Ακολουθεί άρθρο του κ. Στράτου Στρατηγάκη , Μαθηματικού – Ερευνητή, στη Ναυτεμπορική αναφορικά με τις Πανελλήνιες.
Αναλυτικά όλα όσα γράφει στο άρθρο του:
Πριν από 30 χρόνια, το 1992, οι μαθητές έδιναν και τότε εισαγωγικές εξετάσεις. Τέσσερις οι δέσμες, τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματα, όπως και τώρα. Φυσικά υπήρχαν μικροδιαφορές. Στην 4η Δέσμη τα εξεταζόμενα μαθήματα ήταν, πέρα από τη Γλώσσα όπου εξετάζονταν όλες οι Δέσμες, τα Μαθηματικά, η Ιστορία και η Κοινωνιολογία. Στις άλλες τρεις Δέσμες τα μαθήματα ήταν ακριβώς ίδια με τα μαθήματα που εξετάζονται φέτος οι υποψήφιοι. Το μεγάλο αρνητικό του συστήματος των Δεσμών ήταν ότι οι υποψήφιοι είχαν δικαίωμα να κρατήσουν τις βαθμολογίες σε ένα ή δύο μαθήματα και την επόμενη χρονιά να εξεταστούν στα υπόλοιπα. Το πλεονέκτημα που είχαν όσοι έδιναν δεύτερη φορά ήταν τόσο μεγάλο, που η πλειοψηφία των υποψηφίων έδινε δύο φορές εξετάσεις· την πρώτη πετύχαινε σε ένα ΤΕΙ και τη δεύτερη στη σχολή που ήθελε. Αυτό δεν ήταν στο σχεδιασμό του συστήματος. Ένας Υπουργός Παιδείας το έκανε μία χρονιά και μετά δεν μπορούσαν να το πάρουν πίσω.
Πέρα από αυτό, το μεγάλο μειονέκτημα, το σύστημα ήταν καλύτερα σχεδιασμένο από το τωρινό. Ας δούμε μερικές λεπτομέρειες: Τα Μαθηματικά ήταν διαφορετικά για τους υποψηφίους από την 1η Δέσμη (πολυτεχνικές σχολές) και για την 4η Δέσμη (οικονομικές σχολές). Αυτό ήταν σωστό, διότι άλλο επίπεδο γνώσεων αλλά και εύρος ύλης στα Μαθηματικά χρειάζεται ο φοιτητής του πολυτεχνείου και άλλο ο φοιτητής των οικονομικών σχολών. Τώρα διδάσκονται και εξετάζονται στην ίδια ύλη, που είναι μικρή για τους υποψήφιους για τα πολυτεχνεία και μεγάλη για τους υποψηφίους των οικονομικών σχολών. Θα μου πείτε εύκολο: διαφοροποιούμε την ύλη και τελειώσαμε. Δυστυχώς δεν γίνεται διότι στο σημερινό 4ο Πεδίο εντάχθηκαν και οι σχολές Πληροφορικής, που απαιτούν καλή γνώση των Μαθηματικών. Το αποτέλεσμα είναι οι υποψήφιοι του 2ου Πεδίου (πολυτεχνικές σχολές) να γράφουν μέσο όρο 12,57 και οι υποψήφιοι του 4ου Πεδίου να γράφουν μέσο όρο 6,9. Προφανώς η ύλη των Μαθηματικών ήταν πιο σωστά προσαρμοσμένη σ’ αυτά που έπρεπε να γνωρίζουν οι φοιτητές για να παρακολουθήσουν απρόσκοπτα τα μαθήματά τους στο Πανεπιστήμιο.
Οι υποψήφιοι από τα ΕΠΑΛ είχαν το δικό τους ποσοστό εισαγωγής 4%, αλλά για να διεκδικήσουν θέση στα ΑΕΙ έπρεπε να διδαχθούν την ίδια ύλη με τους υποψηφίους του Γενικού Λυκείου. Προφανώς ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο από τους φετινούς υποψηφίους από τα ΕΠΑΛ.
