: Η Κίνηση Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης με μια ανακοίνωση της δημοσίευσε τις θέσεις της αλλά και τις προτάσεις της για τη και για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ποιές οι προτάσεις που προτείνει

Τις ημέρες αυτές τα τμήματα των πανεπιστημίων της χώρας καλούνται να επιλέξουν τους συντελεστές της για τα γενικά μαθήματα και τα ειδικά για ορισμένα τμήματα.

Η Κίνηση Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης (ΚΙΠΑΝ) πολύ έγκαιρα, την περίοδο διαβούλευσης και ψήφισης του νόμου με ανακοινώσεις και δύο εκδηλώσεις, προσπάθησε να ενημερώσει και να ενεργοποιήσει το προσωπικό των για τις κρίσιμες αλλαγές που είχαν δρομολογηθεί από το Υπουργείο Παιδείας και ταυτόχρονα να παρουσιάσει μια ευρύτερη πρόταση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Ελληνικό Πανεπιστήμιο [1,2].

Το Υπουργείο Παιδείας συνεχίζοντας να νομοθετεί αποσπασματικά και χωρίς συναίνεση για τα θέματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, περισσότερο εντείνει τα προβλήματα παρά τα επιλύει. Η θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής () πρακτικά θα οδηγήσει άμεσα, με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις και όπως και το Υπουργείο παραδέχεται, σε μείωση του αριθμού των εισαγόμενων στα ΑΕΙ κατά 15 έως 20 χιλιάδες.

Με τον τρόπο που επιδιώκεται η μείωση των προβλέπεται ότι θα πλήξει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα περιφερειακά πανεπιστήμια και πολλά από τα τμήματα που προήλθαν κατά κύριο λόγο από την πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ. Ταυτόχρονα αναμένεται ένα σημαντικό ποσοστό των αποφοίτων που δεν θα εισαχθούν στα ΑΕΙ να οδηγηθεί στην ιδιωτική εκπαίδευση αφού δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή εναλλακτικό και αξιόπιστο σύστημα δημόσιας μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στην Ελλάδα ο αριθμός των νέων που φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ μεγαλύτερος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. γεγονός που συνδέεται με τη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και ιδίως με τα τεράστια κενά στις βαθμίδες της μεταλυκειακής επαγγελματικής – τεχνικής εκπαίδευσης και της τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης.

Η ΚΙΠΑΝ όλα τα προηγούμενα χρόνια υποστηρίζει σθεναρά την αναγκαιότητα οργάνωσης ενός αξιόπιστου πυλώνα μεταλυκειακής επαγγελματικής – τεχνικής και τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης με ποιοτικά χαρακτηριστικά και σοβαρή επαγγελματική προοπτική, ως εναλλακτική διαδρομή σε σχέση με τον πανεπιστημιακό τομέα.

Για την το σύστημα πρέπει να περιλαμβάνει την αναβάθμιση του Λυκείου  με την θεσμοθέτηση εθνικού απολυτηρίου και περισσότερες από μία δυνατότητες αξιολόγησης των υποψηφίων.

Οι παρεμβάσεις σε αυτά τα δύο ζητήματα μπορούν και πρέπει να οδηγήσουν σε μια εκλογίκευση των ποσοστών των αποφοίτων Λυκείου που κατευθύνονται στην τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή σε μείωση της ζήτησης και των εισακτέων στα ΑΕΙ) αλλά και μία αποφόρτιση των μαθητών του Λυκείου από το άγχος των πανελλαδικών εξετάσεων.

Αντί για μια τέτοια στρατηγική και αναπτυξιακή εκπαιδευτική επιλογή το επιβάλλει αποσπασματικά μια μείωση των με κριτήριο τι δηλώνουν οι υποψήφιοι και πού δεν τους βολεύει να πάνε.  Χωρίς να δίνει σοβαρή διέξοδο για δημόσια παρεχόμενη εκπαίδευση, οδηγεί τμήμα των νέων στην ιδιωτική εκπαίδευση και στο εξωτερικό.

Από την άλλη πλευρά η πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης για συνεχόμενη αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ σε συνδυασμό με την εξαφάνιση των τεχνολογικών ιδρυμάτων (πρώην ΤΕΙ) οδηγεί από άλλο δρόμο στην υποβάθμιση των σπουδών στα δημόσια ιδρύματα και σπρώχνει τους έχοντες τη δυνατότητα στην ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και τους μη έχοντες στη δεξαμενή των λιμναζόντων. Δύο πολιτικές διαφορετικές με το ίδιο αποτέλεσμα για μεγάλη μερίδα της νεολαίας.

Η θέσπιση της για βελτίωση του επιπέδου των εισακτέων, όπως εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή θα έχει συνέπεια τον περιορισμό των εισακτέων και την αναδιάρθρωση των τμημάτων, χωρίς να εξασφαλίζει την ορθολογική κατανομή των υποψηφίων στα Πανεπιστημιακά Τμήματα. Δεν υποστηρίζουμε όμως ούτε την ψηφοθηρική άποψη που λέει ότι ας εισαχθούν όλοι στο πανεπιστήμιο, ακόμη και με  ελάχιστες επιδόσεις, «αφού υπάρχουν θέσεις», παραβλέποντας ότι οι θέσεις των εισακτέων καθορίζονται αυθαίρετα.

Το βασικό ζήτημα που ηθελημένα παραβλέπει το Υπουργείο και το κεντρικό πρόβλημα είναι ο αριθμός των φοιτητών που μπορεί να εκπαιδεύσει κάθε τμήμα και φυσικά η εθνική και αναπτυξιακή πολιτική που επιβάλλει την ύπαρξη κάποιων τμημάτων σε περιοχές εθνικού ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό με μια ορθολογική επιλογή ανώτατου αριθμού θέσεων σε κάθε αντικείμενο.

Διαπιστώνουμε ότι δυστυχώς κόμματα της αντιπολίτευσης και οι παρατάξεις τους στα πανεπιστήμια, εστιάζοντας κύρια στην αστυνόμευση και εγκατάσταση των στα ιδρύματα, αντιμετώπισαν συνθηματολογικά  και τις υπόλοιπες διατάξεις του ν.4777. Οι πανεπιστημιακές αρχές επίσης δεν έδειξαν τη δέουσα προσοχή και ως τώρα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχουν πραγματοποιηθεί διεξοδικές συζητήσεις για το αύριο τμημάτων και ιδρυμάτων. Στην περίπτωση δε του Πανεπιστημίου Πατρών, που εκπονήθηκε «Στρατηγικό Σχέδιο για την Ακαδημαϊκή και Ερευνητική Ανάπτυξη», η υποδοχή του και η αντίδραση των τοπικών παραγόντων είναι άκρως απογοητευτική [3].

Αντί για αποσπασματικές και ψηφοθηρικές ρυθμίσεις, απαιτείται η εκπόνηση ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την . Πρέπει παράλληλα και τα ιδρύματα να παρουσιάσουν συγκεκριμένες προτάσεις για τα θέματα της βιωσιμότητας και ανάπτυξης τμημάτων και ιδρυμάτων αφενός και αφετέρου της διάρθρωσης και πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η ΚΙΠΑΝ ειδικότερα προτείνει:

  • Εκπόνηση σχεδίου με την ευθύνη της Ε.Θ.Α.Α.Ε. για τον προσδιορισμό γνωστικών αντικειμένων που θα ανήκουν στον πανεπιστημιακό τομέα ή στον επαγγελματικό – τεχνικό τομέα (επίπεδο 5 του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων).
  • Κατανομή των τμημάτων σε όλη τη χώρα με ευθύνη της πολιτείας και της Ε.Θ.Α.Α.Ε. σύμφωνα με τις υπάρχουσες αλλά και τις αναγκαίες υποδομές.

Στη συνέχεια:

  • Προσδιορισμός με ευθύνη της Ε.Θ.Α.Α.Ε. και σε συνεργασία με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του ελάχιστου και μέγιστου αριθμού φοιτητών που μπορούν να εισαχθούν σε κάθε τμήμα ανάλογα με το εκπαιδευτικό προσωπικό και την υλικοτεχνική υποδομή που διαθέτει κάθε τμήμα. Σταδιακή, σε ορίζοντα τριετίας, προσέγγιση των αριθμών αυτών για κάθε τμήμα.
  • Θέσπιση βάσης εισαγωγής για κάθε τμήμα ώστε να διασφαλίζεται το ελάχιστο επίπεδο γνώσεων.
  • Ορθολογική πρότΤις ημέρες αυτές τα τμήματα των πανεπιστημίων της χώρας καλούνται να επιλέξουν τους συντελεστές της βάσης εισαγωγής για τα γενικά μαθήματα και τα ειδικά για ορισμένα τμήματα.Η Κίνηση Πανεπιστημιακής Αναβάθμισης (ΚΙΠΑΝ) πολύ έγκαιρα, την περίοδο διαβούλευσης και ψήφισης του νόμου με ανακοινώσεις και δύο εκδηλώσεις, προσπάθησε να ενημερώσει και να ενεργοποιήσει το προσωπικό των ΑΕΙ για τις κρίσιμες αλλαγές που είχαν δρομολογηθεί από το Υπουργείο Παιδείας και ταυτόχρονα να παρουσιάσει μια ευρύτερη πρόταση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Ελληνικό Πανεπιστήμιο [1,2].

