Χαμηλές ήταν και για μια ακόμη φορά οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στα αποτελέσματα της έκθεσης διεθνούς αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων που εκδίδεται από τον Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), Pisa 2015. Όπως προκύπτει από την εφετινή έκθεση του ΟΟΣΑ οι 15χρονοι μαθητές κατέλαβαν την 32η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του Οργανισμού.
Μάλιστα, οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών εμφανίζουν κάμψη και σε σχέση με τις ελληνικές επιδόσεις των προηγούμενων χρόνων στους τομείς της Κατανόησης κειμένου και των Επιστημών και μικρή άνοδο στα Μαθηματικά.
Η διεθνής αξιολόγησης PISA, συντάσσεται κάθε τρία χρόνια και βρίσκεται υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ.
Η χώρα μας έλαβε 455 βαθμούς στις επιστήμες (-6 σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα), 467 στην κατανόηση κειμένου (-8) και 454 στα μαθηματικά (+1).
Καλύτεροι στον κόσμο για μια ακόμη φορά, σύμφωνα με τα κριτήρια της έκθεσης αυτής, είναι οι μαθητές της Σιγκαπούρης, που ξεπερνούν τους 550 βαθμούς. Ακολουθούν οι μαθητές της Ιαπωνίας και της Εσθονίας. Στην πρώτη δεκάδα βρίσκονται ακόμη η Ταϊβάν, η Φινλανδία, το Μακάο, ο Καναδάς, το Βιετνάμ, το Χονγκ Κονγκ και η Κίνα.
Πρώτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η Βρετανία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Ιρλανδία το Βέλγιο, η Πολωνία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, η Αυστρία και η Ισπανία. Χαμηλότερη βαθμολογία από τη χώρα μας έλαβε η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κύπρος και άλλες χώρες των δυτικών Βαλκανίων.
Πάντως και στις τρεις κατηγορίες, οι επιδόσεις των Ελλήνων 15χρονων είναι κάτω από τον μέσο όρο των χωρών μελών του ΟΟΣΑ.
Όπως ανακοίνωσε η υπεύθυνη του PISA για την Ελλάδα κυρία Χρύσα Σοφιανοπούλου: «Το κύριο αντικείμενο αξιολόγησης για το PISA 2015 ήταν οι Φυσικές Επιστήμες, ενώ εξετάστηκαν επίσης, με πιο συνοπτικό τρόπο τα Μαθηματικά, η Κατανόηση Κειμένου και η Συνεργατική Επίλυση Προβλήματος».
Έτσι:
– Συμμετείχαν στην έρευνα 72 χώρες/οικονομίες (35 χώρες του ΟΟΣΑ και 37 συνεργαζόμενες χώρες/οικονομίες) και αξιολογήθηκαν περίπου 540.000 μαθητές οι οποίοι αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα 29 εκατομμυρίων 15χρονων μαθητών από τα σχολεία των 72 αυτών χωρών.
– Από την Ελλάδα συμμετείχαν περίπου 5.500 15χρονοι μαθητές, από 212 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο φορέας υλοποίησης του PISA στην Ελλάδα είναι το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).
– Το PISA 2015 περιλάμβανε ένα Ηλεκτρονικό Τεστ, δίωρης διάρκειας για κάθε μαθητή, το οποίο στην Ελλαδα διεξήχθη στα εργαστήρια Η/Υ των σχολείων του δείγματος. Τα θέματα αποτελούνταν από ερωτήσεις κλειστού τύπου και ανοικτές ερωτήσεις σύντομης απάντησης.
– Οι μαθητές συμπλήρωσαν επίσης – ένα ηλεκτρονικό Ερωτηματολόγιο διάρκειας 35 λεπτών, το οποίο συλλέγει πληροφορίες για τους ίδιους τους μαθητές, την οικογένειά τους, το σχολείο τους και τις μαθησιακές τους εμπειρίες. – δύο σύντομα ηλεκτρονικά Ερωτηματολόγια, το ένα σχετικά με την εξοικείωση τους με τις Νέες Τεχνολογίες και το δεύτερο για την πορεία τους στο σχολείο (πχ. αν έχουν διακόψει τη φοίτησή τους, τι σκέφτονται για το μελλοντικό τους επάγγελμα).
