Όπως γίνεται γνωστό, αυξήσεις στους μισθούς μέσα στο 2023, ζητά το διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων, σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ΣτΕ και με επιπλέον αυξήσεις που θα καλύπτουν τις απώλειες, για ανταγωνιστικά επίπεδα αποδοχών και αξιοπρεπείς συντάξεις.

Σύμφωνα με το ΕΘΝΟΣ, οι διδάσκοντες ζητούν επίσης αναδρομική καταβολή από το 2017 της μισθολογικής διαφοράς που αναγνωρίζει το ΣτΕ αλλά και γενναία αύξηση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων ώστε να καλύπτονται πλήρως οι λειτουργικές ανάγκες τους και να ενισχυθεί η υλικοτεχνική τους υποδομή και η έρευνα.

Όπως αναφέρει η ΠΟΣΔΕΠ (Ομοσπονδία πανεπιστημιακών) η κυβέρνηση επί τέσσερις μήνες κωλυσιεργεί και δεν προχωρά στην αποκατάσταση των αποδοχών των μελών ΔΕΠ, τουλάχιστον στα επίπεδα προ των περικοπών του 2012, μετά την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (1911/2022), το οποίο έκρινε και πάλι ότι και το νέο μισθολόγιο των πανεπιστημιακών, που ισχύει από το 2017, εξακολουθεί να είναι αναντίστοιχο με το δημόσιο λειτούργημά τους. Όπως αναφέρουν οι πανεπιστημιακοί στον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους δεν συμπεριλαμβάνεται η συμμόρφωση με την απόφαση του ΣτΕ, με αυξήσεις στο πανεπιστημιακό μισθολόγιο και με κονδύλια για τις διαφορές που επιδικάζονται σε όσους είχαν προσφύγει και βαρύνουν τους προϋπολογισμούς των ιδρυμάτων.Δεν καλύπτονται ούτε κατ’ ελάχιστο οι απώλειες που έχουμε υποστεί τα τελευταία 15 χρόνια. Οι προεκλογικές εξαγγελίες για νέο μισθολόγιο του δημοσίου από το 2024 και οι διαρροές περί βελτίωσης του μισθολογίου μας, δεν εγγυώνται τίποτε, ούτε μας εφησυχάζουν.
Τα αιτήματα των πανεπιστημιακών

Η επαναφορά των αποδοχών στα επίπεδα προ του Αυγούστου 2012 είναι μόνο το πρώτο βήμα για αξιοπρεπείς αποδοχές, σε σύγκριση με τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς οι πανεπιστημιακοί δεν πήραν αυξήσεις ανάλογες με των άλλων ειδικών μισθολογίων το 2008-9 (από 25 έως 100%), ενώ υπέστησαν όλες τις μετέπειτα περικοπές. Η δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση βάλλεται και υποβαθμίζεται διαρκώς, όχι μόνο εξαιτίας του απαράδεκτα χαμηλού επιπέδου μισθών και συντάξεων των πανεπιστημιακών, αλλά και από τη χρόνια υποχρηματοδότηση, από την έλλειψη προσωπικού που δεν αναπληρώνεται, όπως και από τη θεσμική αστάθεια, με διαδοχικές βραχύβιες αλλαγές του θεσμικού πλαισίου, χωρίς συγκλίσεις και μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Η πορεία αυτή πρέπει να αντιστραφεί και δεν υπάρχει περιθώριο για άλλη αναμονή.

Ζητάμε άμεση συνάντηση με την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών. Αποφασίζουμε: Δεκαήμερο δράσεων ενημέρωσης και προβολής των αιτημάτων μας. Διεκδικητική κινητοποίηση την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου με τη μορφή που θα αποφασίσουν οι σύλλογοι ΔΕΠ (αποχή από καθήκοντα, στάση εργασίας, απεργία). Στη συνέχεια, αναλόγως των εξελίξεων, επαναλαμβανόμενες κλιμακούμενες διεκδικητικές κινητοποιήσεις, με αιτήματα:

– νέο μισθολόγιο εντός του 2023 σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ΣτΕ και με επιπλέον αυξήσεις που θα καλύπτουν τις απώλειες, για ανταγωνιστικά επίπεδα αποδοχών και αξιοπρεπείς συντάξεις

– αναδρομική καταβολή από το 2017 της μισθολογικής διαφοράς που αναγνωρίζει το ΣτΕ

– γενναία αύξηση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων ώστε να καλύπτονται πλήρως οι λειτουργικές ανάγκες τους και να ενισχυθεί η υλικοτεχνική τους υποδομή και η έρευνα

