: Τι δείχνουν οι πρώτες τάσεις στις επιδόσεις των υποψηφίων – Τι αναμένεται να γίνει με τις βαθμολογίες

 

Τι αναμένεται να γίνει με τις –  Οι πρώτες τάσεις για τις επιδόσεις των υποψηφίων στις άρχισαν ήδη να διαφαίνονται από τη δεύτερη ημέρα των εξετάσεων των υποψηφίων των Γενικών Λυκείων.

Υπενθυμίζουμε σε αυτό το σημείο ότι, σύμφωνα με πληροφορίες του , φέτος αναμένονται τα από τις 28 Ιουνίου έως 1 Ιουλίου.

Οι υποψήφιοι θα μπορούν να μάθουν σε ποια σχολή ή τμήμα έχουν εισαχθεί είτε μέσω sms στο κινητό τους, εφ’ όσον είχαν προβεί τις απαραίτητες ενέργειες εγγραφής στη σχετική πλατφόρμα, είτε ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: , πληκτρολογώντας τον οκταψήφιο κωδικό αριθμό τους και τα τέσσερα αρχικά γράμματα των προσωπικών τους στοιχείων (Επώνυμο – Όνομα – Πατρώνυμο – Μητρώνυμο).

Οι πάντως θα βγουν προς το τέλος του Ιουλίου 2024, όπως ακριβώς συνέβη και το την περυσινή χρονιά. Συγκεκριμένα, το 2023 είχαν δημοσιευτεί στις 27 Ιουλίου.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η υποβολή μηχανογραφικών αναμένεται τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου.

«Είναι πιθανόν να έχουμε χαμηλότερες βαθμολογίες από πέρσι, αυτή είναι η τάση που διαφαίνεται», σημείωσε στον «Ε.Τ.» ο καθηγητής Μαθηματικών του φροντιστηριακού ομίλου Αξία, Αλέξης Σιμόπουλος.

Οπως σημειώνει ο εκπαιδευτικός, τα φετινά θέματα στα οποία εξετάστηκαν οι υποψήφιοι του 2ου και του 4ου επιστημονικού πεδίου ήταν απαιτητικά και θα δυσκολέψουν ακόμα και τους καλούς μαθητές. «Η τάση διαφαίνεται ελαφρώς πτωτική σε σχέση με πέρσι και είναι πιθανόν να δούμε χαμηλές επιδόσεις από πέρσι, ιδίως από τους υποψηφίους του 4ου επιστημονικού πεδίου», συνεχίζει ο κ. Σιμόπουλος.

Υστερα από μια επεισοδιακή έναρξη, με το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας να βρίσκεται στο στόχαστρο από την επιστημονική ένωση των φιλολόγων, όπου σε ένα ερώτημα η χρήση ενός ρήματος κρίθηκε γλωσσικά λανθασμένη, τα σχόλια των εκπαιδευτικών εστίασαν στις διατυπώσεις και το περιεχόμενο των θεμάτων.

Σύμφωνα με τον κ. Σιμόπουλο, τα θέματα των Μαθηματικών ήταν σαφώς διατυπωμένα, με τη δυσκολία για τους υποψηφίους να έγκειται στους υπολογισμούς που απαιτούσαν τα ερωτήματα. Αντίστοιχη ήταν και η θέση της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας, η οποία έκανε λόγο για σαφή θέματα, σημειώνοντας ότι το ερώτημα Δ4 είναι αυτό που θα καθορίσει τους αριστούχους στις φετινές επιδόσεις. Υπενθυμίζεται ότι πέρσι οι επιδόσεις των υποψηφίων του 2ου επιστημονικού πεδίου ήταν καλές στα Μαθηματικά, ενώ ελαφρώς μειωμένο ήταν και το ποσοστό των υποψηφίων στο 4ο επιστημονικό πεδίο που έγραψαν κάτω από τη βάση.

Για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών (στο οποίο εξετάζονται οι υποψήφιοι του 1ου επιστημονικού πεδίου), η επιλογή του Θουκυδίδη στο άγνωστο κείμενο κρίθηκε ως απαιτητική για τους υποψηφίους, χωρίς όμως στο σύνολό του το διαγώνισμα να κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις. «Ως προς τη διατύπωση, ήταν σαφής και δεν υπήρχαν ερωτήσεις που να μπερδέψουν τους μαθητές. Το γνωστό κείμενο ήταν αναμενόμενο και τα θέματα σαφή και καλοδιατυπωμένα. Υπήρχε η διαβάθμιση της δυσκολίας ανά ερώτημα, το οποίο θα ξεχωρίσει τους καλά προετοιμασμένους μαθητές, με το πιο απαιτητικό σημείο να είναι οι νοηματικές ερωτήσεις από το κείμενο του Θουκυδίδη και όχι τόσο το κομμάτι που κλήθηκαν να μεταφράσουν οι υποψήφιοι», αναφέρει  η κ. Χριστίνα Δημακοπούλου, φιλόλογος στον φροντιστηριακό όμιλο Αξία. Σημειώνεται ότι πέρσι οι επιδόσεις στο εν λόγω μάθημα ήταν καλές, με τους αριστούχους να υπερδιπλασιάζονται.

Στο μάθημα της Βιολογίας (στο οποίο εξετάστηκαν οι υποψήφιοι του 3ου επιστημονικού πεδίου) τα θέματα κρίθηκαν ως διαβαθμισμένης δυσκολίας. «Το Γ1 θέμα ήταν ένα πολύ πρωτότυπο ερώτημα, το οποίο δεν έχουμε ξαναδεί στις πανελλαδικές εξετάσεις, το έχουμε όμως δουλέψει σε ασκήσεις. Υπήρχε διαβάθμιση στη δυσκολία των θεμάτων, ώστε να ξεχωρίσουν οι καλοί μαθητές. Ισως αρκετά παιδιά να δυσκολεύτηκαν με τη διαχείριση του χρόνου τους, καθώς το διαγώνισμα ήταν μεγάλο και κάποια ερωτήματα ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή», σημειώνει η κ. Ηρώ Κατσαμά, καθηγήτρια Βιολογίας στον φροντιστηριακό όμιλο Αξία. Στο μάθημα της Βιολογίας, πέρσι, οι επιδόσεις των υποψηφίων διεύρυναν την ψαλίδα μεταξύ καλών και χαμηλών επιδόσεων, με αύξηση των αριστούχων, αλλά και αύξηση των υποψηφίων που έγραψαν κάτω από τη βάση.