– Οι διευθυντές των σχολείων του δείγματος συμπλήρωσαν ένα ηλεκτρονικό Ερωτηματολόγιο παρέχοντας στοιχεία για το Εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας τους και το μαθησιακό περιβάλλον στο σχολείο τους.
Τα αποτελέσματα
Tα αποτελέσματα του PISA 2015 στις Φυσικές Επιστήμες:
– Η Σιγκαπούρη (με μέσο όρο 556 μονάδες) έχει την υψηλότερη επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες. Η Ιαπωνία, η Εσθονία, η Φινλανδία και ο Καναδάς έχουν τις υψηλότερες επιδόσεις ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ.
– Η Ελλάδα (με μέσο όρο 455 μονάδες) κατατάσσεται στην ομάδα των χωρών με χαμηλότερη επίδοση από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (με στατιστικά σημαντική διαφορά). Η Σλοβακία, η Χιλή και η Βουλγαρία είναι οι χώρες των οποίων η επίδοση δεν παρουσιάζει στατιστικά σημαντική διαφορά από την επίδοση της Ελλάδας.
– Τα αποτελέσματα φανερώνουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες, όσον αφορά στις γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες. Για παράδειγμα, ο μέσος όρος της Σιγκαπούρης και της Ελλάδας διαφέρουν κατά 101 μονάδες. Έχει η υπολογιστεί ότι η φοίτηση στο σχολείο για ένα σχολικό έτος αντιστοιχεί σε 38 μονάδες, επομένως τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο, τους μαθητές από τις δύο αυτές χώρες τους χωρίζει περίπου μια διαφορά 2.5 ετών φοίτησης στο σχολείο.
– Το 8% των μαθητών από τις χώρες του ΟΟΣΑ (και το 24% των μαθητών από τη Σιγκαπούρη) πέτυχαν εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις στις Φυσικές Επιστήμες και κατατάσσονται στα δύο υψηλότερα επίπεδα – το 5 ο και το 6 ο – της κλίμακας εγγραμματισμού του PISA. Οι μαθητές αυτοί έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν γνώσεις και δεξιότητες στις Φυσικές Επιστήμες με αυτόνομο και δημιουργικό τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται με επιτυχία στις απαιτήσεις ποικίλων περιστάσεων, ακόμα και αυτών με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένοι.
– Στην πλειοψηφία των χωρών που διαθέτουν συγκρίσιμα στοιχεία, δεν σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές στις επιδόσεις από το 2006 (όπου οι Φυσικές Επιστήμες ήταν και πάλι το κύριο αντικείμενο της αξιολόγησης), παρά την μεγάλη ανάπτυξη που έχει σημειωθεί στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας σε αυτό το διάστημα. Υπάρχουν, όμως, κάποιες χώρες όπου ο μέσος όρος στις Φυσικές Επιστήμες βελτιώθηκε ανάμεσα στο 2006 και 2015 όπως στην Κολομβία, το Ισραήλ το Μακάο (Κίνα), την Πορτογαλία, το Κατάρ και τη Ρουμανία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, στο Μακάο (Κίνα), στην Πορτογαλία και στο Κατάρ αυξήθηκαν τα ποσοστά των μαθητών με επιδόσεις που τους κατατάσσουν στο 5 ο επίπεδο ή ακόμα υψηλότερα και ταυτόχρονα μειώθηκαν τα ποσοστά των μαθητών με επιδόσεις χαμηλότερες του επιπέδου 2, το οποίο θεωρείται το βασικό επίπεδο στην κλίμακα εγγραμματισμού για τις Φυσικές Επιστήμες.
– Παρόλο που η διαφορά στις επιδόσεις στις Φυσικές Επιστήμες δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια, κατά μέσο όρο, σε 33 χώρες/οικονομίες τα ποσοστά των αγοριών με ιδιαίτερα υψηλή επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες είναι μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα των κοριτσιών. Η Φινλανδία είναι η μόνη χώρα, όπου τα κορίτσια έχουν περισσότερες πιθανότητες από τα αγόρια να επιτύχουν ιδιαίτερα υψηλή επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες.
