Στο κάλεσμα της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής προς πρώην υπουργούς Παιδείας για τη σημερινή της συνεδρίαση στο πλαίσιο του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία ανταποκρίθηκε η κ. Μ. Γιαννάκου, ενώ ο κ. Γ. Αρσένης δεν μπόρεσε να παραστεί εξ’ αιτίας προσωπικού θέματος και απέστειλε υπόμνημα. Υπομνήματα απέστειλαν και η κ. Α. Διαμαντοπούλου καθώς και ο κ. Κ. Αρβανιτόπουλος.
Η ομιλία της κ. Μαριέττας Γιαννάκου, πρώην Υπουργού Παιδείας:
Ευχαριστώ για την πρόσκληση. Είναι προφανές ότι, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του διαλόγου, άπαξ και έχω υπάρξει μέλος της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και 14 χρόνια βουλευτής του Εθνικού Κοινοβουλίου, δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκληση του Κοινοβουλίου. Είναι προφανές αυτό. Αντί να σας πω ολόκληρες ιστορίες για το τι έγινε κατά τη διάρκεια της θητείας μου, τα οποία τα ξέρετε λίγο ως πολύ, θέλω να κάνω ορισμένες επισημάνσεις που έχουν σχέση με οποιοδήποτε σύστημα παιδείας ή οποιουσδήποτε θεσμούς θέλει κανείς να δημιουργήσει.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η απόσταση ανάμεσα στις θεσμικές αλλαγές, στην εφαρμογή και στην απόδοση είναι πάρα πολύ μεγάλη. Πρώτον, είναι μακροπρόθεσμα τα οφέλη της όποιας αλλαγής και, δεύτερον, από τη στιγμή που αυτό αφορά σε 200.000 περίπου στελέχη της εκπαίδευσης, αλλά και 1,5 εκατομμύριο μαθητές, φοιτητές κ.λπ., αντιλαμβάνεστε ότι μπορεί να είναι άψογο και τέλειο ένα σχέδιο νόμου ή μια αλλαγή, αλλά στην εφαρμογή, από την ώρα που έχει να κάνει με τόσο πολύ κόσμο, η απόδοση μπορεί να είναι μηδενική ως ελάχιστη.
Η δεύτερη παρατήρηση που έχω να κάνω είναι ότι είναι βασικό ζήτημα η εκπαίδευση των εκπαιδευτών. Το πώς επιλέγονται οι εκπαιδευτές και οι εκπαιδευτικοί το ξέρετε, με τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ και με τη λίστα στα σχολεία. Στα πανεπιστήμια έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα, βέβαια, νεποτισμού και οικογενειοκρατίας και κανείς δεν είναι βέβαιος για το τι και πώς γίνεται στα σχολεία, όταν μάλιστα υπάρχει αυτός ο θεσμός των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων, που δεν ανθεί αλλού στον κόσμο τόσο πολύ όσο στη χώρα μας. Έχει γίνει σχεδόν παράδοση.
Η υποχρέωση της Πολιτείας είναι καταρχήν ένα καλό δημόσιο σχολείο. Ένα καλό δημόσιο σχολείο πρέπει να είναι και για τα παιδιά που είναι ευφυέστερα και έχουν και ένα καλό οικογενειακό περιβάλλον που τα βοηθάει, αλλά και για τα παιδιά που είτε είναι ευφυέστερα, είτε δεν είναι, είτε έχουν ένα περιβάλλον σχεδόν λειτουργικού αναλφαβητισμού και αυτό δεν είναι μόνο στη χώρα μας. Είναι σε πολλές χώρες, αν σκεφτείτε ότι στη Βρετανία το 24% του πληθυσμού θεωρείται αναλφάβητος.
