Έντονες αντιδράσεις για την επιλογή του κειμένου της Μπελίντα Κανόν με τίτλο «Φεμινισμός και Νεοφεμινισμός» στις Πανελλήνιες 2023
Συγκεκριμένα, το κείμενο-συνέντευξη της συγγραφέως και δόκτωρα Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Μπελίντα Κανόν, η οποία δημοσιεύτηκε αρχικά την 28η Μαΐου στην εφημερίδα Το Βήμα, επικεντρώνεται στο ζήτημα του «νεοφεμινισμού», ο οποίος, κατά την συγγραφέα, «οδηγεί σε σύγκρουση ανδρών και γυναικών, γεγονός καταστροφικό».
Πανελλήνιες 2023: Θέματα και απαντήσεις στην Άλγεβρα
Το συγκεκριμένο κείμενο, το οποίο πρωταγωνίστησε στις εξετάσεις μαζί με το κείμενο του Σταύρου Τσακυράκη, από το βιβλίο του “Δικαιοσύνη: η ουσία της πολιτικής” και απόσπασμα του διηγήματος “Μια φοβερή παρηγοριά” του Χρήστου Οικονόμου από το βιβλίο του “Οι κόρες του Ηφαιστείου”, βρέθηκε στο στόχαστρο των επικρίσεων, καθώς, όπως καταγγέλλει και με σχετική ανακοίνωσή του το κέντρο Διοτίμα, “ο απολύτως υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί κάθε γυναίκα έμφυλη βία παρουσιάζεται σχεδόν σαν ιδεοληψία των νεοφεμινιστριών που θεωρούν ότι “το να είσαι θύμα είναι εύσημο”.
Το ουσιαστικό πρόβλημα
Αξίζει να αναφερθεί εδώ πως η επιλογή των θεματικών καθεαυτών, που αφορούσαν τα ζητήματα των έμφυλων ανισοτήτων και της βίας κατά των γυναικών, έγινε σε μια χρονική στιγμή που οι γυναικοκτονίες και οι σεξιστικές διακρίσεις βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Το προβληματικό λοιπόν εδώ δεν είναι τόσο η επιλογή του αποσπάσματος δηλώσεων της Κανόν που τέθηκε στην κρίση 17χρονων μαθητών, αλλά το γεγονός πως τα μαθήματα της κοινωνιολογίας και της σεξουαλικής αγωγής είναι απόντα από το πρόγραμμα εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα οι μαθητές να αποστερούνται βασικών εργαλείων που θα τους παρείχαν τα δέοντα υπόβαθρα για την ανάπτυξη των εν λόγω απαντήσεών τους.
Σημειώνεται πως οι εξεταζόμενοι εκλήθησαν να απαντήσουν σε ερωτήματα σχετικά με το πώς τεκμηριώνονται λεκτικά και εννοιολογικά οι θέσεις της Κανόν στις παρατιθέμενες δηλώσεις της.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Κέντρου Διοτίμα:
Το κείμενο “Φεμινισμός και Νεοφεμινισμός” που δόθηκε στις μαθήτριες και τους μαθητές για την εξέταση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, στις Πανελλαδικές Εξετάσεις 2023, από την πρώτη αράδα συνδέει τα νέα φεμινιστικά κινήματα, που μάλιστα βρίσκονται σε άνθιση την τελευταία δεκαετία παγκοσμίως, με κάτι “καταστροφικό”.
Στο κείμενο της Μπελίντα Κανόν ευθύς εξαρχής γίνεται ένας επίπλαστος διαχωρισμός του “καλού” φεμινισμού “του 20ου αιώνα” και του “κακού”, εκείνου που αναδύθηκε «κυρίως μετά το 2010». Ο δεύτερος αναφέρεται ως «φεμινισμός της διαφοροποίησης, ένα ρεύμα που επιμένει στις διαφορές μεταξύ γυναικών και αντρών», ενώ κατά την ίδια όλοι “είμαστε άτομα, άνθρωποι”. Φυσικά πάντοτε γένους αρσενικού, καθώς ακόμα και οι ιδιότητες που μπορεί να έχει μια γυναίκα δεν εκφεύγουν αυτού του γένους: “είμαι συγγραφέας, είμαι εκπαιδευτικός, είμαι ορειβάτης, είμαι κηπουρός” λέει η ίδια.
Ο χαρούμενος κατ’ επίφαση φεμινισμός της Κανόν, που αορατοποιεί τις γυναίκες, τις θηλυκότητες και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα σε ένα υποτιθέμενα πανανθρώπινο παλίμψηστο, στην ουσία αρνείται την αξία και τη σημασία των σύγχρονων αγώνων για την έμφυλη ισότητα/δικαιοσύνη. Μοιάζει σαν να λέει, αφού δεν υπάρχουν έμφυλα κοινωνικοποιημένα υποκείμενα μέσα στις πατριαρχικές κοινωνίες που ζούμε, δεν υπάρχει και λόγος για κινήματα που προτάσσουν τα δικαιώματά τους.
