Η κυβέρνηση μας επί δυόμιση χρόνια προσπαθεί να επαναφέρει τη Δημοκρατία σε διαλυμένα τοπία της κοινωνίας μας. Ένα από αυτά είναι και ο χώρος της εκπαίδευσης. Δημοκρατία στην εκπαίδευση σημαίνει καθιέρωση ακαδημαϊκών κανόνων, σημαίνει σεβασμός των λειτουργών της, σημαίνει σεβασμός των μαθητών και φοιτητών, σημαίνει εξασφάλιση εμπέδωσης της κριτικής γνώσης και καλλιέργειας της τέχνης.
Ετοιμαζόμαστε για την βαθμιαία καθιέρωση της 14χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ένα όραμα δεκαετιών που είμαστε σίγουροι ότι θα αρχίσει να υλοποιείται. Οι παρεμβάσεις μας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι πρωτοβουλίες μας για την ενίσχυση της διδασκαλίας των παιδιών με ειδικές ανάγκες έχουν επανειλημμένα αναφερθεί σε αυτήν την αίθουσα.
Η αιχμή του μεταρρυθμιστικού μας προγράμματος είναι, βέβαια, οι παρεμβάσεις μας στο Λύκειο και κυρίως στην 2α και 3η Λυκείου. Το μεγάλο ερώτημα που πρέπει να απασχολεί την κοινωνία μας είναι αν θα είμαστε μία κοινωνία με ακυρωμένο το Λύκειο, μία κοινωνία όπου οι εκπαιδευτικές διαδικασίες του λυκείου επιτελούνται από θεσμούς ξένους προς τη δημόσια εκπαίδευση. Και βέβαια αυτό θα μας οδηγήσει στην ριζική αναμόρφωση των διαδικασιών εισαγωγής στα ΑΕΙ, διαδικασίες που δεν θα έχουν καμία απολύτως σχέση με ένα σύστημα που όχι μόνον βασίζεται στην παπαγαλία, δεν έχει καμία απολύτως εκπαιδευτικά και παιδαγωγική διάσταση και αιχμαλωτίζει την καθημερινότητα δεκάδων χιλιάδων νέων του τόπου μας.
Όπως και σε πολλές άλλες πτυχές της κοινωνικής μας ζωής, έτσι και στην εκπαίδευση η πολιτική των προηγουμένων κυβερνήσεων οδήγησε στην απορρύθμιση της καθημερινότητας. Ήταν η προϋπόθεση που έπρεπε να γίνει καθεστώς ώστε να προχωρήσει η απαξίωση των δημόσιων θεσμών, η απορρύθμιση ήταν η προϋπόθεση της απαξίωσης του δημόσιου σχολείου και πανεπιστημίου και, άρα, της βαθμιαίας νομιμοποίησης της ιδιοποίησης και της ιδιωτικοποίησης της παιδείας.
Λογαριάσανε, όμως, χωρίς τους λειτουργούς της εκπαίδευσης. Παρά τους λίγους πρόθυμους δασκάλους, καθηγητές σχολείων και καθηγητές πανεπιστημίων που συνέπραξαν στο σχέδιο υπονόμευσης της δημόσιας εκπαίδευσης, η τεράστια πλειοψηφία των εκπαιδευτικών μας αντέδρασε σθεναρά και υπερασπίστηκε την καθημερινότητα των δημοτικών μας σχολείων, των γυμνασίων και λυκείων όπως και των ΑΕΙ.
Η πλειοψηφία ήταν εκεί να υπερασπιστεί αλλά και να βελτιώσει μία καθημερινότητα για την οποία η Πολιτεία αδιαφορούσε για δεκαετίες. Μία καθημερινότητα για την οποία ούτε και εμείς έχουμε ακόμη καταφέρει να δώσουμε όσα πρέπει, όσα είναι απαραίτητα ώστε οι εκπαιδευτικοί να μπορούν να κάνουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους. Με τις ελλιπείς υλικοτεχνικές υποδομές και τι ανάγκες σε προσωπικό να εντείνεται κάθε χρόνο, μιας και οι ανάγκες ολοένα και αυξάνουν, οι εκπαιδευτικοί μας έχουν επιτελέσει και επιτελούν ένα αξιοθαύμαστο έργο. Ένα έργο που υπερβαίνει το καθήκον που η Πολιτεία τους έχει αναθέσει αλλά απαντά στην υψηλή αίσθηση καθήκοντος που έχουν έναντι μιας κοινωνίας σε κρίση.