Το πρώτο θέμα, λοιπόν, είναι πώς μπορεί κανείς να φτιάξει ένα καλό δημόσιο σχολείο, το οποίο καλό δημόσιο σχολείο, με τις απαιτήσεις της εποχής μας βέβαια, απαιτεί ταυτόχρονα και ξένες γλώσσες, αφού η γλώσσα μας, όσα θαύματα και αν έχει παράξει στο διεθνές προσκήνιο δεν είναι μια γλώσσα την οποία μπορεί να μεταχειρίζεται κανείς παντού. Πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει από την Γ΄ δημοτικού να μαθαίνουν ξένες γλώσσες. Εγώ το είχα μεταφέρει αυτό από την Ε΄ δημοτικό στην Γ΄. Είχα προσθέσει τα γαλλικά και τα γερμανικά και είχαμε κάνει και ένα πιλοτικό πρόγραμμα με ισπανικά και ιταλικά. Το κυπριακό σύστημα, αν το δει κανείς, έχει αρκετά καλή απόδοση. Βεβαίως, υπάρχει η ευκολία εκεί των αγγλικών, όπου, λίγο ως πολύ, όλοι μιλούν αγγλικά, αλλά οι ξένες γλώσσες είναι εργαλείο για την ηλεκτρονική εποχή και για την κοινωνία της πληροφορίας και για την κοινωνία της γνώσης και για τη μελέτη στην ανώτερη εκπαίδευση.
Το τέταρτο ζήτημα είναι αν τα παιδιά στο σχολείο πρέπει να διδάσκονται στεγνά και απλά τις απαραίτητες γνώσεις κυρίως στα μαθηματικά, στη φυσική και στα ελληνικά ή χρειάζεται και ένα περιθώριο για άλλου είδους εκπαίδευση, όπως υπάρχει μέχρι σήμερα ή αν έχει την ελευθερία ή πρέπει να έχει την ελευθερία ο εκπαιδευτικός να διδάξει, να μιλήσει, να συνεννοηθεί και να παράξει σε ώρες ελεύθερες από περιορισμούς. Η απάντησή μου είναι θετική, ότι ο εκπαιδευτικός πρέπει να μπορεί και να συστήσει άλλα βιβλία και να χρησιμοποιήσει τις πηγές – για αυτό και τα βιβλία πρέπει να έχουν πηγές – και να συζητήσει άλλα θέματα, τα οποία δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι της αρμοδιότητάς του, δηλαδή αντί να φέρουμε έναν γιατρό να μιλήσει για θέματα, υγείας ή δημόσιας υγείας, οι ίδιοι οι δάσκαλοι να μπορούν να φύγουν λίγο από το στενό πρόγραμμα το οποίο υπάρχει.
Αυτό, όμως, πρέπει να γίνει προγραμματισμένα, γιατί υπάρχει μια κακή συνήθεια στη χώρα μας επί μεγάλο διάστημα – τουλάχιστον εγώ αυτό παρέλαβα όταν έγινα Υπουργός – όπου το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο απαντούσε σε ερωτήματα διαφόρων φορέων και παραγόντων, οι οποίοι πήγαιναν στο σχολείο και έκαναν περίπου ό,τι ήθελαν. Δηλαδή, είχαμε καλλιτέχνες, ηθοποιούς και βιντεοκασέτες για τα ναρκωτικά που παρήγοντο από άσχετους ανθρώπους και γέμιζαν τις αποθήκες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Γιατί, όπως ξέρετε, τα παιδιά είναι οι καλύτεροι ακροατές. Δύσκολα έχουν αντιρρήσεις ιδιαίτερα σε μικρή ηλικία και είναι μια εύκολη υπόθεση, για πολλούς οι οποίοι θέλουν να παρουσιαστούν ότι κάνουν ταυτόχρονα και εκπαιδευτικό έργο. Άρα, τονίζω αυτή την ελευθερία των εκπαιδευτικών, μέσα όμως σε γενικά πλαίσια, τα οποία θα μπορούν να είναι περιγεγραμμένα για να αποφεύγονται αυθαιρεσίες αυτού του τύπου που περιέγραψα προηγουμένως.