Το Μηχανογραφικό Δελτίο συμπληρωνόταν το Μάρτιο, χωρίς οι υποψήφιοι να γνωρίζουν τις βαθμολογίες τους. Έτσι ήταν πιο εύκολο να εκφραστεί η πραγματική τους επιθυμία. Σε αντίθεση, τώρα που οι υποψήφιοι συμπληρώνουν το μηχανογραφικό τους δελτίο γνωρίζοντας τους βαθμούς τους και τα μόριά τους, πολλές φορές οι υποψήφιοι εγκλωβίζονται από τη βαθμολογία τους, προσπαθώντας να πετύχουν σε πιο υψηλόβαθμη σχολή από τα μόριά τους, αγνοώντας τις σχολές που έχουν βάση χαμηλότερη από τα μόριά τους. Προφανώς ήταν καλύτερα τότε.
Το πρόβλημα που δεν αντιμετωπιζόταν και δημιουργούσε πολλές αδικίες ήταν η εισαγωγή στις κοινές σχολές, τις σχολές δηλαδή που μπορούσαν να δηλώσουν όλοι οι υποψήφιοι ανεξάρτητα από τη Δέσμη στην οποία εξετάζονταν. Ήταν τα Παιδαγωγικά, τα ΤΕΦΑΑ και οι μουσικές σχολές. Το πρόβλημα ήταν ότι συγκρίνονταν ως προς τα μόρια που συγκέντρωναν υποψήφιοι που είχαν εξεταστεί σε διαφορετικά μαθήματα, οπότε η σύγκριση απλά ήταν λάθος, αφού τα παιδιά από το δημοτικό μαθαίνουν ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια. Αυτό το πρόβλημα, τώρα 30 χρόνια μετά, δεν έχει αντιμετωπιστεί και μάλιστα έχει διογκωθεί, καθώς οι κοινές σχολές σε περισσότερα από ένα Πεδία είναι μία στις τρεις. Το πρόβλημα όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε, αλλά χειροτέρευσε.
Το σύστημα των Δεσμών, που καθιερώθηκε το 1983, πριν σχεδόν 40 χρόνια, έμοιαζε πάρα πολύ με το σημερινό. Αν εξαιρέσουμε την κατοχύρωση βαθμολογίας, που ευνοούσε όσους εξετάζονταν για δεύτερη φορά, σε όλα τα άλλα ήταν καλύτερο από το σημερινό. Το πρόβλημα με τις κοινές σχολές υπήρχε και τότε υπάρχει και τώρα, αφού κανείς Υπουργός Παιδείας δεν το έλυσε.
Αυτή η στασιμότητα, για να μην πούμε χειροτέρευση, τόσα χρόνια τώρα, μετά από δεκάδες αλλαγές και “μεταρρυθμίσεις” ίσως εξηγεί γιατί η Εκπαίδευσή μας κάθε χρόνο γίνεται και χειρότερη. Επιστρέψαμε εκεί που βρισκόμασταν πριν από σχεδόν 40 χρόνια, χωρίς να έχουμε λύσει κανένα πρόβλημα, έχοντας δημιουργήσει πολλά καινούρια.
Το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, που είναι ζωτικής σημασίας για τα παιδιά μας, μας δίνει μια εικόνα της Εκπαίδευσης. Το τέλμα μετά από δεκάδες αλλαγές διατρέχει όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Παρουσιάζουμε στασιμότητα σε όλους τους δείκτες εκτός από την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου και το πλήθος των φοιτητών, που αυξήθηκε εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια.
Τι ελπίδες έχουμε για το μέλλον; Καμία αν συνεχίσουμε έτσι. Τόσα χρόνια θα περίμενα κάποιος Υπουργός Παιδείας, παίρνοντας τα αρνητικά αποτελέσματα των μαθητών μας, να αναθέσει σε ειδικούς να αναλύσουν τις αιτίες της αποτυχίας, να εισηγηθούν μέτρα με συγκεκριμένους στόχους, να εφαρμοστούν τα μέτρα και 5 χρόνια μετά να γίνει αποτίμηση της εφαρμογής τους μέσα από μία νέα μέτρηση, που θα εξετάζει αν επιτεύχθηκαν οι στόχοι που τέθηκαν. Να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις και να συνεχίσουμε με τα βελτιωμένα μέτρα. Δυστυχώς, αυτό φαίνεται απίθανο να συμβεί, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε το πρώτο βήμα, που απαιτεί τη συναίνεση των κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία.