Τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τον πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης επικρατεί ένας παροξυσμός μεταρρυθμίσεων, προτάσεων και διαλόγων για την παιδεία. Αν υπάρχει μια κοινή λέξη που τα χαρακτηρίζει όλα αυτά αυτή είναι σίγουρα η ατολμία.

γράφει ο Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός

Οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου παιδείας, όλες ανεξαιρέτως, επιχειρούν να αλλάξουν το «γράμμα της παιδείας» αλλά καμία δεν τολμά ούτε καν να αμφισβητήσει το «πνεύμα της παιδείας». Αυτός είναι και ο λόγος που διαρκώς διαπιστώνουμε ότι «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».

Αυτές λοιπόν οι προτάσεις για αλλαγές στο χώρο της Παιδείας, όπως η πρόσφατη πρόταση «Γαβρόγλου» για το Νέο Λύκειο καθώς και οι πρόσφατες δηλώσεις στη ΔΕΘ του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κου Κ. Μητσοτάκη σχετικά με το σχολείο-επιχείρηση που ονειρεύεται,  αποδεικνύουν ένα πράγμα: ότι το σχολείο χρησιμοποιείται ως οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό που θα έπρεπε εξ ορισμού να είναι. Χρησιμοποιείται είτε ως χώρος πειραμάτων ,με τους μαθητές να παίζουν το ρόλο των πειραματόζωων, είτε ως χώρος που εκτελούνται οικονομικά συμβόλαια. Ένα σχολείο που έχει έναν καθαρά μορφωτικό ρόλο, απαλλαγμένο από όλα αυτά τα ζιζάνια που το πνίγουν, είναι το ζητούμενο. Ένα σχολείο που είναι μόνο σχολείο….

2+1 αντιλήψεις για τον ρόλο του σχολείου

Α) Από τη μία έχουμε την παραδοσιακή αντίληψη ότι το σχολείο είναι ο προθάλαμος της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και ότι ο βασικός του ρόλος  είναι ο αξιοκρατικός διαχωρισμός των μαθητών σχετικά με τη σχολή που θα ακολουθήσουν, πάντοτε με βάση την ικανότητά τους να είναι αποτελεσματικοί σε εξετάσεις.

Β) Από την άλλη έχουμε την νεωτεριστική αντίληψη του αυτόνομου ρόλου του σχολείου. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο έχει ένα καθαρά μορφωτικό ρόλο, ότι πρέπει να είναι στραμμένο προς την προσφορά Γενικής Παιδείας στους μαθητές και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι εντελώς αυτόνομο και αποκομμένο από το επαγγελματικό μέλλον των μαθητών. Ένα σχολείο δηλαδή απαλλαγμένο από τις διαδικασίες εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Γ) Έχουμε όμως και μια τρίτη αντίληψη σχετικά με τον ρόλο του σχολείου: είναι η αντίληψη του υπουργείου Παιδείας αυτής της κυβέρνησης. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν συγκερασμό των δύο προηγούμενων αντιλήψεων. Για να το πούμε πιο απλά είναι μια πρόταση η οποία παρουσιάζεται ως επαναστατική ενώ στην ουσία είναι βαθιά συντηρητική.

Συγκεκριμένα, οι προτάσεις για το Νέο Γυμνάσιο οι οποίες έχουν ήδη εφαρμοστεί από την περίοδο 2016-2017 καθώς και οι προτάσεις για το Νέο Λύκειο που τίθενται σε διαβούλευση ώστε να εφαρμοστούν από το σχολικό έτος 2018-2019 χαρακτηρίζονται από τεράστια απόκλιση μεταξύ του «σκοπού» και της «μεθόδου» καθώς και μεταξύ της «θεωρίας» και της «πράξης». Σαν δηλαδή να θέλουμε να οδηγηθούμε προς το «νεωτεριστικό» με «συντηρητικό» τρόπο. Πριν βιαστούμε να σκεφτούμε ότι αυτό μάλλον υποδηλώνει εσωτερικό μπέρδεμα των ιθυνόντων του υπουργείου Παιδείας θα έλεγα να είμαστε πιο προσεχτικοί. Οφείλουμε να είμαστε πιο προσεχτικοί καθώς άλλωστε δεν θα είναι και η πρώτη φορά που η κυβέρνηση αυτή τεκμηριώνει με αριστερή ρητορική ενώ στην πραγματικότητα πράττει με καθαρά νεοφιλελεύθερη μέθοδο.