Η προσπάθεια, όμως, της κυβέρνησης μας να δημιουργηθεί μία νέα κανονικότητα, η προσπάθεια να επαναλειτουργήσει προωθητικά η Δημοκρατία και η προσπάθεια όλες οι ρυθμίσεις που εισάγουμε να έχουν ένα πρόσημο υπέρ εκείνων των κοινωνικών ομάδων που αντιμετωπίζουν όλων των ειδών τις δυσκολίες, βρίσκει την λυσσαλέα αντίδραση των μειοψηφιών που έχουν πολλά να χάσουν από τις πρωτοβουλίες μας.
Η καθιέρωση κανόνων, η καθιέρωση ακαδημαϊκών κανόνων για να επανανοηματοδοτήσουμε το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο, απειλεί. Απειλεί όσους αυθαιρετούν και χρησιμοποιούν τους θεσμούς αυτούς προς ίδιον όφελος. Απειλεί όσους πανεπιστημιακούς θεωρούν ότι τα δημόσια Ιδρύματά μας μας πρέπει να είναι πηγή πλουτισμού και μάλιστα σε βάρος άλλων συναδέλφων τους, σε βάρος και των νέων επιστημόνων που είναι έξω από τα Ιδρύματα αυτά και εντέλει σε βάρος της κοινωνίας από την οποία απαιτούν να πληρώσει για κάτι που αυτή έχει χτίσει και συντηρεί. Η καθιέρωση κανόνων, όμως, απειλεί και όσους θέλουν να αυθαιρετούν προβάλλοντας μια εκπαίδευση με τραγικά υποβαθμισμένο τον κοινωνικό της ρόλο.
Με το νομοσχέδιο αυτό, και παρά την απίστευτη υπονόμευση που έχει γίνει στον δημόσιο λόγο και στα ΜΜΕ, εισάγουμε καινούργιους θεσμούς για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού πανεπιστημίου. Εισάγουμε τη δημιουργία διετών δομών στο πλαίσιο των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στα οποία θα έχουν προνομιακή πρόσβαση οι απόφοιτοι των Επαγγελματικών Λυκείων και που το τέλος της διετίας θα μπορούν να έχουν ένα Επαγγελματικό Πιστοποιητικό Προσόντων Ευρωπαϊκού Επιπέδου.
Εισάγουμε για πρώτη φορά τα Ακαδημαϊκά Περιφερειακά Συμβούλια στα οποία συνυπάρχουν οι εκπρόσωποι των πανεπιστημίων, οι εκπρόσωποι των ΤΕΙ και οι εκπρόσωποι των Ερευνητικών Κέντρων. Προσπαθώντας να πω ποιες προτάσεις μπορούν να γίνουν για την ανάπτυξη των περιφερειών όπου τα πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα θα παίξουν έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο. Και όποιες πρωτοβουλίες πάρουν, θα πρέπει να είναι με τη σύμφωνη γνώμη αυτών των ιδρυμάτων. Μας κατηγορούν ότι είναι ασαφή αυτά χωρίς να λένε ποια είναι η ασάφεια.
Τρίτη καινοτομία, το Κέντρο Επιμόρφωσης και Δια Βίου Εκπαίδευσης που πρέπει να έχει κάθε Πανεπιστήμιο και ΤΕΙ. Η Δια Βίου Εκπαίδευση είναι μια εξαιρετικά σημαντική λειτουργία των ΑΕΙ, πλήρως απορυθμισμένη με μεγάλες αυθαιρεσίες σε βάρος των νέων παιδιών που αναζητούν την δια βίου επιμόρφωση. Τώρα για πρώτη φορά κανονικοποιείται και είναι κάτω από την επιστημονική εποπτεία των Πανεπιστημίων.
