Θέλω να καλωσορίσω την κυρία Γιαννάκου για την ωφέλιμη εισήγηση που μας έδωσε τροφή για συζήτηση.
Την εποχή που η κυρία Γιαννάκου ήταν Υπουργός διαφωνήσαμε σε μερικά πράγματα μαζί της σχετικά με τη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έντονα σε κάποιες περιπτώσεις όπως το περίφημο άρθρο 16.
Όμως συμφωνήσαμε σε άλλα και βρεθήκαμε στο πλευρό της όπως για το βιβλίο ιστορίας.
Εγώ θα πω δύο πράγματα για να κάνουμε τη συζήτηση: είπε η κυρία Γιαννάκου και δικαίως από μία σκοπιά ότι οι νόμοι δεν αφήνονται να λειτουργήσουν σε ένα βάθος χρόνου που θα αποδώσουν αυτό που έχουν να αποδώσουν.
Συμφωνώ από την άλλη πλευρά με τον Υπουργό ότι κάθε κυβέρνηση έχει το δικό της όραμα. Θέλει να δει διαφορετικά τα πράγματα και είναι μέσα στις υποχρεώσεις της όχι μόνο στις αρμοδιότητες της να νομοθετεί.
Από το 2007 που έχουμε τον κύριο νόμο της κυρίας Γιαννάκου μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά.
Αυτό που θα πρέπει να συζητάμε στον εθνικό και κοινωνικό διάλογο αλλά και εδώ στην επιτροπή είναι για την εκπαίδευση στο καιρό της κρίσης, πρέπει να έχουμε στραμμένα τα μάτια μας σε δύο χρονικές στιγμές ταυτοχρόνως. Πώς περνάμε τη κρίση χωρίς αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα να καταρρεύσει και από την άλλη μεριά πώς αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα θα προχωρήσει σε κάτι άλλο και θα είναι ο οδηγός για το μέλλον.
Θα πω δύο πράγματα για τα πανεπιστήμια: Είναι περίεργο ότι από το 2007, ενώ παρεμβλήθηκε ο νόμος του 2011 και μετά ο νόμος του 2013, σε πάρα πολλές περιπτώσεις επιστρέφουμε στον νόμο του 2007. Για να λύσουμε διάφορα προβλήματα που μας δημιούργησαν οι επόμενοι νόμοι.
Αρκεί να αναφέρω το θέμα της λειτουργίας του τμήματος ως πυρήνα της ακαδημαϊκής ζωής και από τη άλλη μεριά τη σημαντική αλλαγή των εκλεκτορικών σωμάτων που θέλουμε να επαναφέρουμε βάσει του νόμου του 2007.
Θέλω να πω με αυτό ότι οι νομοθετικές αλλαγές δεν πρέπει να σηματοδοτούν την εμμονή ότι πρέπει να αλλάξει άρδην το “DNA” των πανεπιστημίων ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος.
Τα ακαδημαϊκά μας ιδρύματα όπως και οι υπόλοιπες βαθμίδες έχουν μία παράδοση η οποία έχει αποφέρει καρπούς: βγάζει σημαντικούς επιστήμονες.
Έχει όμως δημιουργήσει και πολλές αγκυλώσεις που χρειάζονται αλλαγές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποδομεί κανείς μία παράδοση που απέφερε καρπούς στο όνομα των αγκυλώσεων που είχαν δημιουργηθεί.
Θα έλεγα ότι από τα θέματα που συζητάμε τώρα στο διάλογο κρίσιμης σημασίας είναι: πρώτον ο χάρτης των ΑΕΙ. Εδώ πρέπει να ομολογήσουμε ότι παρά το γεγονός ότι μπορώ να καταλάβω τη λογική της εποχής που υπήρχε ανάπτυξη, η εξακτίνωση πανεπιστημίων στη περιφέρεια μπορούσε να συμβάλει και σε κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Ότι τοπικές κοινωνίες αποκλεισμένες από το κέντρο μπορούσαν να αποκτήσουν φορείς πολιτισμού και ζωτικότητας από τη νεολαία. Σε πολλές περιπτώσεις όμως δημιουργήθηκε ένα δύσκολο – για να μην πω άναρχο- τοπίο το οποίο πρέπει να δούμε.