Tα αποτελέσματα του PISA 2015 στην Κατανόηση Κειμένου και τα Μαθηματικά:
– Η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ (Κίνα), ο Καναδάς και η Φινλανδία έχουν την υψηλότερη επίδοση στην Κατανόηση Κειμένου.
– Περίπου το 20% των μαθητών στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο, δεν κατορθώνουν να επιτύχουν επιδόσεις του επιπέδου 2, του βασικού επιπέδου στην κλίμακα εγγραμματισμού για την Κατανόηση Κειμένου.
– Στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο, η διαφορά στις επιδόσεις στην Κατανόηση Κειμένου υπέρ των κοριτσιών μειώθηκε κατά 12 μονάδες ανάμεσα στο 2009 και το 2015.
– Οι Χώρες/οικονομίες της Ασίας, όπως η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ (Κίνα), το Μακάο (Κίνα) και η Ταϊβάν (Κίνα) έχουν τις υψηλότερες επιδόσεις στα Μαθηματικά από όλες τις υπόλοιπες συμμετέχουσες χώρες.
– Στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο, ένας στους δέκα μαθητές έχει ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις στα Μαθηματικά, αλλά στη Σιγκαπούρη ισχύει το ίδιο για πάνω από έναν στους τρεις μαθητές. Ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση.
– Στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο, το 13% της διακύμανσης της επίδοσης των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες, την Κατανόηση Κειμένου και τα Μαθηματικά εξηγείται από το κοινωνικο-οικονομικό τους περιβάλλον.
– Ο Καναδάς, η Δανία, η Εσθονία, το Χονγκ Κονγκ (Κίνα) είναι όλες χώρες με υψηλή μέση επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες και παράλληλα, μεγάλο ποσοστό μαθητών τους από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα εγγραμματισμού στην κλίμακα των Φυσικών Επιστημών.
– Στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο, οι μαθητές που προέρχονται από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, έχουν σχεδόν τριπλάσιες πιθανότητες να μην ενταχθούν ούτε στο βασικό επίπεδο 2 σε σχέση με τους 7 συμμαθητές τους από ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον. Αλλά, περίπου το 29% των μαθητών από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον θεωρούνται ως «ανθεκτικοί» (έχουν δηλαδή υψηλές επιδόσεις, παρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν λόγω της προέλευσής τους). Στο Μακάο (Κίνα) και στο Βιετνάμ, οι μαθητές οι οποίοι προέρχονται από το πλέον δυσμενές περιβάλλον (με βάση διεθνή δείκτη) έχουν υψηλότερες επιδόσεις από μαθητές οι οποίοι προέρχονται από το πλέον ευνοϊκό περιβάλλον σε περίπου 20 άλλες συμμετέχουσες χώρες/οικονομίες στο PISA.
– Στη Χιλή, το Μεξικό, τη Σλοβενία, την Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στο 2006 και το 2015, η επίδραση του κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος των μαθητών στις επιδόσεις τους μειώθηκε. Δηλαδή, έγινε λιγότερο προβλεπτικός παράγοντας για αυτές, ενώ παράλληλα σε αυτές τις χώρες η μέση επίδοση παρέμεινε στα ίδια επίπεδα.
– Στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο, οι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών έχουν δύο φορές μεγαλύτερες πιθανότητες από τους γηγενείς συμμαθητές τους να μην ενταχθούν στο βασικό Επίπεδο 2 της κλίμακας των Φυσικών Επιστημών και αυτό, αφού συνυπολογιστεί η επίδραση του κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος. Όμως, το 24% των μαθητών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών και από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον θεωρούνται «ανθεκτικοί». Στάσεις των μαθητών απέναντι στις Φυσικές Επιστήμες Το ενδιαφέρον και η θετική στάση απέναντι στις Φυσικές Επιστήμες διαμορφώνονται από δύο παράγοντες: τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές βλέπουν τον εαυτό τους – σε τι πιστεύουν ότι είναι καλοί και τι πιστεύουν ότι είναι χρήσιμο για αυτούς – και πώς αξιολογούν τις Φυσικές Επιστήμες καθώς και τις δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτές (πχ αν τις θεωρούν σημαντικές, ευχάριστες και χρήσιμες).
– Στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο, σχεδόν ένας στους τέσσερις μαθητές πιστεύει ότι στο μέλλον θα εξασκήσει ένα επάγγελμα το οποίο απαιτεί περαιτέρω εκπαίδευση, μετά το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, στον ευρύτερο χώρο των Φυσικών Επιστημών.
– Σε 41 χώρες/οικονομίες τα κορίτσια έχουν χαμηλότερη αυτοαποτελεσματικότητα από τα αγόρια όσον αφορά θέματα των Φυσικών Επιστημών. (Ενδεικτικό παράδειγμα: δυσκολεύονται περισσότερο από τα αγόρια να εξηγήσουν τον ρόλο των αντιβιοτικών στην καταπολέμηση μιας ασθένειας, ή το λόγο για τον οποίο σε κάποια μέρη συμβαίνουν πιο συχνά σεισμοί από ό,τι σε κάποια άλλα).
– Μια μειοψηφία μαθητών δήλωσε στο Ερωτηματολόγιο του μαθητή ότι παρακολουθεί προγράμματα στην τηλεόραση που έχουν σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες, επισκέπτεται ιστοσελίδες για θέματα Φυσικών Επιστημών ή διαβάζει συχνά ή πολύ συχνά άρθρα εφημερίδων ή περιοδικών γύρω από θέματα Φυσικών Επιστημών.
– Τα αγόρια που δηλώνουν ότι ασχολούνται με δραστηριότητες που έχουν σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες είναι περίπου διπλάσια από τα κορίτσια που δηλώνουν το ίδιο. Αυτή η διαφορά υπέρ των αγοριών καταγράφεται και στις 57 χώρες/οικονομίες οι οποίες συμπεριέλαβαν τη σχετική ερώτηση στο ερωτηματολόγιο του μαθητή.
Η θέση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
«Τα αποτελέσματα της έρευνας PISA 2015, που μόλις ανακοινώθηκαν, αν και αποτυπώνουν μια ελάχιστη μόνο μεταβολή των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών, αξίζουν προσοχής. Πράγματι, ως προς το κύριο αντικείμενό της, δηλαδή τις φυσικές επιστήμες, η έρευνα φέρνει την Ελλάδα το 2015 στην 32η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ (ενώ το 2006 βρισκόταν στην 28η, αλλά μεταξύ 30 μόνο χωρών» δήλωσε σχετικά ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής κ. Γερ. Κουζέλης.
« Αντίστοιχη είναι η θέση της χώρας και σε σχέση με τα δύο άλλα αντικείμενα που εξετάστηκαν μόνο δευτερευόντως (32η στα μαθηματικά και 31η στην κατανόηση κειμένου). Τα αποτελέσματα αυτά δεν αποτυπώνουν την ποιότητα της ελληνικής εκπαίδευσης, αποτελούν ωστόσο ενδείξεις ορισμένων τάσεων και επομένως την ευκαιρία ψύχραιμης εξέτασης πλευρών της σχολικής μας εκπαίδευσης» πρόσθεσε ο ίδιος.
Όπως είπε όμως ο κ. Κουζέλης «το Ι.Ε.Π., αφού μελετήσει διεξοδικότερα τα αποτελέσματα του PISA αλλά και συναφών ερευνών, θα καταθέσει, συμπληρωματικά με τις μέχρι τώρα προτάσεις του προς το Υπουργείο Παιδείας σχέδιο πρωτοβουλιών για την ουσιαστική αναβάθμιση της καλλιέργειας αυτών των ικανοτήτων».
Και επεσήμανε ότι:
– Τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν δεν αφορούν την περίοδο της τρέχουσας εκπαιδευτικής πολιτικής και επομένως δεν αποτυπώνουν τις αλλαγές που έχουν ήδη εισαχθεί στο σχολείο με περυσινές και φετινές ρυθμίσεις.