Πολλοί μιλούν για ένα σχολείο ανοικτό στην κοινωνία. Τι είναι ένα σχολείο ανοικτό στην κοινωνία όμως και μέχρι που είναι ανοικτό το σχολείο στην κοινωνία; Δηλαδή μπορεί όποιος θέλει, όποια ομάδα θέλει, να ανακατεύεται στο σχολικό πρόγραμμα; Μπορεί η τοπική κοινωνία να καθορίζει ποιος κρατάει τη σημαία ας πούμε; Όχι σε καμία περίπτωση. Σχολείο ανοικτό για μένα δεν σημαίνει ότι, ο καθένας, ο οποίος αποκτά συλλογική δύναμη και εξουσία στις διάφορες περιοχές- η οποία δεν ξέρει κανείς από πού μπορεί να προέρχεται- μπορεί στα αναμειγνύεται στα προγράμματα των σχολείων και να πιέζει τους εκπαιδευτικούς, οι οποίο έτσι δεν μπορούν συλλογικά να συζητούν τα προγράμματα και να παρακολουθούν και να αξιολογούν και οι ίδιοι το έργο που έχουν παράξει.
Άρα ο γενικός όρος σχολείο ανοικτό στην κοινωνία χωράει πάρα πολύ αυθαιρεσία. Και δεν ξέρω αν είναι αυτός ο σκοπός του σχολείου. Ορισμένοι θεωρούν ότι το σχολείο είναι στεγνό, όταν το παιδί πρέπει να αφοσιωθεί στα μαθηματικά, στα ελληνικά κλπ. Όμως αυτά είναι τα βασικά εργαλεία, που θα χρησιμοποιήσει για να μάθει τα υπόλοιπα μόνο του ή για να αναδιφήσει εις τας γραφάς, δηλαδή είτε είναι ηλεκτρονικά μέσα αυτά είτε διεθνής βιβλιογραφία και οτιδήποτε. Άρα είναι αναγκαίο αυτά.
Το επόμενο θέμα είναι η λεγόμενη παπαγαλία. Βέβαια όσοι είναι της ηλικίας μας – εγώ τουλάχιστον που πήγα σε δημόσιο σχολείο και τελείωσα δημόσιο δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο – πραγματικά, θυμάμαι τους καθηγητές και τους δασκάλους μας να είναι απορριπτικοί ως προς τα παιδιά που πήγαιναν και παπαγάλιζαν το μάθημα. Ήταν αρνητικοί τελείως σε αυτό. Αυτό όμως, χρειάζεται κριτική σκέψη του διδάσκοντος και μετάδοση της διαδικασίας και της κριτικής σκέψης στα παιδιά. Διαφορετικά η παπαγαλία είναι η εύκολη κατάσταση.
Η παπαγαλία αυτή συνεχίζεται και φτάνει μέχρι το λύκειο και τις εξετάσεις του πανεπιστημίου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα παιδιά πηγαίνουν να γράψουν έκθεση και κάνουν απέραντα φροντιστήρια για την έκθεση, και αμφιβάλω αν όποιος γράψει καλή έκθεση θα πάρει καλό βαθμό. Γιατί οι καθηγητές έχουν μάθει να διορθώνουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ο οποίος είναι και αυτός αυτοματοποιημένος, δεν μπαίνουν στην ουσία και έτσι βλέπει κανείς πολλά παράπονα, για παιδιά που έγραφαν θαυμάσια και πήραν πολύ χαμηλούς βαθμούς όταν έδωσαν στο πανεπιστήμιο, γιατί δεν ήταν μέσα στην τυποποιημένη γραμμή.
Ξαναρχόμαστε συνεχώς στο θέμα της εκπαίδευσης των εκπαιδευτών, που είναι πολύ βασικό ζήτημα. Τα βιβλία. Βεβαίως πρέπει να υπάρχει βιβλιογραφία, πηγές και άλλα βιβλία. Βιβλιοθήκες υπάρχουν σε πάρα πολλά σχολεία και κουλτούρα βιβλιοθήκης πρέπει να δημιουργηθεί γιατί όσο και αν τα ηλεκτρονικά μέσα μας προσφέρουν τη δυνατότητα, εγώ αμφιβάλω αν μπορεί κανείς να διαβάσει ένα πολύ ωραίο βιβλίο όλο στον υπολογιστή ή αν αισθάνεται άνετα να το διαβάσει όλο στον υπολογιστή, είτε είναι πολύ νέος είτε είναι μεγαλύτερος.
Ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Εγώ απλώς θυμίζω ότι δώσαμε στους αρίστους και εν συνεχεία στην Γ΄ Γυμνασίου υπολογιστές σε όλα τα παιδιά, δηλαδή voucher για να αγοράσουν υπολογιστή και επίσης, εκπαιδεύτηκαν στην περίοδο εκείνη, 2004-2007, 120.000 καθηγητές που πήραν ηλεκτρονικό υπολογιστή και 30.000 εξ’ αυτών για να κάνουν διαδραστικό μάθημα. Αυτό βέβαια χρειάζεται χρόνο όπως αντιλαμβάνεστε δεν είναι κάτι που γίνεται σε μια ημέρα. Γι’ αυτό και όλο εκείνο το διάστημα διατέθηκαν πολλά χρήματα και στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και στην ηλεκτρονική εκμάθηση των υπολογιστών.
Το μεγάλο θέμα είναι το λύκειο. Πριν από αυτό όμως θέλω να σημειώσω ότι τα κόμματα στα προγράμματά τους είχαν ότι πρέπει το λύκειο να γίνει υποχρεωτική εκπαίδευση. Είμαι τελείως αρνητική σε αυτό παρά το γεγονός ότι το κόμμα μου το έλεγε πριν από το 2004. Σε καμία σοβαρή χώρα δεν είναι το λύκειο υποχρεωτική εκπαίδευση. Διότι τότε θα καταλήξουμε να γίνει υποχρεωτική εκπαίδευση και το πανεπιστήμιο και να χάσουν το χαρακτήρα τους οι ανώτατες σχολές.
Αντίθετα, προστέθηκε στον νηπιαγωγείο ένας υποχρεωτικός χρόνος και θα μπορούσε στο μέλλον να προστεθεί και άλλος ένας. Η Φιλανδία που κατάφερε από μια φτωχή αγροτική χώρα το 1990 να κάνει θαύματα στην ανάπτυξη και την τεχνολογία, παρά τα προβλήματα που είχε ενδιαμέσως-γιατί όλα τα συστήματα, ακμάζουν και παρακμάζουν-εξέτασε με ένα πολύ εκτενή διάλογο, το αν έπρεπε να πάνε πιο πάνω την υποχρεωτική εκπαίδευση και κατέληξαν πως όχι.
Αυτό που πρέπει να εξασφαλίσουμε είναι η αυτονομία του Λυκείου. Η εξάρτηση του Λυκείου από τις εξετάσεις για τις ανώτατες σχολές οδηγεί τα παιδιά σε καινούργιο κύκλο παπαγαλίας, σε απόρριψη αυτών που δεν είναι εξεταζόμενα μαθήματα και σε αποχή από το σχολείο, από το Μάρτιο και μετά. Αυτό είναι πάρα πολύ κακό όπως αντιλαμβάνεστε πόσο μάλλον που πρέπει να δώσουμε έμφαση και στην τεχνολογική εκπαίδευση στο επίπεδο του Λυκείου και σε κύκλους μαθητείας.