Όχι μόνο για οικονομικούς λόγους αλλά και για ακαδημαϊκούς έτσι που έχει διαμορφωθεί πλέον ο χάρτης των ΑΕΙ.
Το άλλο θέμα που συμφωνώ με τη κύρια Γιαννάκου είναι το θέμα της αυτονομίας των ΑΕΙ. Βεβαίως πρέπει να είναι και είναι αυτόνομα τα ΑΕΙ, αλλά διαπιστώνω πάρα πολλές φορές ότι ο Υπουργός είναι υποχρεωμένος να υπογράφει, αν για παράδειγμα θα πάει ένα μέλος ΔΕΠ στη τάδε χώρα να κάνει μία συμφωνία στο να συγγράψουν ένα βιβλίο.
Έρχεται τώρα να υπογράψει αυτό το χαρτί ο Υπουργός, ένα πράγμα που ήταν αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης ή της συγκλήτου και έπρεπε μην φτάνει ποτέ στο Υπουργείο.
Συμφωνώ με τις πολλές αλλαγές ονομασιών και εκεί είναι το θέμα των ορίων αυτονομίας ή παρέμβασης του Υπουργείο που κανονικά θα έπρεπε να αφορά τα ΑΕΙ.
Αλλά σε κάποιες περιπτώσεις αυτές οι αλλαγές ονομασιών των τμημάτων δεν φαίνονται να γίνονται με τον πλέον ακαδημαϊκό τρόπο. Από την άλλη πλευρά όμως εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει μία εποπτεία του κράτους-ένα εργαλείο που να εποπτεύει πως λειτουργεί η δημόσια δωρεάν παιδεία-δεν υπάρχει, αλλά έχει αφεθεί σε ένα τοπίο ανεξέλεγκτο και μιλάω για τον χάρτη των μεταπτυχιακών, τις συνεργασίες με ξένα πανεπιστήμια, κυρίως με ιδιωτικά, κλπ. Υπάρχουν θέματα προς συζήτηση. Εδώ θέλω να πω επίσης, με την ιδιότητα μου ως πανεπιστημιακός, ότι η πειθαρχία στην έρευνα είναι πάρα πολύ σημαντική και έτσι ερχόμαστε και στον τομέα του σχολικού βιβλίου.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως όλη η εκπαίδευση, πρέπει να εξασφαλίσει δύο πράγματα για όλους όσοι θέλουν και όσες θέλουν να έχουν πρόσβαση και στην ανώτατη εκπαίδευση και την πειθαρχία στην έρευνα δηλαδή την ακαδημαϊκότητα.
Ως προς την ισότητα θέλω να πω ότι αυτά τα χρόνια της κρίσης πλήττεται και υπονομεύεται. Θα μιλήσω για την υποχρηματοδότηση- που και η δική μας κυβέρνηση περιόρισε τον προϋπολογισμό- κυρίως για τα ΑΕΙ και για την υποστελέχωση που τώρα διορθώνεται.
Αλλά πάνω από όλα, και για αυτό λέω ότι πρέπει να μιλάμε για ανώτατη εκπαίδευση και για εκπαίδευση εν συνόλω την περίοδο της κρίσης, υπονομεύεται η ισότητα όλων των ανθρώπων κυρίως με τα δίδακτρα και το άναρχο τοπίο στα μεταπτυχιακά.
Εκεί δηλαδή πρέπει να υπάρξουν αποφάσεις που αν μην τι άλλο η μέγιστη αρχή της ισότητας δεν θα υπονομεύεται.
Πιστεύω ότι τα ΑΕΙ τα ελληνικά παρά την κρίση έχουνε διατηρήσει ένα υψηλό επίπεδο ακαδημαϊκότητας. Το θέμα είναι να διατηρηθεί και να βρεθεί η φόρμουλα ώστε να διαχέεται στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Σε αυτό που θα έπρεπε να γίνει μία διεξοδική συζήτηση είναι ότι ενώ έχουμε τομέα έρευνας μεγάλο, ειδικά στα πανεπιστήμια, η διάχυση της έρευνας στις υπόλοιπες βαθμίδες είναι πάρα πολύ προβληματική.
Προσκρούει σε πάρα πολλές αντιστάσεις οι οποίες δεν έχουν καμφθεί ακόμα και σήμερα.