    Το Υπουργείο Παιδείας συνεχίζοντας να νομοθετεί αποσπασματικά και χωρίς συναίνεση για τα θέματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, περισσότερο εντείνει τα προβλήματα παρά τα επιλύει. Η θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) πρακτικά θα οδηγήσει άμεσα, με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις και όπως και το Υπουργείο παραδέχεται, σε μείωση του αριθμού των εισαγόμενων στα ΑΕΙ κατά 15 έως 20 χιλιάδες.

    Με τον τρόπο που επιδιώκεται η μείωση των εισακτέων προβλέπεται ότι θα πλήξει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα περιφερειακά πανεπιστήμια και πολλά από τα τμήματα που προήλθαν κατά κύριο λόγο από την πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ. Ταυτόχρονα αναμένεται ένα σημαντικό ποσοστό των αποφοίτων που δεν θα εισαχθούν στα ΑΕΙ να οδηγηθεί στην ιδιωτική εκπαίδευση αφού δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή εναλλακτικό και αξιόπιστο σύστημα δημόσιας μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στην Ελλάδα ο αριθμός των νέων που φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ μεγαλύτερος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. γεγονός που συνδέεται με τη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και ιδίως με τα τεράστια κενά στις βαθμίδες της μεταλυκειακής επαγγελματικής – τεχνικής εκπαίδευσης και της τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης.

    Η ΚΙΠΑΝ όλα τα προηγούμενα χρόνια υποστηρίζει σθεναρά την αναγκαιότητα οργάνωσης ενός αξιόπιστου πυλώνα μεταλυκειακής επαγγελματικής – τεχνικής και τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης με ποιοτικά χαρακτηριστικά και σοβαρή επαγγελματική προοπτική, ως εναλλακτική διαδρομή σε σχέση με τον πανεπιστημιακό τομέα.

    Για την το σύστημα πρέπει να περιλαμβάνει την αναβάθμιση του Λυκείου  με την θεσμοθέτηση εθνικού απολυτηρίου και περισσότερες από μία δυνατότητες αξιολόγησης των υποψηφίων.

    Οι παρεμβάσεις σε αυτά τα δύο ζητήματα μπορούν και πρέπει να οδηγήσουν σε μια εκλογίκευση των ποσοστών των αποφοίτων Λυκείου που κατευθύνονται στην τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή σε μείωση της ζήτησης και των εισακτέων στα ΑΕΙ) αλλά και μία αποφόρτιση των μαθητών του Λυκείου από το άγχος των πανελλαδικών εξετάσεων.

    Αντί για μια τέτοια στρατηγική και αναπτυξιακή εκπαιδευτική επιλογή το Υπουργείο Παιδείας επιβάλλει αποσπασματικά μια μείωση των με κριτήριο τι δηλώνουν οι υποψήφιοι και πού δεν τους βολεύει να πάνε.  Χωρίς να δίνει σοβαρή διέξοδο για δημόσια παρεχόμενη εκπαίδευση, οδηγεί τμήμα των νέων στην ιδιωτική εκπαίδευση και στο εξωτερικό.

    Από την άλλη πλευρά η πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης για συνεχόμενη αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ σε συνδυασμό με την εξαφάνιση των τεχνολογικών ιδρυμάτων (πρώην ΤΕΙ) οδηγεί από άλλο δρόμο στην υποβάθμιση των σπουδών στα δημόσια ιδρύματα και σπρώχνει τους έχοντες τη δυνατότητα στην ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και τους μη έχοντες στη δεξαμενή των λιμναζόντων. Δύο πολιτικές διαφορετικές με το ίδιο αποτέλεσμα για μεγάλη μερίδα της νεολαίας.

    Η θέσπιση της ΕΒΕ για βελτίωση του επιπέδου των εισακτέων, όπως εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή θα έχει συνέπεια τον περιορισμό των εισακτέων και την αναδιάρθρωση των τμημάτων, χωρίς να εξασφαλίζει την ορθολογική κατανομή των υποψηφίων στα Πανεπιστημιακά Τμήματα. Δεν υποστηρίζουμε όμως ούτε την ψηφοθηρική άποψη που λέει ότι ας εισαχθούν όλοι στο πανεπιστήμιο, ακόμη και με  ελάχιστες επιδόσεις, «αφού υπάρχουν θέσεις», παραβλέποντας ότι οι θέσεις των εισακτέων καθορίζονται αυθαίρετα.

