: Συνέντευξη στην εφημερίδα Political παραχώρησε, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Μερόπη Τζούφη, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρθηκε και στην .

Αναλυτικά η συνέντευξη

1. Στον χώρο της Παιδείας παρατηρείται μια γενική αναστάτωση. Πολλές διαμαρτυρίες ακόμα και από γαλάζιους Περιφερειάρχες και Δημάρχους για την απαξίωση πολλών περιφερειακών τμημάτων. Ποια είναι η δική σας θέση ως πανεπιστημιακού;

Η αναστάτωση και οι διαμαρτυρίες που περιγράφετε θα ενταθούν το επόμενο διάστημα, όταν οι συνέπειες του νέου συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ γίνουν αντιληπτές. Η κυβέρνηση θέσπισε την με σκοπό να αποκλείσει χιλιάδες μαθητές από την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τα περιφερειακά Πανεπιστήμια θα υποστούν άμεσα τις συνέπειες.

Με ότι αυτό συνεπάγεται για τις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες. Η ΝΔ επιμένει στο λαϊκίστικο επιχείρημα περί μαθητών που εισέρχονται στα με «1 και 2 στα 20». Ακόμα και οι βουλευτές της ΝΔ πιστεύουν ότι ψήφισαν τη «βάση του 10». Έχουν εξαπατηθεί από την ίδια τους την κυβέρνηση, αφού το σύστημα «Κεραμέως» προβλέπει κυμαινόμενη βάση ανάλογα με τη δυσκολία των θεμάτων. Με εύκολα θέματα, μαθητές που θα γράψουν δύο και τρεις μονάδες πάνω από τη «βάση του 10» θα κινδυνεύσουν να μείνουν εκτός. Αντίστοιχα με δύσκολα θέματα, θα περάσουν και μαθητές με «6 ή 7». Μοιάζει αντιφατικό, αλλά αυτό είναι το νέο σύστημα της ΝΔ που στερείται κάθε ακαδημαϊκής και παιδαγωγικής εγκυρότητας.

Κύριος στόχος είναι να περιοριστεί ο αριθμός των φοιτητών κατά 30%, να «μικρύνει» το δημόσιο Πανεπιστήμιο και να αποδυναμωθούν τα περιφερειακά ιδρύματα. Ήδη από την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά, 200 τμήματα σε 50 πόλεις θα υποστούν απώλειες, ενώ ορισμένα δε θα έχουν καν πρωτοετείς. Οι συνέπειες θα είναι πολυεπίπεδες: στη μόρφωση της νέας γενιάς, στην ερευνητική δραστηριότητα, στην κοινωνική και πολιτιστική διαμόρφωση, αλλά και στην οικονομία της χώρας και την περιφερειακή ανάπτυξη.

2. Η παράταξη σας καταγγέλλει ότι 25.000 με 30.000 θα μείνουν εκτός ανωτέρων κι ανωτάτων ιδρυμάτων. Γιατί; Μελετώντας το νέο σύστημα και λαμβάνοντας υπόψη τα στατιστικά δεδομένα του υπουργείου Παιδείας για τα αποτελέσματα των πανελλαδικών του 2020, καταλήξαμε στο θλιβερό συμπέρασμα πως το 1/3 των υποψηφίων, δηλαδή περίπου 25.000 με 30.000 μαθητές και μαθήτριες, θα μείνουν εκτός.

Όλα αυτά τα παιδιά σπρώχνονται στα ιδιωτικά κολέγια, στη φτηνή κατάρτιση και στην ανήλικη μαθητεία. Διαπιστώσαμε επίσης πως το νέο σύστημα πλήττει δυσανάλογα τους αποφοίτους των , ενώ αποκλείει την πρόσβαση στους αποφοίτους των Εσπερινών. Είναι ρυθμίσεις με σαφές ταξικό πρόσημο, που κατακρημνίζουν -αντί να επιβραβεύουν- την προσπάθεια των εργαζόμενων μαθητών, συχνά ενήλικων, να επιστρέψουν στο σχολείο για να μορφωθούν, να περάσουν στο πανεπιστήμιο και να αλλάξουν τη ζωή τους.

