Το «ντεπούτο» της έκανε η Επιτροπή Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, που, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργείου Παιδείας, «θα θέσει χρονοδιαγράμματα και βασικές κατευθύνσεις για τις αλλαγές στην Παιδεία».
Στον πυρήνα των αφετηριακών θέσεων του διαλόγου, όπως τις διατύπωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής Αντώνης Λιάκος απαιτείται «ένα εθνικό σχέδιο ανάταξης της Παιδείας, με βαθιές και σωστικές παρεμβάσεις σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης».
Σύμφωνα με τον Αντώνη Λιάκο «το σχολείο χρειάζεται να απελευθερωθεί από ένα πρόγραμμα παρωχημένο, που φορτώνει τα παιδιά και τους γονείς τους κουραστικές, ανούσιες και κατακερματισμένες γνώσεις. Το σχολείο πρέπει να λειτουργήσει με λιγότερο κόπο αλλά πιο έξυπνα. Αυτή τη δυνατότητα την προσφέρει η νέα ηλεκτρονική εποχή. Πρέπει να ξανασχεδιαστούν τα αναλυτικά προγράμματα, να ενισχύσουμε τη σχέση δασκάλων και μαθητών, την πρόσωπο με πρόσωπο διδασκαλία. Οι μαθητές από παθητικοί αποδέκτες γνώσεων πρέπει να μάθουν τη μέθοδο να λύνουν προβλήματα και να χειρίζονται πληροφορίες. Να μάθουν να μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν».
Στο σημείο αυτό οποιοδήποτε μέλος της εκπαιδευτικής κοινότητας έχει μάθει καλά να διαβάζει πίσω από τις διακηρύξεις και τα λόγια που μοιάζουν με το νερό που κυλάει για λίγο στην πέτρα χωρίς να αφήνει το παραμικρό σημάδι, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι από τα τέλη του ΄80 έως και σήμερα τα αποκαΐδια των εκπαιδευτικών πολιτικών που αναπνέουμε γεννήθηκαν μέσα σε ατελείωτους εθνικούς διαλόγους με τα ίδια περίπου λόγια, τις ίδιες περίπου διακηρύξεις.
Ένα ατελείωτο ξόρκισμα των «παρωχημένων αναλυτικών προγραμμάτων», της «εξάρτησης των μαθητών από θεσμούς παραπαιδείας», της «μετατροπής του Λυκείου σε ένα διάδρομο για τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο», της «άγονης γνώσης», του «ζυγού των εξετάσεων». Από τον Γιώργο Παπανδρέου (1994-1996) και τον Γεράσιμο Αρσένη 1996-2000) έως την Άννα Διαμαντοπούλου (2009-2012) και από τον Ευριπίδη Στυλιανίδη ( 2007 – 2009) έως τον Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο (2012-2014) τα ίδια ακριβώς λόγια, η ίδια γραμμή και τα ίδια αποτελέσματα. Σαν ένα ιδιόμορφο «παράλληλο πρόγραμμα», διακηρύξεις και πραγματικότητα, την ίδια ώρα που «βγάζουν τη γλώσσα» τους η μία στην άλλη, την ίδια ώρα συνδέονται με τον ίδιο στόχο: να μοντάρουν και να μαντάρουν την εκπαίδευση στο πατρόν των οδηγιών του 3ου μνημονίου.
Το όραμα και η πραγματικότητα
Τι φαινομενικά αντιφατικό! Από τη μια, μια εκπαιδευτική πραγματικότητα που «ανασυγκροτεί» τις περικοπές, τη φτώχεια, και έναν πρώιμο αναλφαβητισμό, και από την άλλη διακηρύξεις για άρση της «αγραμματοσύνης» των μαθητών, των χαμηλών επιδόσεων και της γκρίζας εκπαιδευτικής διαδικασίας!