Το 2006 έγινε μια επένδυση 42.000.000 σε νέα εργαστήρια στα τεχνολογικά Λύκεια. Απολύτως σύγχρονα και μια αλλαγή του νόμου. Και ο νόμος κακόπεσε μετά και δεν ξέρω σε ποια κατάσταση βρίσκεται αυτή τη στιγμή η τεχνολογική εκπαίδευση, έχω όμως την υποψία ότι στην προσπάθεια μείωσης στο πλαίσιο του Μνημονίου, το Υπουργείο τότε έβαλε χέρι στην τεχνολογική εκπαίδευση. Με αποτέλεσμα να καταργηθούν πολλά μαθήματα. Τότε, είχα ερωτηθεί από κάποιον παράγοντα του Υπουργείου, για ποιο λόγο βάλαμε τόσα ελληνικά στο τεχνολογικό λύκειο, αφού αυτοί θα κάνουν κάποια χειρωνακτική δουλειά, θα βιδώνουν βίδες ή κάτι άλλο. Βέβαια, καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με τέτοια αντίληψη και είπα ότι η γνώμη μου είναι και στο τεχνολογικό λύκειο να υπάρχει επαρκώς η γλώσσα και τα μαθήματα αυτά, πόσο μάλλον που οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν παραμεριστεί διεθνώς, λόγω της ταχύτητας της τεχνολογίας, και είναι υποχρέωση του ελληνικού κράτους να μην τις αφήσει να πέσουν κάτω. Σας τα λέει αυτά ένας άνθρωπος που είναι των θετικών επιστημών και εκτιμά τις θετικές επιστήμες για τη σημερινή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Στο Λύκειο λοιπόν, υπάρχει νόμος από την εποχή του Γιώργου Παπανδρέου, όπου περιγράφεται δυνατότητα να υπάρχει ένα μπακαλορεά στο δημόσιο Λύκειο και όπως από τα ιδιωτικά σχολεία πηγαίνουν και σε ξένα πανεπιστήμια που αναγνωρίζεται το διεθνές μπακαλορεά, να μπορούν και από τα δημόσια. Δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί και θα είναι πολύ δύσκολο και στο μέλλον. Ίσως πιλοτικά να πρέπει να γίνει μια προσπάθεια σε αυτό, γιατί εκεί χρειάζεται επιλογή των εκπαιδευτών, δηλαδή, χρειάζεται να γίνουν πράγματα που δεν είναι μέσα στα πλαίσια του γενικευμένου νόμου για το πώς προσλαμβάνεται και εκπαιδεύεται το προσωπικό κ.λπ.. Είναι όμως ένα θέμα, το οποίο, πρέπει να το δούμε στο μέλλον.
Ένα μεγάλο μέρος των νόμων για την εκπαίδευση είναι του 1932, επί Βενιζέλου, Όπως, για παράδειγμα, τα ξένα σχολεία όπου ακόμα υπάρχει απαγόρευση τα παιδιά των Ελλήνων να μην φοιτούν σε ξένα σχολεία. Την εποχή εκείνη, όταν έγινε ο νόμος τα ιδιωτικά ελληνικά σχολεία διαμαρτυρήθηκαν φοβούμενα ότι όλα τα παιδιά θα πάνε σε ξένο σχολείο και έτσι, απέμεινε αυτό μόνο για τους διπλωμάτες, αυτούς που ήταν στο εξωτερικό κ.λπ.. Υποθέτω ότι κανένας σοβαρός Υπουργός δεν αρνήθηκε σε κανένα Ελληνόπουλο να πάει σε ξένο σχολείο. Το που θα πάει το κάθε παιδί δεν είναι λογαριασμός του Υπουργείου, είναι λογαριασμός της οικογένειας, είναι ένα από αυτά που θέλουν αλλαγή. Είχε γίνει μια προετοιμασία στο Υπουργείο για το πώς θα λειτουργούν τα ξένα σχολεία και ορισμένες αλλαγές για τα ιδιωτικά σχολεία.
Οι εξετάσεις στο πανεπιστήμιο θεωρούνταν μεταρρύθμιση πολλές φορές στο παρελθόν. Μπήκαν επί Γεράσιμου Αρσένη 14 μαθήματα, έγιναν 9 μαθήματα και εγώ, θα τα έκανα 6 ευθύς αμέσως, γιατί νομίζω ότι τα μαθήματα αυτά ήταν πολλά. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει ακόμα και με το σημερινό σύστημα εξετάσεων, είναι ότι κάποια μαθήματα θα μπορούσαν να εξεταστούν με multiplechoicesystem. Για παράδειγμα, εφαρμόσαμε αυτό το σύστημα στο νέο ΔΙΚΑΤΣΑ και σας θυμίζω ότι το αλλάξαμε και έγινε ΔΟΑΤΑΠ, όπως άλλαξε και η διοίκηση, όλοι οι υπάλληλοι και το κτίριο, με συμφωνία όλων των πτερύγων της Βουλής και οι εξετάσεις στην ιατρική, παρά την αντίδραση των ιατρικών σχολών, έγιναν με multiplechoice, τα αποτελέσματα έβγαιναν σε σαράντα λεπτά και δεν είχαμε το φαινόμενο να πληρώνει κάποιος εκατομμύρια για να έρθει από το εξωτερικό και να πάρει το αντίκρισμα του πτυχίου.
