Εγκύκλιος αξιολόγησης μαθητών: Όλοι οι συνδικαλιστικοί φορείς των Εκπαιδευτικών, όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης αλλά και εκπρόσωποι πλήθους κοινωνικών φορέων βρέθηκαν σταθερά απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές, αναφέρει η ΟΙΕΛΕ σε ανακοίνωση της.
Για μια ακόμη φορά η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δείχνει τραγικά αποκομμένη από το χώρο της Παιδείας, από τις ανάγκες του, από τους ανθρώπους που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, γονείς, μαθητές και δασκάλους. Με την 167603/ΓΔ4 της 9/12/2020 εγκύκλιο που καθορίζει τις υποχρεώσεις των Εκπαιδευτικών σχετικά με την αξιολόγηση των μαθητών/τριών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για το Α΄ τετράμηνο του σχολικού έτους 2020-21, γίνεται φανερό ότι η κ. Κεραμέως και συνολικά η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας με αλαζονεία και αυταρέσκεια συνεχίζουν τον ολισθηρό κατήφορο διάλυσης της εκπαίδευσης.
Η εγκύκλιος έρχεται ένα και πλέον μήνα μετά το κλείσιμο των σχολείων λόγω της πανδημίας. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που οι αποφάσεις της ομάδας που ηγείται του Υπουργείου Παιδείας προκαλούν το δημόσιο αίσθημα. Τον Απρίλιο του 2020, μόνη και απομονωμένη, η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε το πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία όπου, μεταξύ άλλων, θεσπίστηκε η αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων για την προαγωγή και την απόλυση των μαθητών καθώς και η αύξηση του αριθμού των μαθητών κατά 20% ανά τάξη.
Το καλοκαίρι έσπευσε να χαρίσει στους σχολάρχες ένα νομοθετικό πλαίσιο πλήρους μετατροπής του αγαθού της Παιδείας σε προϊόν προς πώληση. Στα αιτήματα όλης της Κοινωνίας να φροντίσει από το καλοκαίρι να οχυρώσει τα σχολεία, εν όψει του «δεύτερου κύματος» της πανδημίας, κώφευσε προκλητικά.
Έτσι δεν φρόντισε για την αύξηση των σχολικών αιθουσών, δεν φρόντισε για την μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, δεν φρόντισε για την ενίσχυση του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου, δεν φρόντισε για την προμήθεια του απαραίτητου εξοπλισμού προς όλα τα σχολεία και όλους τους μαθητές της Χώρας, δεν φρόντισε για τον δωρεάν και τακτικό έλεγχο μαθητών και εκπαιδευτικών για τον COVID-19.
Ακόμα και η εξαγγελία περί «δωρεάν χορήγησης προστατευτικών μασκών σε όλους τους μαθητές» κατέληξε ένα πικρό ανέκδοτο, όπως γνωρίζει όλη η Ελληνική Κοινωνία. Πριν από ένα μήνα εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση εναντίον του εκπαιδευτικού κινήματος επιβάλλοντας αυθαίρετα διαδικασία ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στην εκλογή των αιρετών εκπροσώπων των δασκάλων και των καθηγητών.
Η δογματική επιμονή της κ. Κεραμέως την οδήγησε σε συντριπτική πολιτική ήττα, καθώς στο άτυπο δημοψήφισμα που επιχείρησε, εισέπραξε το μεγαλοπρεπές 92% της αποχής των εκπαιδευτικών! Τώρα, εν μέσω της δεύτερη καραντίνας, η Κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο για την τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση που σε διατάξεις του κρύβονται «δώρα» στην δήθεν υγιή επιχειρηματικότητα, με πιο προκλητική αυτή την καθιέρωσης της δωρεάν παιδικής εργασίας μέσω της χωρίς όρους και όρια μεταγυμνασιακής μαθητείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι μέχρι τώρα αποφάσεις του Υπουργείου, που αναφέρθηκαν, βρήκαν την Κυβέρνηση απολύτως απομονωμένη. Όλοι οι συνδικαλιστικοί φορείς των Εκπαιδευτικών, όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης αλλά και εκπρόσωποι πλήθους κοινωνικών φορέων βρέθηκαν σταθερά απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές.
Σε αυτό το αλλοπρόσαλλο περιβάλλον και υπό συνθήκες πλήρους αποδιοργάνωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, το Υπουργείο Παιδείας αποδεικνύει την εμμονική προσήλωσή του στον τύπο της επίπλαστης «Αριστείας».
Η εγκύκλιος για την αξιολόγηση των μαθητριών/των κατά το Α΄ τετράμηνο του 2020 – 21 αποδεικνύει περίτρανα πόσο μακριά βρίσκεται τόσο από την σημερινή δύσκολη σχολική πραγματικότητα όσο και από τα πορίσματα της εκπαιδευτικής έρευνας και αναζήτησης σε θέματα αξιολόγησης των μαθητών.
Η Κυβέρνηση και ειδικά το Υπουργείο Παιδείας όφειλε να διατηρήσει ενεργό την επικοινωνία με όλους τους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας, ώστε να ενημερωθεί για την πραγματικότητα, που είναι πολύ διαφορετική από αυτή που έχει στο μυαλό ή της εμφανίζουν άσχετα με την Εκπαίδευση στελέχη, όπως είναι η ηγεσία του ΙΕΠ.
Αν το Υπουργείο επιθυμούσε να νομοθετήσει με γνώμονα το συμφέρον της Παιδείας και της κοινωνίας, θα ενημερωνόταν για τις τάσεις της Σύγχρονης Εκπαίδευσης.