    Το βασικό ζήτημα που ηθελημένα παραβλέπει το Υπουργείο και το κεντρικό πρόβλημα είναι ο αριθμός των φοιτητών που μπορεί να εκπαιδεύσει κάθε τμήμα και φυσικά η εθνική και αναπτυξιακή πολιτική που επιβάλλει την ύπαρξη κάποιων τμημάτων σε περιοχές εθνικού ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό με μια ορθολογική επιλογή ανώτατου αριθμού θέσεων σε κάθε αντικείμενο.

    Διαπιστώνουμε ότι δυστυχώς κόμματα της αντιπολίτευσης και οι παρατάξεις τους στα πανεπιστήμια, εστιάζοντας κύρια στην αστυνόμευση και εγκατάσταση των ΟΠΠΙ στα ιδρύματα, αντιμετώπισαν συνθηματολογικά  και τις υπόλοιπες διατάξεις του ν.4777. Οι πανεπιστημιακές αρχές επίσης δεν έδειξαν τη δέουσα προσοχή και ως τώρα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχουν πραγματοποιηθεί διεξοδικές συζητήσεις για το αύριο τμημάτων και ιδρυμάτων. Στην περίπτωση δε του Πανεπιστημίου Πατρών, που εκπονήθηκε «Στρατηγικό Σχέδιο για την Ακαδημαϊκή και Ερευνητική Ανάπτυξη», η υποδοχή του και η αντίδραση των τοπικών παραγόντων είναι άκρως απογοητευτική [3].

    Αντί για αποσπασματικές και ψηφοθηρικές ρυθμίσεις, απαιτείται η εκπόνηση ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρέπει παράλληλα και τα ιδρύματα να παρουσιάσουν συγκεκριμένες προτάσεις για τα θέματα της βιωσιμότητας και ανάπτυξης τμημάτων και ιδρυμάτων αφενός και αφετέρου της διάρθρωσης και πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

    Η ΚΙΠΑΝ ειδικότερα προτείνει:

    • Εκπόνηση σχεδίου με την ευθύνη της Ε.Θ.Α.Α.Ε. για τον προσδιορισμό γνωστικών αντικειμένων που θα ανήκουν στον πανεπιστημιακό τομέα ή στον επαγγελματικό – τεχνικό τομέα (επίπεδο 5 του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων).
    • Κατανομή των τμημάτων σε όλη τη χώρα με ευθύνη της πολιτείας και της Ε.Θ.Α.Α.Ε. σύμφωνα με τις υπάρχουσες αλλά και τις αναγκαίες υποδομές.

    Στη συνέχεια:

    • Προσδιορισμός με ευθύνη της Ε.Θ.Α.Α.Ε. και σε συνεργασία με τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του ελάχιστου και μέγιστου αριθμού φοιτητών που μπορούν να εισαχθούν σε κάθε τμήμα ανάλογα με το εκπαιδευτικό προσωπικό και την υλικοτεχνική υποδομή που διαθέτει κάθε τμήμα. Σταδιακή, σε ορίζοντα τριετίας, προσέγγιση των αριθμών αυτών για κάθε τμήμα.
    • Θέσπιση βάσης εισαγωγής για κάθε τμήμα ώστε να διασφαλίζεται το ελάχιστο επίπεδο γνώσεων.
    • Ορθολογική πρόταση από ομοειδή τμήματα για τα εξεταζόμενα μαθήματα και για τους συντελεστές βαρύτητας σε κάθε μάθημα.
    • Σταδιακή κατάργηση, σε ορίζοντα τριετίας, των μετεγγραφών.
    • Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με τους ίδιους κανόνες και χωρίς ποσοστώσεις για τους αποφοίτους των διάφορων ειδών λυκείου.

    Συνεχίζουμε την επεξεργασία θέσεων και αναζήτηση λύσεων για την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ακαδημαϊκά και ακηδεμόνευτααση από ομοειδή τμήματα για τα εξεταζόμενα μαθήματα και για τους συντελεστές βαρύτητας σε κάθε μάθημα.

  • Σταδιακή κατάργηση, σε ορίζοντα τριετίας, των μετεγγραφών.
  • Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με τους ίδιους κανόνες και χωρίς ποσοστώσεις για τους αποφοίτους των διάφορων ειδών λυκείου.

Συνεχίζουμε την επεξεργασία θέσεων και αναζήτηση λύσεων για την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ακαδημαϊκά και ακηδεμόνευτα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025