Οι μετεγγραφές του εξωτερικού είχαν καταργηθεί ήδη, κάτω από το βάρος των σκανδάλων του ΔΙΚΑΤΣΑ και αυτό πρέπει να παραμείνει ακόμη, εκτός αν προέρχονται οι φοιτητές από πανεπιστήμια που είναι πραγματικά ισότιμα και καλύτερα από τα ελληνικά πανεπιστήμια και αυτό, μπορείτε να εξετάσετε.
Τώρα, ας πάμε στα πανεπιστήμια. Ο νόμος και η μεταρρύθμιση που έγινε το 2007 αποσκοπούσε: Πρώτον, στη διεθνοποίηση των πανεπιστημίων. Δεύτερον, στην ποιοτική αναβάθμιση του επιπέδου τους, διότι με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές της Λισαβόνας 2000 – 2010, άν το 2010 δεν είχαμε προσαρμοστεί στον ανώτατο ευρωπαϊκό χώρο εκπαίδευσης, τότε τα ελληνικά πτυχία θα κινδύνευαν από μη αναγνώριση. Γι’ αυτό και το 2005 έγινε ο νόμος για την ποιότητα στην εκπαίδευση, το συμπλήρωμα διπλώματος, δηλαδή, η αξιολόγηση των πανεπιστημίων και βέβαια, ευθύς αμέσως, μόλις η εσωτερική αξιολόγηση προχώρησε και δημιουργήθηκε η ΑΔΙΠ άρχισαν ελληνικά πανεπιστήμια να είναι στα πρώτα 500 στο διεθνές ranking που υπήρχε.
Οι αλλαγές που έγιναν τότε ήταν κυρίως η καθολική ψηφοφορία των φοιτητών, ο απεγκλωβισμός τους από τις νεολαίες των κομμάτων, η υποχρεωτική δημιουργία συλλόγων φοιτητών, η εκπροσώπηση με έναν φοιτητή και συνεχώς τον ίδιο επί ένα έτος στις διάφορες γενικές συνελεύσεις και βέβαια, η μεταφορά όλων των επιστημονικών αρμοδιοτήτων στην συνέλευση ειδικής σύνθεσης, στην οποία υπήρχε μόνο ένας φοιτητής εκπρόσωπος. Αυτό που παρέμεινε ήταν η ψηφοφορία με τους πρυτάνεις, που εν συνεχεία καταργήθηκε. Όμως, τα πανεπιστήμια δεν έκαναν τα βήματα που έπρεπε. Για παράδειγμα, για να τους διευκολύνουμε τότε φτιάξαμε ένα πρότυπο εσωτερικό κανονισμό και σήμερα, το ΕΚΠΑ δεν έχει εσωτερικό κανονισμό και αυτά έγιναν το 2007. Στείλαμε τον κανονισμό με σκοπό να τον προσαρμόσουν στα δικά τους, τους διευκολύναμε απολύτως.
Δεύτερον, για τον Γενικό Γραμματέα των Πανεπιστημίων, που στην ουσία ήταν μάνατζερ, έπρεπε να γίνει ελεύθερος διαγωνισμός. Αντί να γίνει αυτό, τα πανεπιστήμια ξαναπήραν τους ίδιους και μάλιστα, υπό το βάρος των σκανδάλων που πήγαν στα δικαστήρια για το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ένα πράγμα βλέπω, το οποίο, είναι θέμα ουσίας και βεβαίως, οι τετραετείς προγραμματισμοί που έγιναν και που υπεγράφησαν από το κάθε πανεπιστήμιο με τον Υπουργό Παιδείας και τον Υπουργό Οικονομικών, όπου προβλεπόταν πόσους θα πάρουν στην τετραετία, πόσους φοιτητές θα πάρουν χωρίς καμία παρέκκλιση και επομένως έδινε την ανεξαρτησία και αυτονομία στα πανεπιστήμια.