Ως προς τη διαδικασία εκλογής πρυτάνεων, δεν άκουσα τόση ώρα τι προτείνουν όσοι είναι αντίθετοι με αυτό. Το υπάρχον καθεστώς; Όπου τα ΣΙ έκαναν προεπιλογή των υποψηφίων σε μια ευρωπαϊκή χώρα; Δεν ακούμε ποιο σύστημα θέλετε. Ή τα παλιά που ήταν τα δήθεν διακομματικά, με την πλήρη διαπλοκή με κομματικές νεολαίες.
Εμείς λέμε ότι από ένα ψηφοδέλτιο θα εκλέγονται οι πρυτάνεις και από ένα άλλο οι αντιπρυτάνεις. Η πανεπιστημιακή κοινότητα θέλει να ψηφίζει πρόσωπα και όχι ομάδες. Αυτό θα εξασφαλίσει και μια αντιπροσωπευτικότητα του πανεπιστημιακού σώματος. Λέτε ότι με το που θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, θα τσακωθούν. Εσείς λέτε ότι η Παιδεία είναι εθνικό θέμα. Γιατί πρέπει να τσακωθούν μόλις καθίσουν στο ίδιο τραπέζι. Τσακώνονται κάθε μέρα στο πανεπιστήμιο οι πανεπιστημιακοί και δεν το έχουμε καταλάβει; Είναι όλες οι αποφάσεις με πλειοψηφίες 5 προς 6; Δεν υπάρχουν ομοφωνίες και τεράστιες πλειοψηφίες;
Ως προς τα ξενόγλωσσα τμήματα, λέμε ότι πρέπει να συνεργάζονται με το Διεθνές Πανεπιστήμιο που έχει την τεχνογνωσία. Μην ξανακούσω ότι έχει μόνο 9 καθηγητές το Διεθνές Πανεπιστήμιο. Τα μαθήματα τα κάνουνε τα τμήματα ή οι κοσμητείες που θα συνεργαστούν γιατί υπάρχουν πολύ σοβαρά συνταγματικά προβλήματα στην αυτόνομη λειτουργία αυτών των τμημάτων.
Είναι το πρώτο νομοσχέδιο που εγκαινιάζει τη σταδιακή δημιουργία του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας με την συμμετοχή των Πανεπιστημίων, των Τ.Ε.Ι. και των Ερευνητικών Κέντρων στον θεσμό των Ακαδημαϊκών Περιφερειακών Συμβουλίων. Η σημασία του εγχειρήματος του Ενιαίου Χώρου της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι το αντίστοιχο της μεταρρύθμισης του 1982. Τότε το ζήτημα ήταν η αποτελεσματική αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού που παρέμενε αδρανοποιημένο με το καθεστώς της έδρας. Σήμερα το ζήτημα είναι η αξιοποίηση του τεράστιου δυναμικού και των υποδομών που υπάρχουν στα Πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα. Ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές πρέπει να συνδεθούν λειτουργικά και να παραγάγουν προστιθέμενη αξία, πράγμα που δε συμβαίνει σήμερα με τον τρόπο που λειτουργούν. Στο νομοσχέδιο προωθείται η ώσμωση των πόλων της ανώτατης εκπαίδευσης, δηλ. των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι., στη βάση της ωρίμανσης που έχει επέλθει τα τελευταία 15 χρόνια μετά την «ανωτατοποίηση» των Τ.Ε.Ι. και την αποστολή που επιτελούν. Όσοι κόπτονταν για την αξιοκρατία στερούσαν τα Τ.Ε.Ι. από ένα κοινό πλαίσιο ακαδημαϊκής υπόστασης με τα Πανεπιστήμια. Σε αυτές μας τις πρωτοβουλίες θα αναφερθώ λεπτομερέστερα και παρακάτω.
