:  Ανεξάρτητα λειτουργούν οι δομές προσχολικής αγωγής (παιδικοί σταθμοί και νηπιαγωγεία -δημόσια και ιδιωτικά) χωρίς κοινό εκπαιδευτικό πρόγραμμα και στόχους, με ελλιπείς μηχανισμούς ελέγχου και αξιολόγησης σε εκπαιδευτικούς και δομές.

Αυτά είναι μερικά από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος, όπως προκύπτει από τη μελέτη που εκπονήθηκε από την ICAP για τους Ιδιωτικούς Βρεφονηπιακούς Σταθμούς, με πρωτοβουλία και συνεργασία του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και παρουσιάστηκε σε διαδικτυακή εκδήλωση του Επιμελητηρίου.

Σύμφωνα με τη μελέτη, αναμένεται σημαντική πτώση των εσόδων μέσα στο 2020, ενώ η πιθανή μείωση των φετινών εγγραφών προβλέπεται ότι θα έχει επίπτωση και στα έσοδα του 2021. Παράλληλα η μείωση του αριθμού των παιδιών αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μείωση και του αριθμού προσωπικού των δομών.

Ανεξάρτητα από τη δύσκολη συγκυρία την οποία διανύουμε, στόχος της μελέτης είναι η ενδυνάμωση και ισχυροποίηση των επιχειρήσεων, η αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους και η βελτίωση των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς.

Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα, η σημασία της προσχολικής εκπαίδευσης εξελίχθηκε σημαντικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς πολλές έρευνες έχουν πλέον αποδείξει ότι η ηλικία 0 έως 6 ετών είναι μια περίοδος εξαιρετικά σημαντική για την ανάπτυξη των παιδιών, και πως η συμμετοχή τους σε δομές εκπαιδευτικού χαρακτήρα έχει πολλαπλά οφέλη για την ανάπτυξή τους, αλλά ταυτόχρονα πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή, την οικογενειακή πολιτική, την οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση των ανισοτήτων σε μια κοινωνία.

Παρόλα αυτά στη χώρα μας το ποσοστό συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση διαμορφώνεται ακόμα σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ειδικά στις ηλικίες 0-3 ετών. Επιπλέον, οι δομές προσχολικής αγωγής (παιδικοί σταθμοί και νηπιαγωγεία -δημόσια και ιδιωτικά) λειτουργούν ανεξάρτητα χωρίς κοινό εκπαιδευτικό πρόγραμμα και στόχους με ελλιπείς μηχανισμούς ελέγχου και αξιολόγησης σε εκπαιδευτικούς και δομές.

Ο κλάδος των ιδιωτικών παιδικών σταθμών θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το 1970. Στην πορεία των χρόνων, ο κλάδος είχε να αντιμετωπίσει έντονο ανταγωνισμό, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, τόσο από άλλες ιδιωτικές δομές όσο και από τους δημόσιους παιδικούς σταθμούς, κάτι που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τα χρόνια της οικονομικής ύφεσης με τη μείωση τού διαθέσιμου εισοδήματος. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ στην Ελλάδα, το ποσοστό των παιδιών στην προσχολική εκπαίδευση που εγγράφεται σε ιδιωτικές δομές ανέρχεται στο 18,7%.

Σημαντική εξέλιξη για τον κλάδο, αλλά και για την προσχολική εκπαίδευση γενικότερα είναι η εφαρμογή του συστήματος voucher που εφαρμόζεται από το 2009, αξιοποιώντας πόρους του στο οποίο συμμετέχουν ετησίως πάνω από το 50% των παιδιών που εγγράφονται στην προσχολική εκπαίδευση.

Σύμφωνα με την εκτεταμένη πρωτογενή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια εκπόνησης της παρούσας μελέτης, οι ιδιοκτήτες παιδικών- βρεφονηπιακών σταθμών φαίνεται ότι είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι για τις προοπτικές του κλάδου. Η σταδιακή σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, τα κίνητρα για αύξηση των γεννήσεων, όπως το επίδομα γέννησης ύψους 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα από το 2020 και η αποκλιμάκωση της ανεργίας συντελούν προς την κατεύθυνση αυτή.