Η ουσία της ιστορίας είναι ότι δεν αφήνεται κανένας νόμος να λειτουργήσει για επαρκές διάστημα για να δούμε τα προβλήματα του, τα ελαττώματά του και αν φταίει ο νόμος ή φταίνε αυτοί που δεν τον εφαρμόζουν ή δεν τον εφαρμόζουν σωστά. Γι’ αυτό και πρέπει να δούμε με προσοχή τι έχει γίνει μέχρι σήμερα, με την αίσθηση ότι υπάρχει συνέχεια στο κράτος. Δεύτερον, με την αίσθηση ότι για να γίνει πραγματική αξιολόγηση του έργου που έχει παραχθεί και κυρίως, να δούμε εάν τα οικονομικά μέσα και τα κοινωνικά που διατέθηκαν έχουν πραγματικό αντίκρισμα επί της ουσίας, δηλαδή, κοινωνική αποτελεσματικότητα, θα πρέπει επί επαρκή χρόνο να λειτουργήσουν οι νόμοι. Ούτε ο νόμος που έφτιαξα εγώ, λειτούργησε επί επαρκή χρόνο, ούτε ο επόμενος που έγινε φαίνεται ότι λειτούργησε επί επαρκή χρόνο.
Για αυτό και ανεξάρτητα από τι θα ειπωθεί εδώ πρέπει να ξαναδείτε τι μπορεί να λειτουργήσει και να συνάδει, πως μπορούν τα πανεπιστήμιά μας να μην ξεχωρίζουν με τρόπο αρνητικό από άλλα πανεπιστήμια της Ευρώπης και βέβαια να υπάρξουν οι διαδικασίες ώστε να σταματήσει η προσπάθεια που γίνεται, πολύ συχνά, μέσα στα πανεπιστήμια για λόγους συμφερόντων, της μετατροπής των τμημάτων, της προκήρυξης των θέσεων με βάση τον τίτλο συγκεκριμένων προσώπων και άλλα τέτοια φαινόμενα, τα οποία εμένα μου έτρωγαν πολύ χρόνο, γιατί αναγκαζόμουν να τα παρακολουθώ ένα-ένα για να μην γελοιοποιηθούμε. Σας λέω μόνο ότι τμήμα μου είχε στείλει πρόταση να αλλάξει ο τίτλος του σε τίτλο τμήματος πανεπιστημίου.
Επίσης, τα πανεπιστήμια διαμαρτύρονται ότι δεν έχουν αυτονομία. Δεν είναι αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι δεν τη θέλουν την αυτονομία εκεί που δεν συμφέρει. Για παράδειγμα όταν το νομικό συμβούλιο των πανεπιστημίων έλεγε ότι η τάδε εκλογή είναι παράνομη, ποτέ δεν το έστελναν πίσω στο τμήμα, γιατί ήταν παράνομη η εκλογή, αλλά στο υπουργείο. Εν συνεχεία διαμαρτύρονταν ότι παρεμβαίνει το υπουργείο. Λοιπόν αυτονομία αλλά και ευθύνη. Όχι συλλογική ευθύνη, αλλά ατομική ευθύνη.
Εν κατακλείδι κύριε Πρόεδρε τα πανεπιστήμια και η ανώτατη εκπαίδευση είναι χώροι εκπαίδευσης και έρευνας και επιστήμης, δεν είναι χώροι για κουβέντα ή για σαχλαμάρα, όπως πολλές φορές λένε ορισμένοι. Επομένως, η επιστήμη και η έρευνα είναι σαφώς ιεραρχημένη, έχει αυστηρότατους κανόνες, διαφορετικά δεν πρόκειται να παράξει έργο. Φυσικά η είσοδος των παιδιών στα πανεπιστήμια είναι επιλεκτική κ. Πρόεδρε, δεν είναι για όλους. Δεν υπάρχει μαζική είσοδος στα πανεπιστήμια κατά την προσωπική μου γνώμη. Σας ευχαριστώ πολύ.
Το υπόμνημα Αρσένη σε μορφή doc
Το υπόμνημα Διαμαντοπούλου σε μορφή pdf
Το υπόμνημα Αρβανιτόπουλου σε μορφή pdf