– Τα χρόνια που προηγήθηκαν δεν υπήρξε καμία εκπαιδευτική πρωτοβουλία ως προς τη στοχευμένη καλλιέργεια ικανοτήτων, την εμπέδωση των οποίων αξιολογεί το PISA κι έτσι η έρευνα του 2015 δεν θα μπορούσε να καταγράφει ουσιαστικές μεταβολές.
– Η «σκεπτικιστική στάση φορέων της εκπαίδευσης απέναντι στη σκοπιμότητα, την αξιοπιστία αλλά και τις συνέπειες της αξιολόγησης που συνεπάγεται το PISA είχε επιβαρύνει αρνητικά το κλίμα εντός του οποίου διεξήχθη το τεστ του 2015, με ανάλογες συνέπειες στα αποτελέσματα των μαθητών».
– Τα τεστ του PISA δεν αποτυπώνουν παρά μόνο την επίδοση σχετικά με συγκεκριμένες δεξιότητες και μορφές γνώσης που, όπως γνωρίζουμε, διαφέρουν (ενδεχομένως και ριζικά) από μορφές γνώσης και ικανότητες που καλλιεργούνται στο ελληνικό σχολείο και είναι από συγκεκριμένη σκοπιά πολύτιμες. Τα αποτελέσματα δεν μπορούν επομένως να ερμηνευτούν ως συγκριτική αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καθώς οι κοινωνίες και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα των χωρών που συμμετέχουν διαφέρουν σημαντικά, όπως και οι μορφωτικές τους προτεραιότητες.
– Η αξία, ωστόσο, κάποιων από τις διαστάσεις της γνώσης και των ικανοτήτων που αξιολογεί το PISA θα πρέπει να επανεξεταστεί από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς είναι όντως κρίσιμες, ιδιαίτερα για τη συμμετοχή των αυριανών πολιτών στη σύγχρονη κοινωνία. 2 Θα πρέπει επομένως αντίστοιχες πρόνοιες να ληφθούν σχετικά με τα προγράμματα σπουδών, τα βιβλία, τις διαδικασίες μάθησης και την αξιολόγησή τους.
– Οι γνωστικές αυτές διαστάσεις αναφέρονται (κατά μια πρώτη προσέγγιση) πρωτίστως: – στις εφαρμογές που συνδέονται με τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, – στη διατύπωση ερωτημάτων και υποθέσεων καθώς και την αναζήτηση λύσεων σε προβλήματα ως θεμελιώδους άξονα των επιστημών, – στην ικανότητα δημιουργικής εφαρμογής και όχι απλής αναπαραγωγής θεωρητικών γνώσεων, – στην καλλιέργεια της ερευνητικής και επινοητικής ευφυίας, – και προπάντων στην πραγματική και κριτική κατανόηση κειμένων.
Ήδη η τελευταία επισήμανση θίγει ένα ζήτημα που διαπερνά όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες και όλα τα γνωστικά αντικείμενα, σφραγίζει δε τις αδυναμίες του ελληνικού σχολείου. Κι αυτό ενόψει κοινωνικών διεργασιών, εντός των οποίων αμφισβητείται η δυνατότητα κρίσης και επικοινωνίας, διαβούλευσης και επιχειρηματολογίας, των θεμελιωδών δηλαδή αρχών μιας δημοκρατικής κοινωνίας που προϋποθέτει πολίτες με κατανοητική και κριτική ικανότητα.
«Στην ανάλυση των στατιστικών δεδομένων που προέρχονται από το PISA έχει ήδη παλαιότερα επισημανθεί, πως τα ελληνικά αποτελέσματα χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις υψηλές και χαμηλές επιδόσεις με τις τελευταίες να είναι η κύρια πηγή χαμηλότερης κατάταξης της χώρας. Η επισήμανση αυτή θέτει εκ νέου το θέμα της ουσιαστικής εξίσωσης των όρων εκπαίδευσης καθώς και της ενίσχυσης των κοινωνικά ασθενέστερων και ευάλωτων ομάδων, που αποτελεί και προτεραιότητα της πολιτείας» κατέληξε ο κ. Κουζέλης.