Μάλιστα οι “νεοφεμινίστριες” καλό θα είναι να απορρίψουν “την ιδεολογία που εκφράζεται ως “πάθος για θυματοποίηση”, με άλλα λόγια να εγκαταλείψουν την κινητοποίηση και διεκδίκηση ενός κόσμου χωρίς έμφυλη βία, η οποία αποτελεί τον σκληρό πυρήνα των έμφυλων διακρίσεων, καθώς έτσι “προτάσσουν ότι οι γυναίκες είναι μια ομάδα θυμάτων”. Φυσικά εδώ αποσιωπάται η σκληρή και αιματηρή στατιστική, με τα εκατομμύρια θύματα έμφυλης βίας και τις χιλιάδες γυναικοκτονίες παγκοσμίως, ενώ ο απολύτως υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί κάθε γυναίκα έμφυλη βία παρουσιάζεται σχεδόν σαν ιδεοληψία των «νεοφεμινιστριών» που θεωρούν ότι «το να είσαι θύμα είναι εύσημο».
Φαίνεται σε αυτόν τον «φεμινισμό», που δεν βγάζει κιχ για τη λέξη πατριαρχία, καμιά συμπόνια, καμιά ενσυναίσθηση, καμιά αλληλεγγύη και υποστήριξη δεν χωρά για τις επιζώσες…
Με δεδομένο ότι οι φεμινισμοί όλων των κυμάτων και όλων των εποχών επέμεναν και επιμένουν “στην ελευθερία, στη δυνατότητα να αλλάξουμε τα πράγματα” θα συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε ώστε αντίστοιχα κείμενα και αντιλήψεις που επιδιώκουν να σωφρονίσουν τα νέα φεμινιστικά κινήματα, να ενοχοποιήσουν τόσο τις επιζώσες για το βίωμα τους όσο και τις φεμινίστριες για τους αγώνες τους, να μην έχουν θέση σε καμιά βαθμίδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Η παράθεση του αποσπάσματος της συνέντευξης της Κανόν στο Βήμα:
Για την Μπελίντα Κανόν ο νεοφεμινισμός οδηγεί σε σύγκρουση ανδρών και γυναικών, γεγονός καταστροφικό. «Ο κλασικός φεμινισμός του 20ού αιώνα, τον οποίο εξέφρασε η Σιμόν ντε Μποβουάρ, μαχόταν για την ισότητα ανδρών και γυναικών αντιμετωπίζοντάς τους ως άτομα, ως ανθρώπους. Στον 21ο αιώνα, και κυρίως μετά το 2010, βλέπουμε την ανάδειξη του “φεμινισμού της διαφοροποίησης”, ενός ρεύματος που επιμένει στις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, τις οποίες θεωρεί αγεφύρωτες. Προφανώς και υπάρχουν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, όμως στις περισσότερες εκφάνσεις της ζωής μας είμαστε άτομα, άνθρωποι που δρούμε: είμαι συγγραφέας, είμαι εκπαιδευτικός, είμαι ορειβάτης, είμαι κηπουρός. Είμαι δηλαδή ένας άνθρωπος που ασχολείται με αυτές τις δραστηριότητες, όχι πρωτίστως μια γυναίκα που ασχολείται με όλα αυτά. Σήμερα, οι νεοφεμινίστριες προτάσσουν διαρκώς ότι οι γυναίκες είναι μια ομάδα θυμάτων, η οποία διατρέχει μονίμως τον κίνδυνο να υποστεί βία κάθε μορφής, όχι διακρίσεις εις βάρος τους αλλά βία, επειδή είναι γυναίκες. Αυτό το νέο ρεύμα εγγράφεται στο δημόσιο διάλογο περί ταυτοτήτων: είμαι γυναίκα, αυτή είναι η ταυτότητά μου. Και αυτομάτως, είμαι θύμα. Είναι τόσο έντονος αυτός ο διάλογος περί θύματος ώστε ενίοτε το να είσαι θύμα γίνεται εύσημο, πρόκειται για ιδεολογία που εκφράζεται ως “πάθος για θυματοποίηση”».
Για την Κανόν, αντιθέτως, ο φεμινισμός είναι ένα κίνημα χαρούμενο, «ένα κίνημα που ωθεί τις γυναίκες να αποκτήσουν περισσότερη ισχύ, να διεκδικούν την ισότητα με τους άνδρες. Όταν προτάσσουμε το φύλο, ή το χρώμα του δέρματος ως ταυτότητα, επί της ουσίας επιμένουμε σε χαρακτηριστικά μας τα οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Οι “κλασικές” φεμινίστριες επιμένουμε στα χαρακτηριστικά που μπορούμε να αλλάξουμε, επιμένουμε στην ελευθερία, στη δυνατότητα να αλλάξουμε τα πράγματα. Αντιθέτως, ο νεοφεμινισμός και οι θεωρίες ταυτότητας φύλου επιμένουν σε ένα είδους ντετερμινισμού, τον οποίο εμείς επιδιώκουμε να ξεπεράσουμε».