Πανελλήνιες 2017: Τώρα που ο «αχός» από το «ποδοβολητό» των απαντήσεων έχει, σχετικά, καταλαγιάσει και η σκέψη έχει ηρεμήσει, ίσως θα ήταν χρήσιμο να δούμε τα θέματα της Ν. Γλώσσας με μία πιο ψύχραιμη ματιά. Στο πλαίσιο, αυτό, λοιπόν, θα μπορούσαμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:
γράφει ο Γιώργος Χρυσουδάκης για το ipaideia.gr
1.Το κείμενο που επιλέχθηκε από την ΚΕΕ ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της εξέτασης; Σίγουρα, από την επιλογή διασκευασμένων κειμένων / ομιλιών κ.λπ. ελλοχεύουν κίνδυνοι. Οι κίνδυνοι αυτοί αφορούν, κυρίως, στον νοηματικό κατακερματισμό που μπορεί να υποστεί ένα κείμενο που διασκευάζεται, με αποτέλεσμα να καθίσταται, νοηματικά, ανενεργό. Υπήρξε αυτός ο κίνδυνος σήμερα; Πιστεύω, όχι. Τώρα, στη «διαμάχη» συναδέλφων, περί σύγχρονων και ξεπερασμένων κειμένων, αρνούμαι πεισματικά να μπω. Απλά επισημαίνω ότι το κείμενο του Ε. Παπανούτσου, στο σχολικό βιβλίο της Γ’ Λυκείου, για την «Ψυχολογία των Νεοελλήνων» είναι σαν να γράφτηκε χθες.
2.Η παρατήρηση για τους τρόπους ανάπτυξης των παραγράφων τείνει να γίνει «θεσμός» τα τελευταία χρόνια στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία θεωρίας που μπορούν να τεθούν ως αντικείμενα εξέτασης, ωστόσο, σιωπηρά, παραγκωνίζονται. Είναι ο φόβος για τυχόν λάθη; Είναι οι διχογνωμίες ημών, των φιλολόγων για το τι είναι ορθό και τι όχι; Σίγουρα, επιστημονικές προσεγγίσεις για τα «ύποπτα» σημεία της θεωρίας υπάρχουν, τρόποι για να τεθούν αυτά, ως ερωτήσεις, επίσης, αρκεί ν’ αποφασίσουμε κάποια στιγμή να τις «ανακαλύψουμε», ως επιστημονική κοινότητα (π.χ. είδη συλλογισμών).
3.Θετικό είναι, νομίζω, το γεγονός ότι η παρατήρηση για τις συνώνυμες λέξεις δόθηκε, με αυτές εντασσόμενες στο κειμενικό τους πλαίσιο. Προφανώς, «ζηλέψαμε τη δόξα» των φετινών Παγκύπριων Εξετάσεων (σκεφτείτε να έγραφαν Ελληνόπουλα το συγκεκριμένο διαγώνισμα!).
4.Παρατήρηση Β4β: Τελικά, το ερώτημα είναι ρητορικό ή όχι; Στις ρητορικές ερωτήσεις (οιονεί ερωτήσεις) δεν περιμένουμε απάντηση, καθώς οι ίδιες αποτελούν την πληροφορία, εμπεριέχοντας ισχυρή κρίση (απόφανση). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ερώτηση στο τέλος της 2ης παραγράφου μοιάζει, περισσότερο, μ’ ένα ιδιότυπο ρητορικό σχήμα, με το οποίο ο ομιλητής εισάγει το θέμα, το οποίο αναπτύσσει στην τρίτη παράγραφο. Κάλλιστα, δηλαδή, η ερώτηση, στο τέλος της 2ης παραγράφου, θα μπορούσε να είναι η θεματική περίοδος της 3ης παραγράφου. Σε κάθε περίπτωση, η ΚΕΕ θα μπορούσε ν’ αποφύγει τον χαρακτηρισμό «ρητορική». Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αλλοίωνε, πιστεύω, τη μορφή της απάντησης, που έπρεπε να δώσουν οι υποψήφιοι.
*Ο Γιώργος Χρυσουδάκης είναι Φιλόλογος και Ακαδημαϊκός υπεύθυνος του μαθήματος της Ν. Γλώσσας στον Εκπαιδευτικό Όμιλο «Πουκαμισάς»