Από τη μια υπόκλιση στις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ που ιδιωτικοποιούν, φθηναίνουν και βαθαίνουν την ταξικοποίηση του σχολείου και από την άλλη το «όραμα» του Υπουργού Παιδείας όπως οικοδομείται με λέξεις στη χθεσινή εναρκτήρια ομιλία του στο πλαίσιο της επιτροπής: «να σχεδιάσουμε ένα νέο παράδειγμα σχολείου, ώστε από το σχολειό της κρίσης να περάσουμε στο σχολειό της πολιτισμικής-δημοκρατικής ανάτασης και της γενικότερης ανάπτυξης …Γι΄ αυτό η μεταρρύθμιση δεν εξαντλείται σε ένα-δυό χρόνια, ούτε σε μια τετραετία. Είναι έργο πνοής».
Να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής τη θέση μας: Όσοι δεν παίρνουν τοις μετρητοίς τα «οραματικά» λόγια του Υπουργού Παιδείας, γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι η «εκπαίδευση της αμάθειας» δεν εντάσσεται στην παθολογία της καπιταλιστικής εκπαίδευσης, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυσλειτουργία του αστικού σχολείου, μια «άτυχη στιγμή του συστήματος» η οποία μπορεί να επιδιορθωθεί ή να θεραπευθεί μέσα από εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Η «εκπαίδευση της αμάθειας» ανήκει στη φυσιολογία του αστικού σχολείου, αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του, το οποίο δεν μπορεί να το αποβάλλει όσες μεταρρυθμίσεις και αν κάνει. Αν το αποβάλλει δεν θα μπορεί να λειτουργήσει καθώς δεν θα μπορεί να πραγματοποιήσει το σκοπό της σε μια χώρα που η βαθειά της εξάρτηση έρχεται να «δέσει» με την οικονομική κρίση: να εκπαιδεύσει αφενός κατάλληλα τη δική της νέα γενιά, ως «συνέχεια του εαυτού της», εξοπλίζοντάς την με την ιδεολογία της και με γνώσεις και ικανότητες οι οποίες απαιτούνται για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και του κράτους και αφετέρου να «εκπαιδεύσει» τη νέα γενιά της εργατικής τάξης, έτσι ώστε αυτή να γίνει ικανή και πρόθυμη για εκμετάλλευση.
Είναι «ζήτημα ζωής και θανάτου» του ίδιου του συστήματος η «παραγωγή» παθητικών, συναινετικών, δογματικών, υπομονετικών, εξουσιαζόμενων, άκαμπτων, συντηρητικών προσωπικοτήτων που αντιστέκονται στην αλλαγή της κοινωνίας προκειμένου να κρατήσουν ανέπαφες τις παραδοχές τους για τον κόσμο που ζουν.
Όπως γίνεται κατανοητό, και σε αυτόν το λεγόμενο εθνικό διάλογο, η συζήτηση οργανώνεται από τις κυρίαρχες δυνάμεις οι οποίες, γνωρίζοντας καλά τα οχυρά των νοημάτων, πασχίζουν να ξαναμοιράσουν την τράπουλα. Με την «γραμματική της Νέας Ομιλίας», με τη γνωστή «μαγειρική του λόγου», απομονώνεται το σχολείο από τον οικονομικό και κοινωνικό του περίγυρο και με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα μεταμφιέζονται πολιτικά και κοινωνικά πρόβλημα σε αμιγή σχολικά ζητήματα. Έτσι, οι προβολείς της ερμηνείας του προβλήματος, ρετουσαρισμένοι κατάλληλα, δεν πέφτουν πάνω στη «Νέα Οικονομία» που θέλει το σχολείο να δημιουργεί ευέλικτους εργαζόμενους, με ένα μίνιμουμ μορφωτικών εφοδίων που είναι αναγκαία για την αγορά εργασίας, και πειθήνιους πολίτες, οι οποίοι παρά τους σχολικούς τίτλους κοιτάνε μόνο το τυρί και χάνουν τη φάκα καθώς βλέπουν μόνο τόσο όσο μπορούν να καταλάβουν.