Συμπληρώθηκαν οκτώ χρόνια πορείας του ιστολογίου μας. Δεν είναι η ώρα του απολογισμού γιατί βρισκόμαστε εν μέσω της σφοδρότερης ίσως επίθεσης που δέχεται το μάθημα των Θρησκευτικών. Όταν ξεκινήσαμε το 2008 το μείζον ζήτημα ήταν οι απαλλαγές από το μάθημα με τις γνωστές πλέον εγκυκλίους Στυλιανίδη που άνοιγαν το δρόμο για απαλλαγή σε πολλούς μαθητές. Σήμερα βρίσκεται σε κίνδυνο το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, η ίδια η υπόστασή του.
Η πρώτη ανάρτηση του ιστολογίου μας κατά την πρώτη ημέρα λειτουργίας του (26.09.2008) ήταν ένα άρθρο του μακαριστού πλέον καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Ιωάννη Κορναράκη (εκοιμήθη στις 12 Ιουλίου 2013). Επαναδημοσιεύουμε το άρθρο εκείνο γιατί δυστυχώς όσα ο αείμνηστος καθηγητής σημείωνε τότε, δείχνουν να επαληθεύονται σήμερα.
Η κορυφή του παγόβουνου
του Ιωάννη Κορναράκη,
Ομοτίμου, Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών
Τo μάθημα των θρησκευτικών στην δημόσια παιδεία μεταποιήθηκε, τον τελευταίο καιρό, σε «αποδιοπομπαίο τράγο», στην κεφαλή του οποίου οι εχθροί της Εκκλησίας επιθέτουν, αυθαιρέτως και αναρμοδίως, τις αμαρτίες της και ζητούν – σύμφωνα με το «λευϊτικό» της αποστασίας – την αποπομπή του έξω της παρεμβολής της δημόσιας παιδείας. Και τούτο, προκειμένου να εξαφανισθεί το μάθημα αυτό, να καταστραφεί, κατά το υπόδειγμα του παλαιοδιαθηκικού λευϊτικού για να ικανοποιήσουν, με τον τρόπον αυτόν, την επιθυμία τους να πολεμήσουν την έμμεση παρουσία τής Εκκλησίας μέσα στον κόσμο, με την ολοτελή κατάργηση του μαθήματος αυτού!
Μια τέτοια κατάργηση, την έχουν ανάγκη οι εχθροί τής Εκκλησίας, για να κατασιγάσουν τις ασυνείδητες ένοχες τους, επειδή είναι έξω από την Εκκλησία, υπαρξιακώς απροσδιόριστοι και, άρα, ανασφαλείς!
Οπωσδήποτε όμως, ο πόλεμος κατά του μαθήματος των θρησκευτικών είναι δείγμα τής συνεχιζόμενης, από μακρού, πνευματικής κρίσεως στους κόλπους του επισκοπικού σώματος τής Εκκλησίας, και αυτό ακριβώς το γεγονός αντανακλάται στον πόλεμον αυτόν.
Η προηγηθείσα χριστοδουλική αρχιεπισκοπία «έβγαλε την Εκκλησία στον κόσμο»! Εκκοσμίκευσε την λυτρωτική της αποστολή, «μπήκε» στα εγκόσμια δρώμενα με απαιτήσεις αποκτήσεως προσωπικής κοινωνικής αναγνωρίσεως και αίγλης, πτωχεύοντας την Εκκλησία σε δραστηριότητες χαρισματικής προσφοράς!
Με την υπερβολική ενασχόληση τής διοικήσεως τής Εκκλησίας στο πεδίο τής φιλανθρωπίας και της ιδρυματικής κοινωνικής διακονίας, παραμελήθηκε η διακονία της πνευματικής καρποφορίας και του αγιασμού των πιστών, τους οποίους η χριστοδουλική νοοτροπία συμπαρέσυρε στην αποδοχή της αντιλήψεως ότι τα έξω προέχουν των έσω. Η εξωστρέφεια προβλήθηκε ως περισσότερον συμφέρουσα από την ησυχαστική εσωστρέφεια!
Το χριστοδουλικό καθεστώς φρόντισε να περιθάλψει τον άνθρωπο —τον εγγύς και τον μακράν (σε άλλες ηπείρους)— στις υλικές του ανάγκες, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε για τον αγιασμό του. Δεν έδωσε, το καθεστώς αυτό, δείγματα «παραγωγικής» αρετής, δικαιοσύνης, ηθικότητος και αγιασμού. Αντιθέτως, με τα ποικίλα εκκλησιασιτικά σκάνδαλα και την κάθαρση πού δεν έγινε, έδωσε μηνύματα «σεβασμού» στην ηθική παρακμή!