Ικανοποιείται ένα αίτημα δεκαετιών, όπου οι Πολυτεχνικές Σχολές αλλά όχι μόνον, ζητούσαν την αναγνώριση της ακαδημαϊκής αναβάθμισης των πενταετών πτυχίων τους. Εμείς γινόμαστε οι πρώτοι που επιλύουμε αυτό το πρόβλημα, και ταυτοχρόνως δημιουργούμε όρους για να αρχίσει να επιλύεται το θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των μηχανικών αποφοίτων των ΤΕΙ.
Γνωρίζετε ότι για πολλές δεκαετίες υπάρχει μία εξαιρετικά σοβαρή εκκρεμότητα με την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ΤΕΙ. Η πρόταση μας είναι να προχωρήσουμε άμεσα στη σύνταξη ενός Προεδρικού Διατάγματος με τα επαγγελματικά προσόντα των αποφοίτων μηχανικών των ΤΕΙ, μέσα από τη συνεδρίαση μίας επιτροπής που θα την απαρτίζουν εκπρόσωποι των Πολυτεχνικών Σχολών, των Τμημάτων Μηχανικών ΤΕΙ και εμπειρογνώμονες που θα αποτελούνται από αποφοίτους των δύο θεσμών απολύτως ισότιμα.
Και εδώ πρέπει να χαιρετίσουμε την πρωτοβουλία του Τεχνικού Επιμελητηρίου να εντάξει στα μέλη του και απόφοιτους των ΤΕΙ. Το ότι αυτό δεν συνέβαινε έως τώρα ήταν παράδοξο. Φυσικά η απόφαση αυτή είναι μόνο μια πολύ καλή αρχή, πρέπει να γίνουν τα σωστά και γρήγορα βήματα ώστε να εξομαλυνθεί πλήρως η επιμελητηριακή κατάσταση των μηχανικών ΤΕΙ, σε συνδυασμό με τα επαγγελματικά τους δικαιώματα.
Με άλλα λόγια, οι πρωτοβουλίες μας συντείνουν στη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης, γιατί ένα πρόβλημα που διαίρεσε κοινότητες μηχανικών επί τόσες δεκαετίες, δεν θα λυθεί με το πάτημα ενός κουμπιού, αλλά είμαι σίγουρος ότι οι συνθήκες είναι ώριμες ώστε να καθίσουν ισότιμα οι Μηχανικοί να προτείνουν λύσεις.
Είμαστε σίγουροι, ότι θα υπάρχουν και άτομα, ενδεχομένως και φορείς που δεν θέλουν μία τέτοια πορεία. Θέλουν να συντηρούν ένα πολεμικό κλίμα. Να ξέρουν ότι η κοινωνία θα τους αγνοήσει, και τους καλούμε να αφήσουν το αντιπολιτευτικό τους λόγο για άλλες περιπτώσεις.
Μας κατηγόρησαν ότι εξισώνουμε τα Πανεπιστήμια με τα ΤΕΙ. Τα ΤΕΙ είναι Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, οι διδάσκοντες τους είναι σε εκλεκτορικά σώματα καθηγητών πανεπιστημίων, και συμμετέχουν σε επιτροπές διδακτορικού.
Υπάρχει μια πραγματικότητα εδώ την οποία πρέπει να αναγνωρίσουμε και να την χαιρετίσουμε: υπάρχει πλέον ένα εξαιρετικό δυναμικό στα ΤΕΙ, καθηγητές με υψηλά προσόντα, εργαστήρια που θα ζήλευαν μεγάλα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, ερευνητικές υποδομές και ομάδες υψηλών επιδόσεων. Αυτό το δυναμικό κάποιοι, μάλλον ζηλόφθονα, λένε να «γυρίσει» πίσω στην αρχική του αποστολή, το έλεγε και ο κ. Αρβανιτόπουλος εμφατικά σε δηλώσεις του. Εμείς δεν καταστρέφουμε ότι έχει με κόπο παραχθεί. Αυτό το έκανε με ιδιαίτερο ζήλο το σχέδιο Αθηνά, τις καταστροφικές συνέπειες του οποίου συνεχώς καλούμαστε να διορθώσουμε. Εμείς χτίζουμε σε ότι καλό υπάρχει και το αναβαθμίζουμε και αυτό γίνεται στο νόμο και για τα ΤΕΙ, ώστε η κοινωνία, και κυρίως η νεολαία να επωφεληθεί.