Θεωρία και Πράξη (του υπουργείου)-δύο κόσμοι χωριστά

Ας δούμε λοιπόν πως τεκμηριώνει η ίδια η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας τις προτάσεις της όσον αφορά την Παιδεία και που πραγματικά αυτές αποσκοπούν:

1) ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΩΣ ΚΙΝΗΤΡΟ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΤΟ «ΚΑΛΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ».

Επί παραδείγματι όσον αφορά τις περυσινές αλλαγές στο Γυμνάσιο όπου οι μαθητές έκαναν λιγότερες ώρες μάθημα (μείωση από 35 σε 32 ώρες την εβδομάδα) και έδωσαν προαγωγικές γραπτές εξετάσεις τον Ιούνιο μόλις σε 4 μαθήματα( Μαθ/κά, Φυσική, Νεοελληνική Γλώσσα και Ιστορία) το υπουργείο προέβαλε ως κίνητρο «την ελάφρυνση των μαθητών ώστε να μην γυρνούν εξαντλημένοι από το σχολείο και να μπορούν να εκμεταλλευτούν δημιουργικά τον επιπλέον ελεύθερο χρόνο τους».

Κάτι παρόμοιο προβάλλει ως κίνητρο στις προτάσεις για το Νέο Λύκειο (οι ώρες της Β’ Λυκείου μειώνονται από 35 σε 34 και της Γ΄ από 32 σε 29, ενώ τα μαθήματα επίσης μειώνονται: της Β΄ Λυκείου από 18 σε 10 και της Γ΄ Λυκείου από 15 σε 7). Για το καλό των παιδιών φυσικά.

Βέβαια το υπουργείο Παιδείας αποφεύγει να μας πει βάσει ποιών εκπαιδευτικών μοντέλων το «λιγότερο μάθημα» και το «λιγότερα μαθήματα» είναι παιδαγωγικά ωφέλιμο για τους μαθητές. Η διεθνής τάση στις εκπαιδευτικά προηγμένες χώρες είναι το ακριβώς αντίστροφο. Παράδειγμα, στη χώρα μας για να κάνει ένα παιδί αθλητισμό ή να ασχοληθεί με κάποια τέχνη θα πρέπει να τα αναζητήσει ιδιωτικά εκτός σχολείου. Στις άλλες χώρες τα μαθαίνει στο σχολείο δωρεάν αφού εκεί η τάση είναι το σχολείο να σχολάει περίπου τις 3-4 το μεσημέρι. Φυσικά για το σκοπό αυτό οι εκπαιδευτικοί που απαιτούνται είναι πολύ περισσότεροι και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: εμείς θέλουμε να ελαττώσουμε τον αριθμό των εκπαιδευτικών.

Ας μην γελιόμαστε, όλα αυτές οι «ελαφρύνσεις»  για τους μαθητές έχουν έναν και μόνο σκοπό: τις «ελαφρύνσεις»  στον αριθμό των καθηγητών. Ο λόγος είναι και αυτός προφανής. Στόχος είναι η ελαχιστοποίηση των κενών, και η δημιουργία νέων δεξαμενών πλεοναζόντων εκπαιδευτικών. Με άλλα λόγια ο πραγματικός στόχος είναι οι λιγότερες ανάγκες σε καθηγητές δηλαδή η ψαλίδιση στις προσλήψεις αναπληρωτών και στους διορισμούς μονίμων καθηγητών. Τα σχολεία, χωρίς καμία αμφιβολία, δεν υπάρχουν για να έχουν δουλειά οι εκπαιδευτικοί. Όμως το να καθορίζονται οι οποιεσδήποτε αλλαγές με μοναδικό κίνητρο την δημιουργία πλεοναζόντων εκπαιδευτικών σίγουρα δεν μπορεί να βαπτισθεί «παιδαγωγική προσέγγιση». Να δούμε «κόψε εκείνο , κόψε το άλλο» τι θα απομείνει από το δημόσιο σχολείο. Και αν ο κος Μητσοτάκης μοιάζει να κρατάει μαχαίρι που απειλεί για μια και μοναδική λαβωματιά, τη χαριστική βολή στη δημόσια παιδεία, η παρούσα κυβέρνηση που την συρρικνώνει λίγο-λίγο μοιάζει να κρατά ψαλίδι παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της ότι την πονά και την νοιάζεται. Και «όχι κύριε υπουργέ δεν αρκεί το φιλότιμο του έλληνα εκπαιδευτικού» το οποίο συνεχώς εξάρετε προφανώς για να του ζητήσετε να αναπληρώσει μόνος του όλα αυτά που ψαλιδίζονται».

