και την κατάρτισή τους η επέκταση τέτοιων μέτρων.
Κάτω από το επιθυμητό επίπεδο η εκπαίδευση ενηλίκων, παρά την 20ετή προσπάθεια της ΕΕ
«Η ΕΕ προσπαθεί να αυξήσει τη συμμετοχή των ενηλίκων σε προγράμματα δια βίου μάθησης και κατάρτισης εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια, αλλά αυτή παραμένει κάτω από το επιθυμητό επίπεδο σε πολλά κράτη-μέλη. Ωστόσο, η έλλειψη συμμετοχής δεν οφείλεται στο ότι οι ενήλικες είναι αρνητικοί απέναντι στη μάθηση. Η θετική εικόνα των πολιτών για τη μάθηση και την κατάρτιση ενηλίκων, που αποτυπώνει η έρευνα σε πάνω από 40.000 ανθρώπους στην ΕΕ, τη Νορβηγία και την Ισλανδία, παρέχει στα κράτη-μέλη μια ισχυρή βάση, για να εξετάσουν αν η μάθηση για τους ενήλικες πρέπει να αποτελέσει επενδυτική προτεραιότητα και να διερευνήσουν πώς οι ενήλικες μπορούν να ενθαρρυνθούν για να μαθαίνουν» επισημαίνουν οι ερευνητές.
Κατά τους ίδιους, η πανδημία της Covid-19 έχει κάνει ακόμα πιο εμφανή τη σημασία της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, προκειμένου η Ευρώπη να ανακάμψει, δεδομένου ιδίως ότι η ανάγκη της «δίδυμης μετάβασης» της ΕΕ (πράσινη οικονομία και ψηφιακός μετασχηματισμός) απαιτεί ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής ποιότητας: «όχι μια μικρή ελίτ, αλλά ένα καλά εκπαιδευμένο γενικό εργατικό δυναμικό, οι δεξιότητες του οποίου σε όλα τα επίπεδα επικαιροποιούνται και αναβαθμίζονται διαρκώς».
Ακόμα και πριν από την κρίση, πάνω από το 45% του ενήλικου πληθυσμού στην ΕΕ διέθετε χαμηλού επιπέδου ή παρωχημένες επαγγελματικές δεξιότητες και δυνητικά χρειαζόταν αναβάθμιση προσόντων ή επαναπροσδιορισμό τους (reskilling). Στο πλαίσιο αυτό, η πενταετούς διάρκειας Ευρωπαϊκή Ατζέντα Δεξιοτήτων έχει θέσει ως στόχο την αύξηση των ατόμων που μετέχουν σε προγράμματα μάθησης ενηλίκων και συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης στo 32% του ενήλικου πληθυσμού ώς το 2025. H έρευνα γνώμης πραγματοποιήθηκε μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου του 2019.