Ξεκινάμε από συμβολικές αλλά πολύ σημαντικές κινήσεις ονομασίας των οργάνων, προχωράμε σε βελτίωση του ορισμού του ρόλου τους στον χώρο της ανώτατη παιδείας στον οποίο ήδη ανήκουν, δίνουμε δικαίωμα αυτοδύναμης επίβλεψης διδακτορικών καθηγητών ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια, αλλά ακόμη πιο σημαντικό, εκκινεί η διαδικασία να οριστούν κριτήρια και διαδικασίες για την διοργάνωση διδακτορικών σπουδών και από Τμήματα των ΤΕΙ.
Συνυφασμένη με την αναβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι και η διαδικασία που έχει ξεκινήσει για την ίδρυση Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής με την συνένωση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά. Εκεί με κριτήρια ακαδημαϊκά προχωρούμε στην δημιουργία ενός πόλου πανεπιστημιακής παιδείας που ταυτόχρονα θα είναι σε επαφή και με τις αναπτυξιακές προοπτικές της Δυτικής Αττικής. Η δυναμική που θα απελευθερωθεί από αυτή την διαδικασία θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη και σε όλη την Ελλάδα, ανοίγοντας επιτέλους τον δρόμο για συνέργειες περιφερειακών Πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
Ας έρθουμε σε κάτι που συζητείται πολύ ανάμεσα στους διδάσκοντες στα ΑΕΙ, αλλά για λόγους που θα γίνουν κατανοητοί πολλοί ενδιαφερόμενοι δεν τολμούν να το συζητήσουν δημόσια. Μέχρι και σήμερα οι διδάσκοντες στα ΑΕΙ μπορούν να διπλασιάζουν τους μισθούς τους με επιπλέον αμοιβή από μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Το λέω μια ακόμα φορά: να διπλασιάζουν τους μισθούς τους κάθε μήνα. Προφανώς δεν κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος όλοι και οι δικοί μας υπολογισμοί καταλήγουν στο ότι αυτό γίνεται από περίπου 15% του διδακτικού προσωπικού. Εμείς λέμε η επιπλέον αμοιβή από την διδασκαλία σε ΠΜΣ να μην υπερβαίνει το 30% των μηναίων αποδοχών τους. Λέμε και κάτι ακόμη: για να μπορέσουν να λάβουν αυτήν την αμοιβή πρέπει να διδάσκουν σε ένα μεταπτυχιακό δωρεάν. Η λογική αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη η πολιτεία να διασφαλίσει σε όλους την πρόσβαση σε ΠΜΣ χωρίς δίδακτρα. Επιπλέον αν ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα έχει τόσους πόρους ώστε να μπορεί να πληρώνει αυτό το επιπλέον επιμίσθιο στους διδάσκοντες, πρώτα να προχωράει σε προκηρύξεις για νέους επιστήμονες και αν δεν παρουσιαστεί κανείς να παίρνουν το επιμίσθιο εκείνοι που είναι ήδη μόνιμα διορισμένοι διδάσκοντες.
Αντιδρούν πολλοί γιατί θέλουν να έχουν τη δυνατότητα να πληρώνονται μέχρι διπλασιασμού του μισθού τους, με το επιχείρημα ότι είναι χαμηλοί οι μισθοί μας.
Και σε άλλες, όμως, χώρες είναι χαμηλοί αλλά δεν παρουσιάζεται αυτή η άνευ προηγουμένου ιδιοποίηση δημόσιων πόρων.