2) ΝΤΥΝΕΙ ΜΕ «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΜΑΝΔΥΑ» ΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ.

Τον τελευταίο χρόνο έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας όσον αφορά τα εκπαιδευτικά δρώμενα η έννοια της «αποδραματοποίησης» από τα στελέχη του υπουργείου Παιδείας. Δηλαδή η μείωση της επίδρασης των εξετάσεων στον ψυχισμό των μαθητών. Σύμφωνοι. Μόνο που η «αποδραματοποίηση» στο Γυμνάσιο πέρυσι είχε σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση στις εγγραφές των φροντιστηρίων μαθητών Γυμνασίου. Πολλά φροντιστήρια που δεν είχαν ποτέ τμήματα Γυμνασίου πέρυσι έφτιαξαν. Επίσης όσον αφορά το Νέο Λύκειο, μόνο παράδοξο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον ισχυρισμό ότι οι εξετάσεις του Ιουνίου θα αποδραματοποιηθούν με περισσότερες εξετάσεις( του Ιανουαρίου). Και στο Λύκειο προβλέπεται μεγάλη αύξηση των εγγραφών στα φροντιστήρια αν ισχύσουν τα νέα μέτρα. Αναρωτιέμαι, τι είδους «αποδραματοποίηση» είναι αυτή που αυξάνει «δραματικά» την αναζήτηση φροντιστηριακής βοήθειας από τους μαθητές;

3) ΠΡΟΩΘΕΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΠΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ.

Σαν τέτοιες παρουσιάζονται η θεματική εβδομάδα στο Γυμνάσιο, οι δημιουργικές εργασίες στο Λύκειο, οι Ημέρες –Αφιερώματα σε κάποιο θέμα όπως ο αθλητισμός, ο ρατσισμός, κ.α . Ακόμα και αν ενδεχομένως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε θετικά για κάποιες από αυτές τις δράσεις η προχειρότητα, η βιασύνη, η αποσπασματικότητα με την οποία πραγματοποιούνται δεν μας το επιτρέπουν. Η μη σωστή ένταξή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία προκαλεί την εντύπωση στους μαθητές, στους καθηγητές και στους γονείς ότι το σχολείο κάποιες μέρες λειτουργεί ως «παιδική χαρά» αφού αμφισβητείται από εκείνους η παιδευτική σημασία τέτοιων δράσεων και μένει μόνο μια αίσθηση του τύπου : «χάνουμε μάθημα». Αυτό όμως που πραγματικά κάνει αυτές τις δράσεις να φαντάζουν, μέχρι και προκλητικές είναι ότι προορίζονται για ένα σχολείο στο οποίο το μόνο που στέκεται όρθιο είναι οι εκπαιδευτικοί του. Όλα τα υπόλοιπα έχουν διαλυθεί από την υποχρηματοδότηση της Πολιτείας και από τα λάθη των εκάστοτε στελεχών του υπουργείου Παιδείας. Καλώς ή κακώς όλα αυτά μοιάζουν με πολυτέλεια, προέχουν άλλα βασικά που λείπουν από το δημόσιο σχολείο. Μόνο με εμπαιγμό μοιάζει όταν εισάγεις τους μαθητές στην έννοια της δημιουργικότητας ενώ δεν έχεις φροντίσει να λύσεις ούτε τα βασικά θέματα κτιριακών υποδομών, εξοπλισμού και επάρκειας εκπαιδευτικών. Τελικά δεν είναι καθόλου παράτολμο να σκεφτούμε ότι ένας πολύ έξυπνος τρόπος για να κρύβεις τις  αδυναμίες και τις ελλείψεις είναι το γυαλιστερό  περιτύλιγμα. Και όπως θα αναφωνούσε και η Μαρία Αντουανέτα: «Δεν έχετε ψωμί; Φάτε παντεσπάνι».

4) ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΤΟΝ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ.

Και μετά εφαρμόζει τα ακριβώς αντίθετα αφού με τις προτάσεις του είναι φανερό ότι επιδιώκει ένα σχολείο της εμβάθυνσης και της εξειδίκευσης, στενά συνδεμένο με την τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και με την οικονομία της αγοράς.

