17-11-16 Ομιλία του υπουργού Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων, Κώστα Γαβρόγλου στην Ολομέλεια της Βουλής για την επέτειο του Πολυτεχνείου
Κύριε Πρόεδρε, Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι μία ευκαιρία να αναστοχαστούμε όχι μόνον το παρελθόν μας αλλά, κυρίως, το παρόν μας. Το παρόν της Δημοκρατίας μας. Βεβαίως και η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί ένα σύμβολο που ξεπερνά τους αυστηρούς ιστορικούς και γεωγραφικούς του προσδιορισμούς. Και είναι συχνά δύσκολο να αποστασιοποιηθεί κανείς από την ένταση του συμβολισμού για να διακρίνει τους σύνθετους και μη γραμμικούς τρόπους με τους οποίους τα γεγονότα του παρελθόντος είναι και σήμερα παρόντα.
Τον Νοέμβριο του 1973 ομάδες νέων, στην πλειοψηφία τους φοιτητές και φοιτήτριες, άρχισαν να καταλαμβάνουν τον χώρο του Πολυτεχνείου με το αίτημα να φύγει η χούντα. Ακολουθούσαν το παράδειγμα άλλων νέων πριν λίγους μήνες στην ταράτσα της Νομικής Σχολής. Οι νέοι του Πολυτεχνείου είχαν την άλλοτε ενεργή και άλλοτε σιωπηλή υποστήριξη πολλών πολιτών, αντιμετώπισαν την αδιαφορία άλλων τόσων και σίγουρα, τις πρώτες μέρες, έδρασαν χωρίς την γενναιόδωρη ενθάρρυνση των πολιτικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της αριστεράς.
Οι νέοι, όμως, στο Πολυτεχνείο αδιαφόρησαν για όλα αυτά. Αγνόησαν τις νουθεσίες των μεγάλων, τις αγνόησαν ακόμη και τα μέλη νεολαιίστικων οργανώσεων της αριστεράς και βρέθηκαν όλοι μαζί αντιμέτωποι με μια μεγάλη πρόκληση: να καταφέρουν να συνυπάρξουν, να συζητήσουν, να συνθέσουν τις απόψεις τους και να σχεδιάσουν τις δράσεις τους. Αποφάσισαν να συνυπάρξουν συγκρουόμενοι. Και μέσα στο καμίνι αυτό σφυρηλάτησαν τα καταστατικά στοιχεία της σύγχρονης δημοκρατίας μας. Αυτά που τόσο τρομάζουν σήμερα όσους θέλουν να ξορκίσουν την μεταπολίτευση, όσους δηλαδή τρομάζουν από την παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου.
Ας μην ξεχαστεί το μήνυμα του Πολυτεχνείου, και κυρίως, ας μην μετατραπεί σε μία ανάμνηση αποκομμένη από το πλαίσιο του παρόντος. Ας μην ξεχάσουμε τους νεκρούς, τα νέα παιδιά που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, τον ανείπωτο πόνο των οικείων τους, την απελπισία όσων τα αγάπησαν και την απέραντη θλίψη των φίλων και συντρόφων τους. Δεν έχει σημασία που οι όψιμοι απολογητές του δικτατορικού καθεστώτος προσπαθούν να υποβαθμίσουν το τι ακριβώς έγινε εκείνες τις λίγες μέρες του μακρινού Νοέμβρη του 1973. Δεν έχει σημασία ούτε ότι οι νεοναζί συνεχίζουν να αρνούνται τους νεκρούς. Αυτούς τους αρνητές θα τους αγνοήσει η ιστορία και θα τους περιφρονήσουν οι επερχόμενες γενιές. Οι νεκροί της επταετίας, όσοι βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν, οι νέοι και οι νέες που σκοτώθηκαν μετά το τριήμερο της εξέγερσης, οι «ελεύθεροι αγωνιζόμενοι φοιτητές» που καλούσαν τον λαό να τους συμπαρασταθεί στον αγώνα ενάντια στον φασισμό, όσοι αρνήθηκαν να φύγουν ακόμη και όταν το τανκ έριχνε τη σιδερένια πόρτα πάνω τους, όλοι μένουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στη μνήμη μας.
Τι ενέπνευσε τον αγώνα των νέων του 1973; Τίποτα λιγότερα από την απόφαση αντίστασης απέναντι στον αυταρχισμό του καθεστώτος και από το όραμα μιας δίκαιης, δημοκρατικής κοινωνίας, κοινωνίας αδελφοσύνης και ελευθερίας. Στο κέντρο, όμως, αυτού του οράματος ήταν η Παιδεία, ένα όραμα μιας δημοκρατικής παιδείας ταυτισμένης με το μέλλον της κοινωνίας μας.
Η επέτειος του Πολυτεχνείου, όμως, μας αναγκάζει να υπογραμμίσουμε την βαθειά σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην εκπαίδευση και την δημοκρατία. Ούτε η εκπαίδευση νοείται χωρίς δημοκρατία αλλά ούτε και δημοκρατία χωρίς ουσιαστική εκπαίδευση. Το να μιλάμε για το ένα χωρίς το άλλο δεν στερείται απλά νοήματος – είναι μία πολιτική θέση που υπονομεύει και τα δύο αγαθά. Ο θεσμός της εκπαίδευσης δεν μεταδίδει απλά γνώσεις. Επιτελεί έναν βαθιά πολιτικό ρόλο, κομβικό για την αναπαραγωγή της κοινωνίας: η εκπαίδευση αντανακλά το παρόν της κοινωνίας και καθρεφτίζει τον τρόπο που φαντάζεται το μέλλον της. Αυτήν την βαθιά πολιτική όψη του αντιδικτατορικού αγώνα προσπαθούν να υποτιμήσουν όσοι υποκριτικά υποστηρίζουν ότι οι φοιτητές του 1973 περιορίστηκαν σε αιτήματα φοιτητικού συνδικαλισμού. Το διακύβευμα της εξέγερσής τους ήταν πολύ ευρύτερο. Οι νέες και οι νέοι αγωνίστηκαν με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση ενάντια στην πραγματικότητα ενός αυταρχικού παρόντος και στην δυστοπία της αναπαραγωγής του.