Ας επισημάνουμε, πρώτα, ότι η τεράστια πλειοψηφία των διδασκόντων στα μεταπτυχιακά δεν πληρώνονται ούτε μια δεκάρα πέρα από τον κανονικό μισθό τους. Διδάσκουν δηλαδή, δωρεάν. Αυτοί δεν έχουν οικονομικά προβλήματα; Δηλαδή οι φτωχοί πανεπιστημιακοί διεκδικούν έξτρα επιμίσθιο, ενώ όλοι οι άλλοι είναι πλούσιοι και διδάσκουν χωρίς πρόσθετο μισθό, έτσι, για το κέφι τους;
Ή, όλοι όσοι πληρώνονται επιπλέον είναι «οι καλοί», «οι σπουδαίοι» όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες; Τι σημαίνει αυτό; Ότι όλοι όσοι δεν πληρώνονται επιπλέον επιμίσθιο δεν είναι καλοί;
Και βεβαίως τα ΠΜΣ δεν είναι ο μόνος τρόπος για όποιον επιδιώκει να αυξηθεί ο μισθός του. Υπάρχει η συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα, η οποία φέρνει πόρους στα Ιδρύματα.
Αλλά και κάτι άλλο: Διεκδικούν επιπλέον επιμίσθιο εκείνοι που έχουν ένα μισθό, ενώ οι νέοι επιστήμονες που θα μπορούσαν να κάνουν τα μαθήματα και να πληρώνονται είναι πολλοί και πολλοί από αυτούς δεν έχουν εργασία.
Καταλαβαίνετε τι κρύβεται πίσω από ένα αθώο αίτημα. Το αθώο αίτημα να πληρώνονται κατιτίς παραπάνω όσοι διδάσκουν μεταπτυχιακά με δίδακτρα, οδηγεί στην επιβολή ολοένα και υψηλότερων διδάκτρων, δημιουργεί ανισότητες, αφήνει έξω από τα πανεπιστήμια τους νέους επιστήμονες, δημιουργεί διαπλοκές ως προς το ποιος θα κάνει τα μαθήματα για τα οποία υπάρχει το επιπλέον επιμίσθιο, δημιουργεί το φαινόμενο «γυρολόγων» καθηγητών που περιδιαβαίνουν σε πολλά ΠΜΣ προς άγρα επιπλέον εισοδήματος.
Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς τους συναδέλφους δεν αρκούνται στο 100% και για αυτό επιλέγουν να μεταμφιέζουν επιπλέον διδασκαλία σε ΠΜΣ ως ελεύθερο επάγγελμα, που τους επιτρέπει να αμείβονται χωρίς πλαφόν. Έχουν λοιπόν το θράσος και πηγαίνουν στους ΕΛΚΕ του ιδρύματός τους και να αμείβονται σαν ελεύθεροι επαγγελματίες, από το πανεπιστήμιο στο οποίο υπηρετούν ως δημόσιοι λειτουργοί για διδασκαλία που κάνουν στο δικό τους ή σε άλλο πανεπιστήμιο. Αυτό και αν είναι καινοτομία, πρόοδος και εκσυγχρονισμός σε όσους μας κατηγορείτε ότι πάμε τα πράγματα πίσω.
Και αφού εξαντληθούν όλα αυτά τα επιχειρήματα, οι λίγοι αυτοί πανεπιστημιακοί μέσα από τις απίστευτες διαπλοκές στα κοινωνικά μέσα, στις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις προέβαλαν εδώ και λίγους μήνες την προσφιλή τους τακτική: αμαύρωση του Υπουργού και ταυτόχρονα απειλή στην κοινωνία.
Ο Υπουργός, λένε, είναι εμμονικός, μας πάει πίσω, είναι υπερσυγκεντρωτικός και δεν θέλει τον ανταγωνισμό στα πανεπιστήμια που θα τα βελτιώσει. Και αν όλα αυτά δεν κάνουν την κυβέρνηση να συνετιστεί, τότε υπάρχει και η μεγάλη απειλή: οι καλοί θα εγκαταλείψουν τη χώρα αφού δεν τους δίνουμε κίνητρα να διδάξουν, τα μεταπτυχιακά θα κλείσουν, τα παιδιά των φτωχών οικογενειών δεν θα έχουν που να σπουδάσουν ενώ οι πλούσιοι θα έχουν τη δυνατότητα να πάνε σε άλλες χώρες μιας και δεν θα υπάρχουν μεταπτυχιακά εδώ.