Η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να «θολώσει τα νερά», ανακοίνωσε 78.000 θέσεις στα ΑΕΙ. Όμως είναι άλλο πράγμα ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων και άλλο ο αριθμός των εισακτέων. Σύμφωνα με τα δεδομένα, μόνο 48.000 έως 53.000 θα καλυφθούν λόγω της εφαρμογής της Τότε είναι που θα επιστρατευθούν τα γνώριμα κυβερνητικά επιχειρήματα περί «ατομικής ευθύνης» και «μαθητών που δε διάβασαν ή δεν άξιζαν να περάσουν στο πανεπιστήμιο, αφού υπήρχαν τόσες διαθέσιμες θέσεις». Τότε θα ξεκινήσει και η συζήτηση για την «αναγκαία» αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη, κλείνοντας και συγχωνεύοντας τμήματα που, λόγω της κυβερνητικής πολιτικής, θα έχουν μετατραπεί σε «χαμηλής ζήτησης».

3. Η πανδημία, αναπόφευκτα, δημιουργεί νέα δεδομένα. Ας σταθούμε στην κυβερνητική πολιτική εν μέσω πανδημίας. Σε τι θα διέφερε μια εκπαιδευτική πολιτική κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Κατά την περίοδο της πανδημίας, η κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία ώστε να εφαρμόσει πολιτικές αποκλεισμών και ανισοτήτων στην εκπαίδευση. Το υπουργείο Παιδείας επιδόθηκε σε νομοθετικό «ντελίριο» στρέφοντας τους μαθητές, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, τους φοιτητές και τα Πανεπιστήμια απέναντί του. Μόνοι συμπαραστάτες, οι ιδιοκτήτες κολεγίων και ιδιωτικών σχολείων, οι οποίοι ευεργετήθηκαν πολλαπλά.

Την ίδια στιγμή, επέδειξε ανικανότητα και αδιαφορία να στηρίξει τα δημόσια σχολεία, με την UNESCO να κατατάσσει τη χώρα μας στις χειρότερες θέσεις παγκοσμίως αναφορικά με το χρόνο που τα σχολεία έμειναν κλειστά, λόγω ανυπαρξίας υγειονομικών μέτρων.

Η υπουργός Παιδείας υπερθεματίζει για το «ψηφιακό άλμα» της , παραγνωρίζοντας πως η εκπαιδευτική διαδικασία πραγματοποιήθηκε με πολλά εμπόδια, δυσκολίες και αποκλεισμούς. Ενδεικτική είναι η καθυστέρηση, μετά από δύο χρόνια πανδημίας και κλειστών σχολείων, στην παράδοση του εξοπλισμού στους μαθητές που δεν είχαν τα μέσα. Αξίζει να σημειωθεί πως μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση επέλεξε να εφαρμόσει το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, δίχως καμία ενσυναίσθηση και παρά τις πολλαπλές ευθύνες της για την κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η υπεράσπιση της δημόσιας Παιδείας αποτελεί κορυφαία πολιτική αναμέτρηση με μια κυβέρνηση που είναι αποφασισμένη να συρρικνώσει το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, αφήνοντας χώρο στα ιδιωτικά συμφέροντα και στους κανόνες της αγοράς. Με μια κυβέρνηση που θεσπίζει διαρκώς αντιδραστικές και νέο-συντηρητικές πολιτικές ενάντια στη νεολαία, την εκπαιδευτική κοινότητα και τα Πανεπιστήμια.

Που αφήνει τα προσφυγόπουλα εκτός εκπαίδευσης, που δεν προχωρά σε προσλήψεις, που κάνει «πιο ακριβό» το δημόσιο σχολείο και που θέλει οι νέοι μας να διδάσκονται «εθνοχριστιανική» ιστορία. Στην προηγούμενη φάση, η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα άλλο περιβάλλον κρίσης, αυτό της οικονομικής και της προσφυγικής, έδωσε συγκεκριμένα δείγματα γραφής παρά την οικονομική ασφυξία των δανειστών. Είναι βέβαιο πως σύντομα θα χρειαστεί να τα ξαναδώσουμε ώστε όχι μόνον η εκπαίδευση, αλλά το σύνολο της κοινωνικής ζωής, να ξεφύγει από την ασφυξία που προσπαθεί να επιβάλλει η ΝΔ και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025