Παράλληλα, το γεγονός ότι οι θέσεις σε δημόσιους βρεφονηπιακούς- παιδικούς σταθμούς στην Ελλάδα παραμένουν ακόμα σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον αριθμό των παιδιών αυτής της ηλικίας αποτελεί ευκαιρία για τον εξεταζόμενο κλάδο. Η ενημέρωση των γονιών για τα οφέλη της προσχολικής εκπαίδευσης, αλλά και η ανάδειξη της παιδαγωγικής φιλοσοφίας των ιδιωτικών παιδικών σταθμών έναντι των δημοσίων ενισχύουν τις προοπτικές για το μέλλον.

Παρά τις θετικές προοπτικές που δημιούργησε η ανοδική πορεία της οικονομίας τα τελευταία χρόνια, σημαντική αρνητική εξέλιξη για τον κλάδο αποτελεί η πανδημία του κορονοϊού (Covid-19) που έπληξε και την Ελλάδα τον Μάρτιο του 2020. Η προσωρινή αναστολή λειτουργίας όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη χώρα (συμπεριλαμβανομένων των βρεφονηπιακών- παιδικών σταθμών) δημιουργεί συνθήκες έντονης αβεβαιότητας. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου οι συνολικές πωλήσεις του ιδιωτικών βρεφονηπιακών- παιδικών σταθμών θα δεχτούν σοβαρό πλήγμα μέσα στο 2020 με τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις να εκτιμούν μείωση μέχρι και 50%.

Ο βαθμός επηρεασμού του κλάδου από τις δυσμενείς συγκυρίες εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρων μεταξύ των οποίων:

* Το διάστημα που θα μείνουν κλειστά οι σταθμοί.

* Ο αριθμός των παιδιών που θα επιστρέψουν στη δομή μετά την άρση των μέτρων αφενός λόγω φόβου και αβεβαιότητας των γονέων και αφετέρου λόγω μείωσης του εισοδήματος τους.

* Οι νέες εγγραφές που θα γίνουν για το νέο σχολικό έτος την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου.

* Οι πιθανές επισφάλειες που θα δημιουργηθούν από τους γονείς προς τις επιχειρήσεις.

* Το αν και σε τι βαθμό θα καλυφθούν τα έξοδα προσωπικού από το κράτος και αν καταφέρουν οι επιχειρηματίες να ανταπεξέλθουν στα πάγια λειτουργικά τους έξοδα.

Βάσει των παραπάνω αναμένεται σημαντική πτώση των εσόδων μέσα στο 2020, ενώ η πιθανή μείωση των φετινών εγγραφών προβλέπεται ότι θα έχει επίπτωση και στα έσοδα του 2021. Παράλληλα η μείωση του αριθμού των παιδιών αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μείωση και του αριθμού προσωπικού των δομών.

Οι συνέπειες αυτές μπορούν να αντισταθμιστούν μέχρι ένα βαθμό μέσω των μέτρων της κυβέρνησης, τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αναστολή πληρωμής φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, μέτρα για τη στήριξη εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας, αυτοαπασχολούμενων και ατομικών επιχειρήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η αβεβαιότητα για την τρέχουσα συγκυρία είναι ακόμα μεγάλη και εξαρτάται κυρίως από τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Βάσει των μέχρι σήμερα εκτιμήσεων διαφόρων θεσμικών φορέων η ύφεση στην Ελλάδα το 2020 προβλέπεται ότι θα κυμανθεί από -3% ως -10%. Η επάνοδος της οικονομικής δραστηριότητας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αναμένεται από το 2021.

Βάσει των παραπάνω, οι εκτιμήσεις για την αξία του μεγέθους του κλάδου των ιδιωτικών βρεφονηπιακών- παιδικών σταθμών για το έτος 2019/2020 αποτυπώνονται με επιφύλαξη λόγω των ραγδαίων εξελίξεων. Με βάση της ισχύουσες συνθήκες προβλέπεται μείωση της τάξης του 16% την εν λόγω περίοδο, ενώ για τις επόμενες δύο περιόδους (2020/2021 και 2021/2022) εκτιμάται μέση ετήσια αύξηση της τάξης του 3,9%.