Οι αλλαγές στην εκπαίδευση μετά το 1974 ήταν ριζικές και ουσιαστικές. Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, στην αντικατάσταση των σχολείων αρρένων και θηλέων με μεικτά σχολεία, στην κατάργηση της ποδιάς και της σωματικής τιμωρίας, στη θέσπιση των μαθητικών κοινοτήτων, στον εκδημοκρατισμό των πανεπιστημίων. Αλλαγές που βάδιζαν παράλληλα με τις γενικότερες αλλαγές στην κοινωνία, όπως για παράδειγμα η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και το νέο οικογενειακό δίκαιο.
Θα συμφωνήσω με όσα είχε αναφέρει ο προκάτοχός μου κ. Ν. Φίλης, από την ίδια θέση, πέρσι, ότι δηλαδή, προϋπόθεση της υπεράσπισης της δημοκρατίας είναι η παιδεία και ότι καρδιά της είναι το δημόσιο σχολείο. Έχουμε χρέος να εμπιστευόμαστε και να βελτιώνουμε συνεχώς την παιδεία μας, στηρίζοντας τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα όλων των βαθμίδων. Το σχολείο σήμερα είναι ανάγκη να είναι ένα δημοκρατικό σχολείο, που θα προετοιμάζει πολίτες του κόσμου, πολίτες δηλαδή που να μπορούν να εντάσσουν στις παραμέτρους της σκέψης τους όχι μονάχα το άμεσο πεδίο της εμπειρίας τους, αλλά τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα. Είναι επιτακτικό να προετοιμάσουμε πολίτες ανθεκτικούς στην αβεβαιότητα, που μπορούν μέσα σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες να αντιστέκονται στη «σκοτεινή γοητεία του ανορθολογισμού» και στους ολοκληρωτισμούς και να γίνονται υπερασπιστές της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης, της ισότητας και της συμμετοχικότητας.
Είναι, όμως, δημοκρατικό το σχολείο μας; Τα πανεπιστήμια μας; Στο βαθμό που κυριαρχεί η κουλτούρα της ανοχής, της συζήτησης και των επιχειρημάτων είναι. Στο βαθμό, όμως, που κυρίαρχα στοιχεία της καθημερινότητας των εκπαιδευτικών μας θεσμών είναι οι αναζήτηση των εύκολων λύσεων, του αυταρχισμού αλλά και μιας γραφειοκρατικοποιημένης μετάδοσης της γνώσης δεν είναι. Για αυτό τον λόγο αναδύεται για πολλοστή φορά ο θεμελιώδης ρόλος των εκπαιδευτικών. Των εκπαιδευτικών που αποτελούν τον καταλύτη στην κοπιώδη προσπάθεια όλων μας για περισσότερη δημοκρατία σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Η επέτειος του Πολυτεχνείου συνήθως φέρνει στο νου μας τους μαθητές και τους φοιτητές μας. Σήμερα η σκέψη μας ας περιλάβει και τους δασκάλους τους.
Όμως, η ουσία και η σπουδαιότητα του μηνύματος του Πολυτεχνείου βρίσκεται στην επικαιροποίησή του. Από το 1973 μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κοινωνία μας βρίσκεται μπροστά σε καινούργιες προκλήσεις: η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ως κυρίαρχου μοντέλου αντίληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας οδήγησε την Ευρώπη σε μία κρίση γιγαντιαίων διαστάσεων, η αυξανόμενη φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός μεγάλων τμημάτων των κοινωνιών μας, η σταθερή αύξηση της ακροδεξιάς τόσο σε κοινωνικό όσο και πολιτικό επίπεδο, οι πόλεμοι και τα εκατομμύρια των προσφύγων, δοκιμάζουν τις αντοχές της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Οι κοινωνικές συναρμογές έχουν πληγεί σοβαρά οδηγώντας σε κατακερματισμούς και αντιπαραθέσεις, χωρίς να μπορεί να δοθεί μία πειστική ελπίδα και ένα σαφές όραμα σε πολίτες που όλο και περισσότερο νιώθουν τον κίνδυνο και βιώνουν την πραγματικότητα της κοινωνικής περιθωριοποίησής τους.
Η Δημοκρατία στην Ευρώπη, δοκιμάζεται. Και δοκιμάζεται σκληρά.
Το μήνυμα του Πολυτεχνείου ως μήνυμα διαρκούς αγώνα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας παραμένει τραγικά επίκαιρο. Οι συνθήκες από το 1973 έχουν αναμφίβολα αλλάξει. Το αίτημα ωστόσο παραμένει επίκαιρο. Είναι όχι μόνο λάθος, αλλά επικίνδυνο να θεωρήσουμε όσα κατακτήθηκαν τότε, ως δεδομένα. Η δημοκρατία έχει ανάγκη διαρκούς υπεράσπισης, τόσο ως πολίτευμα όσο και ως κοινωνική πρακτική. Το διακύβευμα σήμερα είναι πιο κρίσιμο από ποτέ: καλούμαστε όχι μονάχα να υπερασπιστούμε την πληγωμένη δημοκρατία μας, αλλά το ίδιο το ανθρώπινο πρόσωπο των κοινωνιών μας.