Ήταν εντυπωσιακό πώς αυτό το αφήγημα γράφτηκε και αναπαράχθηκε από τόσους πολλούς σε τόσα πολλά Μέσα και εφημερίδες. Εμάς βέβαια δεν μας εκπλήσσει.
Αλήθεια το οικονομικό στοιχείο είναι το μοναδικό κίνητρο για να κάνεις μεταπτυχιακά μαθήματα;
Δεν είναι κίνητρο το γεγονός ότι διδάσκεις την ερχόμενη γενιά επιστημόνων;
Πώς, αλήθεια, είναι δυνατόν να σε θέλουν τόσο πολύ στο εξωτερικό και να μένεις εδώ επειδή παίρνεις το επιμίσθιο και μόλις αυτό μειωθεί να απειλείς ότι θα φύγεις;
Κουτόφραγκοι οι έξω: θέλουν κάποιους διακαώς, αλλά αυτοί δεν φεύγουν γιατί μπορούν και διπλασιάζουν τον μισθό τους στην Ελλάδα. Και μόλις τους αφαιρέσουμε αυτήν την δυνατότητα, θα πάνε στα ξένα πανεπιστήμια που με καρτερικότητα τους περιμένουν τόσα χρόνια.
Και η τελική απειλή: θα κλείσουν τα μεταπτυχιακά, οι πλούσιοι θα πάνε στο εξωτερικό και οι φτωχοί δεν θα έχουν που να πάνε, μας λένε.
Δεν είχαμε καταλάβει τόσο χρόνια, ότι η έγνοια όσων διπλασιάζουν τους μισθούς τους αυξάνοντας τα δίδακτρα των μεταπτυχιακών ήταν η πρόνοια των φτωχών φοιτητών. Δεν είχαμε καταλάβει ότι το κάνουν για το καλό των φτωχών.
Και, όμως, τα γελοία αυτά επιχειρήματα γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν, λέχθηκαν και ξαναλέχθηκαν διαμορφώνοντας ένα δημόσιο αφήγημα, που όπως πολλά αλλά βασίζεται σε λογικοφανή αλλά απολύτως αστεία επιχειρήματα.
Επαναφέρουμε, λοιπόν, ακαδημαϊκούς κανόνες μιας και:
Για πρώτη φορά θα γίνεται έλεγχος αν τα τέλη φοίτησης υπολογίζονται σύμφωνα με το κόστος και όχι τη ζήτηση.
Για πρώτη φορά καθιερώνουμε την υποχρέωση να δέχονται τα ΠΜΣ δωρεάν φοιτητές χωρίς να πληρώνουν δίδακτρα όσους ικανοποιούν τα ακαδημαϊκά κριτήρια εισαγωγής αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τα δίδακτρα.
Για πρώτη φορά ένα ανώτατο όριο στις επιπλέον αμοιβές που μπορούν να πάρουν από τα μεταπτυχιακά οι καθηγητές που διδάσκουν σε αυτά.
Για πρώτη φορά την υποχρέωση όσων ΠΜΣ διαθέτουν πρόσθετους πόρους να προσλαμβάνουν νέους επιστήμονες πριν αναζητήσουν ήδη υπηρετούντες καθηγητές.
Για πρώτη φορά μη αυτοδύναμα Τμήματα δεν θα μπορούν να οργανώσουν μόνα τους ΠΜΣ, αλλά θα είναι υποχρεωμένα να τα οργανώσουν σε συνεργασία με αυτοδύναμα Τμήματα, ώστε να παύσει να υπάρχουν ΠΜΣ που οργανώνονται από Τμήματα που έχουν 2, 3 ή 4 άτομα.
Για πρώτη φορά μπαίνουν ακαδημαϊκοί κανόνες, σε έναν τόσο σημαντικό θεσμό, σε έναν θεσμό που αποτελεί ένα από τα αληθινά σημεία επιτυχίας των πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
<iframe src=”https://www.youtube.com/embed/Kb8ZSOFT598″ width=”640″ height=”360″></iframe>