Είναι σαφές ότι επικρατεί απόλυτη σύγχυση όσον αφορά το ερώτημα: «τι σχολείο θέλουμε τελικά;» Θέλουμε ένα σχολείο που μορφώνει πλατιά τους μαθητές ή ένα σχολείο που τους ειδικεύει στενά;  Ένα ελεύθερο σχολείο ή ένα σχολείο της αγοράς; Και τα δύο πάντως ταυτόχρονα, όπως αυτή η ηγεσία του υπουργείου φαίνεται να επιδιώκει, δεν μπορούν να συνυπάρχουν.

Ούτε μικρό πανεπιστήμιο, ούτε παιδική χαρά, ούτε επιχείρηση. Θέλουμε ένα σχολείο που είναι μόνο σχολείο

Τόσο δύσκολο είναι να έχουμε ένα σχολείο που δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο ρόλο από αυτόν που θα έπρεπε ; Ένα σχολείο με καθαρά μορφωτικό ρόλο; Που δεν είναι ούτε επιχείρηση, ούτε επαγγελματικό κόσκινο, ούτε σχολείο δεξιοτήτων, ούτε σχολείο μικρομέγαλων επιστημόνων. Και αν τελικά επιλέγουμε αυτό το σχολείο που τα παιδιά πάνε «για να μάθουν γράμματα» αυτό έχει κάποιες βασικές προϋποθέσεις (πέραν από την αύξηση της χρηματοδότησης):

Χρειάζεται εμπλουτισμός με νέα αναλυτικά προγράμματα, με πολιτισμό, με καλλιέργεια της κριτικής στάσης και της αγάπης των μαθητών για την γνώση, με τέχνες, με αθλητισμό, με θέματα που θρέφουν την κοινωνική ευαισθησία, με τις αρχές της ανθρωπιστικής παιδείας. Προσοχή, όλα αυτά οφείλουν να γίνουν χωρίς την υποχώρηση της επιστήμης ως βασικού στοιχείου της γενικής παιδείας. Το τονίζω, της γενικής παιδείας! Το σχολείο δεν είναι ούτε «μικρό πανεπιστήμιο» αλλά ούτε και «παιδική χαρά». Η λογική ότι το σχολείο πρέπει να προσφέρει εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις, όπως στα πανεπιστήμια, είναι παιδαγωγικά εσφαλμένη. Όμως εσφαλμένη είναι και η αντίληψη ότι οι μαθητές πρέπει να ασχολούνται με λίγα, να μην κοπιάζουν καθόλου και απλά να ανάγουν σε αυτοσκοπό την ευχαρίστησή τους. Το στοίχημα είναι πως θα πειστούν να ασχολούνται με πολλά,  να κοπιάζουν αγόγγυστα και ταυτόχρονα να δείχνουν ενδιαφέρον για τα όσα διδάσκονται. Η τάση στο ελληνικό σχολείο ήταν πάντα και τώρα θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο τα παιδιά να γίνονται «γνωστικοί φωστήρες» αλλά αυτή η μονόπλευρη ανάπτυξή τους έχει σαν αποτέλεσμα να παραμένουν κοινωνικά ανώριμα. Ας μιλήσουμε επιτέλους ειλικρινά, εκτός αν θέλουμε να βαυκαλιζόμαστε ότι τα παιδιά αυτού του τόπου «τα πάνε μια χαρά».

Το μεγάλο πρόβλημα του σχολείου είναι ότι αφήνει αδιάφορους τους περισσότερους μαθητές. Μετά τις νέες αλλαγές στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο η κατάσταση αυτή σαφώς δεν θα βελτιωθεί αφού οι αλλαγές δεν προσφέρουν κανένα νέο κίνητρο μάθησης στους μαθητές. Το σχολείο οφείλει να γίνει πιο ευχάριστο και πιο ενδιαφέρον για τους μαθητές. Εδώ όμως υπάρχει μια παγίδα και χρειάζεται προσοχή. Όταν λέμε να γίνει το σχολείο πιο ευχάριστο εννοούμε πάντα με μοναδικό στόχο την καλλιέργεια του ενδιαφέροντος για την μάθηση. Γιατί άλλο πράγμα είναι οι μαθητές να μαθαίνουν με ευχάριστο τρόπο και άλλο η ευχαρίστηση ως αυτοσκοπός. Άλλο πράγμα είναι ένα σχολείο με χαρούμενα παιδιά και άλλο ένα σχολείο «παιδική χαρά»