 

Ενέργειες – Δράσεις

Λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα του κλάδου οι ενέργειες- δράσεις που μπορούν να υλοποιηθούν συλλογικά, με σκοπό την ενδυνάμωση και ισχυροποίηση των επιχειρήσεων, την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους και τη βελτίωση των προοπτικών εξέλιξης της αγοράς, εν γένει, είναι:

η ενοποίηση των δομών παροχής προσχολικής αγωγής κάτω από ένα φορέα, ο οποίος θα έχει την ευθύνη της λειτουργίας και της αξιολόγησης τόσο των παιδικών σταθμών της χώρας, όσο και των νηπιαγωγείων, όπως γίνεται με επιτυχία και σε άλλες χώρες διεθνώς.

Η θεσμοθέτηση ενός ενιαίου οργανισμού ο οποίος θα είναι αρμόδιος για θέματα κυρίως εκπαιδευτικού χαρακτήρα ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο εκπαιδευτικό πλαίσιο με συγκεκριμένες κατευθύνσεις για όλες τις ηλικίες προσχολικής κατεύθυνσης (π.χ. ινστιτούτο προσχολικής εκπαίδευσης)

Ο εκσυγχρονισμός του ευρύτερου νομοθετικού πλαισίου των παιδικών σταθμών στο οποίο θα εντάσσονται και θα προδιαγράφονται και τα εκπαιδευτικά προγράμματα των παιδικών σταθμών ενώ θα αποτελούν αντικείμενο αξιολόγησης και ελέγχου.

Ο εκσυγχρονισμός των ελεγκτικών μηχανισμών τήρησης προδιαγραφών παιδικών σταθμών και η ενίσχυση των ελέγχων σε δομές, ΚΔΑΠ/παιδότοπους, που λειτουργούν χωρίς κατάλληλη άδεια.

Η καθιέρωση επιδοτούμενων προγραμμάτων παιδικών σταθμών με καλύτερους όρους για τους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς (μεγαλύτερα ποσά ενίσχυσης που να ανταποκρίνονται στα πραγματικά δίδακτρα, λιγότερη γραφειοκρατία) και προγραμμάτων που θα ενισχύουν και δαπάνες για επενδύσεις για εκσυγχρονισμό των μονάδων.

Η καθιέρωση προγραμμάτων εκπαίδευσης προσωπικού αλλά και προγραμμάτων χρηματοδότησης προσωπικού μέσω ΕΣΠΑ ή άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων.

Η ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος και η παροχή κινήτρων στις οικογένειες από την πολιτεία με στόχο την αύξηση των γεννήσεων.

Η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών για τις επιχειρήσεις του κλάδου.

Επιπλέον, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό οι επιχειρήσεις του κλάδου να προχωρήσουν σε παρεμβάσεις που θα επιφέρουν βελτίωση της εικόνας τους στην αγορά με την ανάδειξη του έργου τους, ενώ βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί και στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σχετικά με τα οφέλη που έχουν τα νήπια από τα εκπαιδευτικά προγράμματα στους παιδικούς σταθμούς στη ψυχοσωματική και συναισθηματική τους ανάπτυξη και την μετέπειτα πορεία τους στην υποχρεωτική εκπαίδευση.

 

Τα σημαντικότερα προβλήματα

Αναλυτικότερα, τα σημαντικότερα προβλήματα του κλάδου συνοψίζονται στα εξής:

– Έλλειψη κοινού θεσμικού πλαισίου και απουσία ενιαίου φορέα για την προσχολική εκπαίδευση

Οι θεσμοί της προσχολικής αγωγής στην Ελλάδα, παρόλο που καλύπτουν παρόμοιες ανάγκες των παιδιών ηλικίας 0-6 ετών, διαφέρουν ως προς τον τρόπο λειτουργίας, τη δομή, τη φιλοσοφία και τον τρόπο διοίκησης. Οι παιδικοί σταθμοί βρίσκονται υπό την εποπτεία των Δήμων και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ενώ τα νηπιαγωγεία (για παιδιά πλέον από 4 ετών και πάνω) υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας. Σύμφωνα με ειδικούς μια ολιστική προσέγγιση του θεσμού της προσχολικής αγωγής μπορεί να έχει καλύτερα εκπαιδευτικά και κοινωνικά οφέλη έναντι των διχοτομημένων όπως το ελληνικό. Σε διεθνές επίπεδο παρατηρείται ότι σε χώρες με σύστημα δύο βαθμίδων μπορούν να δημιουργηθούν ζητήματα όπως έλλειψη συνεκτικότητας για τα παιδιά και τις οικογένειες, σύγχυση όσον αφορά τους στόχους, τις ροές χρηματοδότησης, τις επιχειρησιακές διαδικασίες, το θεσμικό πλαίσιο, την κατάρτιση και τα προσόντα του προσωπικού.

– Αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο -Εφαρμογή δίχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

Οι πρόσφατες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο επεκτείνουν την υποχρεωτική φοίτηση των «προνηπίων» στο νηπιαγωγείο ρύθμιση που εφαρμόζεται σταδιακά από το 2018/2019 και θα ολοκληρωθεί το 2020/2021. Βασικό ζήτημα των επιχειρήσεων του κλάδου είναι ότι η θεσμοθέτηση πραγματοποιήθηκε χωρίς επαρκή διάλογο και σχεδιασμό και χωρίς να συνυπολογίζονται σημαντικές παράμετροι, όπως οι ελλείψεις σε υλικοτεχνικές υποδομές (μείωση των δημόσιων νηπιαγωγείων την τελευταία δεκαετία), το διαθέσιμο προσωπικό, η επαρκή χρηματοδότηση κ.α. Κυριότερος όμως προβληματισμός του κλάδου είναι η έλλειψη θεσμοθετημένου παιδαγωγικού προγράμματος για τα παιδιά αυτής της ηλικίας που εντάσσονται αρκετά νωρίς σε ένα περιβάλλον υποχρεωτικής εκπαίδευσης χωρίς την ανάλογη ωρίμανση δεξιοτήτων με κίνδυνο να δημιουργηθούν μαθησιακές δυσκολίες ή άλλα ψυχολογικής φύσεων προβλήματα.

Επιπλέον, οι επιχειρήσεις του κλάδου που εξυπηρετούν τμήματα προνηπίου αν δεν έχουν ήδη άδεια λειτουργίας νηπιαγωγείου από το Υπουργείο παιδείας και δεν μπορέσουν να την εξασφαλίσουν άμεσα θα επηρεαστούν δυσμενώς.

 Θέματα ελέγχου δομών

Από τα σημαντικότερα προβλήματα του κλάδου που ανέδειξε η έρευνα είναι η ύπαρξη δομών (παιδότοπων, εργαστηρίων κλπ.) που παρέχουν υπηρεσίες φύλαξης παιδιών χωρίς να έχουν τις απαιτούμενες προδιαγραφές και άδειες βάση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, λόγω έλλειψης αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών. Επιπροσθέτως σε σχέση με τις προϋποθέσεις αδειοδότησης παράγοντες του κλάδου αναφέρουν ότι επικρατεί μη ισότιμη θεσμοθέτηση προδιαγραφών και κριτηρίων μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων παιδικών σταθμών, ενώ ο έλεγχοι που γίνονται στις δημόσιες δομές είναι περιορισμένοι σε σχέση με τις ιδιωτικές.

Τα κριτήρια αδειοδότησης αποτελούν ακόμα ένα ζήτημα για τον κλάδο, καθώς οι έλεγχοι για την άδεια και τη λειτουργία της δομής αφορά κυρίως θέματα εγκαταστάσεων, κριτήρια υγιεινής, αριθμό και μορφωτικό επίπεδο παιδαγωγών κλπ. ενώ δεν λαμβάνει υπόψη και δεν αξιολογεί σε καμία περίπτωση το παιδαγωγικό πρόγραμμα που εφαρμόζει ένας παιδικός σταθμός, την παιδαγωγική αντίληψη και φιλοσοφία και τον τρόπο αντιμετώπισης των παιδιών, γεγονός το οποίο κρίνεται εξίσου σημαντικό για την ψυχοσωματική και συναισθηματική τους ανάπτυξη.