Εξ άλλου, με τις ποικίλες χριστοδουλικές φιλοδοξίες στον χώρο των οικουμενιστικών – επιχειρησιακών εξωεκκλησιαστικών δραστηριοτήτων (ίδρυση εταιριών, προγραμματισμό κατασκευής κτηρίων), η Εκκλησία αποπροσανατολίσθηκε, επίσης, από τον βασικό της στόχο, ήτοι από την ποιμαντική διακονία για την σωτηρία τής ψυχής του ανθρώπου, ξέχασε την δίψα τής ανθρώπινης ψυχής για γνήσιο και θεοφιλές βίωμα χριστιανικής ζωής μέσα στο σώμα της Εκκλησίας.
Οι εχθροί τής Εκκλησίας δεν είδαν με καλό μάτι την «προπέτεια» της Εκκλησίας να μεταποιηθεί σε κοινωνικό παράγοντα περιωπής. Η επιθετικότητα τους, σήμερα, κατά του μαθήματος των θρησκευτικών, είναι αντίδρασις κατά της έμμεσης παρουσίας τής Εκκλησίας στον κοινωνικό χώρο τής δημόσιας παιδείας, με δυνατότητα λόγου κατηχητικού και διδακτικού των αρχών τής χριστιανικής πίστεως. Γι’ αυτό και αξιώνουν την μετατροπή του μαθήματος αυτού σε διδασκαλία των θρησκειών της γης, στο πνεύμα μιας παγκοσμιοποιημένης πανθρησκείας.
Αλλά και στον αντίλογο επισκοπικών αντιστάσεων κατά τής καταργήσεως του μαθήματος των θρησκευτικών, τα επιχειρήματα των ταγών της Εκκλησίας είναι και αυτά δείγματα της πνευματικής κρίσεως της επισκοπικής εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας.
Το συνεχώς προτασσόμενο, δήθεν ισχυρό, επιχείρημα υπέρ της διατηρήσεως του μαθήματος, είναι η συνταγματική του κατοχύρωσις. Γεγονός το οποίο δείχνει ότι, η διοίκησις της Εκκλησίας στηρίζει -αλλά και εξαρτά- την ποιμαντική της διακονία από πολιτειακά ερείσματα! Δεν διαθέτει η Ίδια το κύρος του επισκοπικού ή συνοδικού λόγου. Γι’ αυτό και προσπαθεί να επιστρατεύσει εγκόσμια επιχειρήματα για την προστασία του μαθήματος των θρησκευτικών, όπως ακριβώς κάνει ιεράρχης στον ημερήσιο τύπο, γράφοντας: «Η θρησκεία, στην οποίαν αναφέρεται το μάθημα των θρησκευτικών, είναι ευρύτερη (;) του όρου Εκκλησία και με αυτή την έννοια δεν μπορώ να διανοηθώ, πώς μπορεί κανείς, που ζει στη σύγχρονη εποχή, να μη ενδιαφέρεται για το θέμα από πλευράς εγκυκλοπαιδικής»(!) Εγκυκλοπαιδικό, λοιπόν, επισκοπικό επιχείρημα, πού δικαιώνει την άποψη του θρησκειολογικού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών!
Πάντως, ο πόλεμος κατά τής Εκκλησίας, μέσω του θρησκευτικού μαθήματος, αποτελεί ισχυρό μήνυμα προς τους ταγούς της για σοβαρή και υπεύθυνη αποτίμηση του προβλήματος τής παρουσίας τής Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Το θρησκευτικό μάθημα και η αμφισβητούμενη χρησιμότητα του στον χώρο τής παιδείας είναι η κορυφή του παγόβουνου της κρίσεως της επισκοπικής αυτοσυνειδησίας. Μια ζωντανή Εκκλησία, με ποιμένες φωτισμένους και αγιασμένους, δεν αφήνει περιθώρια προσβολής της ποιμαντικής της διακονίας και της αποτελεσματικότητος του λυτρωτικού της έργου.
Αυτή η ζωντανή Εκκλησία – δηλαδή, οι ταγοί της, με ακτινοβολία χαρισματικής προσφοράς στον σύγχρονο κόσμο – δεν θα είχε ανάγκη να καταφεύγει στο Σύνταγμα ή στο επιχείρημα τής εγκυκλοπαιδικής αξίας του μαθήματος των θρησκευτικών. Για να στηρίξει, σήμερα, η Εκκλησία το θρησκευτικό μάθημα, επικαλείται την πτώχεια τής λυτρωτικής της παρουσίας στον κόσμο, χωρίς να το αντιλαμβάνεται! Τα ξύλινα επιχειρήματά την προδίδουν!