Θα μάθαινε, λοιπόν, ότι η θητεία κάθε μαθήτριας και κάθε μαθητή στο σχολείο αποσκοπεί σε πολλούς και ποικίλους στόχους. Το σχολείο είναι ο πρώτος οργανωμένος θεσμός της Κοινωνίας που συναντά στην ζωή του ένα παιδί, και δαπανά εκεί 12 χρόνια! Χρόνια πολύτιμα, χρόνια που χτίζονται τα θεμέλια της προσωπικότητας του, της κοινωνικοποίησης του, της διαμόρφωσης της δημοκρατικής του συγκρότησης αλλά και ανίχνευσης του εαυτού του, ανακάλυψης και καλλιέργειας των δεξιοτήτων του.
Θα μάθαινε ότι στην κατάσταση της απομόνωσης, που βιώνουν τα παιδιά, μακριά από το σχολικό περιβάλλον, ξεκομμένα από τους συμμαθητές και τους δασκάλους τους, ακολουθώντας μία «προσομοίωση» διδακτικής και μαθησιακής καθημερινότητας, ένα σοβαρό Υπουργείο Παιδείας και μία στοιχειωδώς σοβαρή και υπεύθυνη Υπουργός όφειλε να θέσει άλλες προτεραιότητες.
Αν, μάλιστα, αναλογιστούμε ότι ένα περίπου 40% των μαθητών ακολουθούν περιορισμένο πρόγραμμα διαδικτυακών μαθημάτων, κάτι για το οποίο η Κυβέρνηση έχει τεράστιες ευθύνες, τότε η ανάγκη προσεκτικής και παιδαγωγικά ορθής προσέγγισης είναι επιβεβλημένη. Το λιγότερο που μπορούμε να καταλογίσουμε στο Υπουργείο Παιδείας και στην κ. Κεραμέως προσωπικά, είναι ότι δεν έχει την δυνατότητα να αντιληφθεί:
Την αδυναμία προγραμματισμού τριών ωριαίων ανά εβδομάδα, βάσει νόμου, αφού τα μαθήματα είναι περισσότερα και το χρονικό διάστημα μικρό,
Και τον παιδαγωγικό αντίκτυπο από τον επιχειρούμενο «καταιγισμό» ολιγόλεπτων διαγωνισμάτων που θα προστεθούν στα ωριαία.
Οι επιλογές της Κας Κεραμέως αποδεικνύουν για μία ακόμα φορά την «εξ αποστάσεως» σχέση της Υπουργού και των συμβούλων της με την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Η πολιτική της χαρακτηρίζεται από προχειρότητα, έλλειψη προγραμματισμού και αυταρχισμό.
Η πολιτική του Υπουργείου να αποφασίζει δίχως διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα, ώστε να αντιμετωπιστούν με τον καλύτερο τρόπο οι συνέπειες της πανδημίας στην εκπαιδευτική διαδικασία, δεν εντυπωσιάζει πλέον. Όμως η έλλειψη παιδαγωγικής ευαισθησίας και η ανυπαρξία επαφής με την εκπαιδευτική πραγματικότητα αφορά όλη την Ελληνική Κοινωνία και δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη.
Θεωρούμε ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας φέρει ακέραια την ευθύνη για:
Την κατάργηση της ισονομίας μεταξύ των μαθητών και την πρόκληση εκπαιδευτικών ανισοτήτων.
Την αδυναμία ελέγχου της εκπαιδευτικής διαδικασίας από τον διδάσκοντα λόγω επίκλησης τεχνικών ή άλλων ζητημάτων.
Την αντιπαιδαγωγική και απάνθρωπη συσσώρευση όγκου διαγωνισμάτων στο μικρό χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη του τετραμήνου.
Την αναξιοπιστία της διαδικασίας εξέτασης, αφού οι απαντήσεις είναι πιθανόν να υπαγορεύονται με πολλούς τρόπους από «ενδιαφερόμενους» εντός και εκτός της οικίας του μαθητή.
Την ανυπαρξία προετοιμασίας το καλοκαίρι και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών.
Τις ανυπολόγιστες οι συνέπειες για την ψυχική και σωματική υγεία των μαθητών από την πολύωρη έκθεσή τους στην οθόνη του υπολογιστή.
Δυστυχώς η κ. Κεραμέως et al για άλλη μία φορά επιλέγουν να υπηρετήσουν την επικοινωνιακή πομφόλυγα του «όλα βαίνουν καλώς». Αφού το προεκλογικό αφήγημά τους «περί Αριστείας» έχει καταρρεύσει, με πάρα πολλές αποδείξεις, περιορίζονται στην ανάγκη του ψεύτικου επικοινωνιακού κουρνιαχτού.
Είναι φανερό ότι η κ. Κεραμέως δεν μπορεί να πείσει πια καμία και κανένα. Σαφώς απομονωμένη από τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς αλλά και από όλη την Κοινωνία, ας συνεχίζει την «παραγωγή φιρμανιών» που κανείς δεν θα υλοποιήσει. Αυτή είναι η απάντησή μας στην υπουργική εγκύκλιο, που είναι ανεφάρμοστη και έχει μηδαμινή σχέση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Καλούμε το Υπουργείο Παιδείας και την κ. Κεραμέως αν θέλουν να προσφέρουν, έστω και κάτι λίγο, στην Ελληνική Εκπαίδευση να ανοίξουν άμεσα ειλικρινή διάλογο με τους φορείς του σχολείου για θέματα διδασκαλίας, προγραμμάτων και περιεχομένου σπουδών και αξιολόγησης.
Εμείς, οι Ιδιωτικοί Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί, είμαστε έτοιμοι οποιαδήποτε στιγμή.