– Εξάρτηση του κλάδου από το πρόγραμμα ενίσχυσης «Εναρμόνιση Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής»

Ο αριθμός των γονιών που λαμβάνουν «αξία τοποθέτησης»(voucher) τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Οι δικαιούχοι γονείς μπορούν να εξαργυρώσουν αντί διδάκτρων το κουπόνι τους σε όποιον συμβεβλημένο παιδικό σταθμό επιλέξουν, δημόσιο ή ιδιωτικό. Το σχολικό έτος 2019-2020 ο συνολικός αριθμός παιδιών ανήλθε σε 155,6 χιλιάδες, εκ των οποίων οι 82,9 χιλιάδες αφορούν βρέφη και νήπια που αντιστοιχεί περίπου στο 18% του αντίστοιχου ηλικιακού πληθυσμού. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου τα ανώτατα ποσά των διδάκτρων που επιτρέπεται να εισπράττουν από το πρόγραμμα ανά παιδί κυμαίνονται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα από τα ελάχιστα δίδακτρα ενός ιδιωτικού παιδικού σταθμού, γεγονός που δημιουργεί δυσχέρειες στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν υψηλά λειτουργικά έξοδα. Επιπλέον η διαδικασία χαρακτηρίζεται από έντονη γραφειοκρατία, αλλά και από καθυστερήσεις πληρωμών από την μεριά του αρμόδιου φορέα, γεγονός που δημιουργεί επιπλέον προβλήματα ρευστότητας.

Στο πλαίσιο αυτό η έλλειψη κρατικής στήριξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και επιδοτούμενων προγραμμάτων που να ενισχύουν τις επιχειρήσεις με βάση τις πραγματικές τους ανάγκες (εκσυγχρονισμό εγκαταστάσεων, κάλυψη κόστους προσωπικού, επιμόρφωση κ.λπ.) είναι ένα άλλο θέμα που τέθηκε από τις επιχειρήσεις του κλάδου.

– Ελλιπής ενημέρωση ιδιοκτητών και κοινής γνώμης.

Υπάρχει απουσία επαρκούς ενημέρωσης τόσο από την πλευρά των ιδιοκτητών όσο και της κοινής γνώμης. Τα τελευταία χρόνια η αντιμετώπιση απέναντι στην προσχολική αγωγή και εκπαίδευση έχει αλλάξει. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού είναι εξαιρετικά σημαντικά για την ανάπτυξη του, ενώ η συμμετοχή τους σε δομές εκπαιδευτικού χαρακτήρα έχει πολλαπλά και θεαματικά οφέλη για την διαπαιδαγώγηση του και παράλληλα σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή, την οικογενειακή πολιτική, την οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση των ανισοτήτων σε μια κοινωνία.

Στο πλαίσιο αυτό η ενημέρωση της κοινής γνώμης για την σημαντικότητα της προσχολικής αγωγής είναι ένα κύριο θέμα όχι μόνο για τον εξεταζόμενο κλάδο, αλλά και για όλη την ελληνική κοινωνία.

Η αδιαφορία ενημέρωσης των ιδιοκτητών παιδικών σταθμών για τις ωφέλειες των παιδαγωγικών προγραμμάτων και η λειτουργία των βρεφονηπιακών σταθμών από ανθρώπους που το αντιμετωπίζουν μόνο σαν επιχειρηματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να παρέχουν χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες με μειωμένο κόστος επηρεάζουν αρνητικά την κοινή γνώμη για τον κλάδο.

– Οικονομική δυσπραγία/Υπογεννητικότητα.

Η δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας τα τελευταία χρόνια και η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αποτελεί ίσως και ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του εξεταζόμενου κλάδου.

Η μείωση της αγοραστικής ικανότητας στρέφει τους γονείς σε εναλλακτικές λύσεις για την φύλαξη και διαπαιδαγώγηση των παιδιών, προτιμώντας τους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς που υστερούν σημαντικά σε υποδομές και παιδαγωγικές δραστηριότητες, αλλά και σε άλλες δομές, που μπορεί να έχουν μειωμένο κόστος, αλλά δεν τηρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές.

Το πρόβλημα της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος συνδέεται και με το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της υπογεννητικότητας, καθώς στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια οι γεννήσεις έχουν μειωθεί δραματικά (σωρευτική μείωση γεννήσεων 2018/2008 -27%). Ο πληθυσμός των παιδιών 0-5 ετών βαίνει συνεχώς μειούμενος κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025