– νέες θέσεις ΔΕΠ και διοικητικού – τεχνικού – εργαστηριακού προσωπικού που θα καλύπτουν πλήρως τις αποχωρήσεις κάθε έτους και θα συμπληρώνουν τα κενά της προηγούμενης περιόδου κατά την οποία οι θέσεις ήταν μηδενικές. Η ΕΓ θα επανεξετάσει τη στάση της ανάλογα με την ανταπόκριση της κυβέρνησης.
Μια διαχρονική αδικία εις βάρος των Πανεπιστημιακών

Θέση για το θέμα των αυξήσεων πήρε και ο πρύτανης του πανεπιστημίου της Αθήνας κ. Αθανάσιος Δημόπουλος, ο οποίος τονίζει ότι: Είναι πλέον αναγκαία και εφικτή η αναπροσαρμογή του Μισθολογίου των Πανεπιστημιακών τόσο ως προς αντίστοιχες κατηγορίες Ειδικών Μισθολογίων (Δικαστικοί), όσο και ως προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των μισθών των πανεπιστημιακών. Συγκεκριμένα ο πρύτανης τονίζει: Το ανθρώπινο δυναμικό του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) υπήρξε πάντοτε και παραμένει η κρισιμότερη παράμετρος για τη λειτουργία, τη διάκριση, την εξέλιξη και την ανανέωσή του. Ήταν και είναι ο βασικός μοχλός ανάπτυξης του έργου και της προσφοράς του ως Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Αντιστοίχως, σε όλα τα Δημόσια Πανεπιστήμια το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί την κρισιμότερη και καθοριστική παράμετρο για την ανάπτυξή τους. Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι η Πολιτεία οφείλει να θέτει ως απόλυτη προτεραιότητά της τη διατήρηση και ασφαλώς την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού των πανεπιστημίων της χώρας . Τα μέλη ΔΕΠ όλων των Πανεπιστημίων, προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες, απαντώντας στις ανάγκες της κοινωνίας σε άμεση πάντα σχέση με τις ευρωπαϊκές και ευρύτερα τις διεθνείς επιστημονικές κατακτήσεις. Χαρακτηριστική είναι η σημαντική συνεισφορά του ανθρώπινου δυναμικού του ΕΚΠΑ στον χώρο της δημόσιας Υγείας, αφού η συμβολή των πανεπιστημιακών νοσοκομείων και πανεπιστημιακών κλινικών και εργαστηρίων στην καθημερινή λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας είναι κομβική, με πολλαπλά οφέλη για την κοινωνία και τη χώρα, όπως άλλωστε έγινε καθαρά αντιληπτό από όλους κατά την περίοδο της πανδημίας. Οι παραπάνω λόγοι είχαν παλαιότερα οδηγήσει στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής αντιμετώπισης, σύμφωνα με την οποία ο Καθηγητής Πανεπιστημίου θα έπρεπε να λαμβάνει μισθό αντίστοιχο εκείνου του Αρεοπαγίτη, που δυστυχώς δεν τηρήθηκε στην πορεία.

Είναι, λοιπόν, απολύτως λογικό και επιτακτικό να αποκατασταθεί αυτή η αδικία στο πλαίσιο της ορθολογικής αναδιάρθρωσης των ειδικών μισθολογίων με «κλείσιμο της ψαλίδας» που αδίκως και αλόγιστα δημιουργήθηκε. Η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ, με επανειλημμένες αποφάσεις της, μετά από σχετική εισήγησή μου ως Πρύτανη του Ιδρύματος, ζήτησε την ουσιαστική βελτίωση των αποδοχών των μελών ΔΕΠ. Οι πανεπιστημιακοί, με απόλυτη υπευθυνότητα, αποφύγαμε σε εποχές δύσκολες για την εθνική οικονομία και τη χώρα, όπως ήταν η οικονομική κρίση και η περίοδος της πανδημίας, να θέσουμε μισθολογικά ζητήματα.

Ωστόσο, φάνηκε όλα αυτά τα χρόνια η τεράστια συμβολή των Πανεπιστημιακών όχι μόνο στην εκπαίδευση και την έρευνα αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. Σύμφωνα με ειδική μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), το 2020, στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά που ευρετηριάζει η Web of Science, καταγράφονται 18.557 επιστημονικές δημοσιεύσεις από φορείς που εδρεύουν στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός είναι αυξημένος σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και αποτελεί, μάλιστα, την υψηλότερη τιμή που καταγράφηκε κατ΄ έτος σε όλη την περίοδο 2006-2020. Σημαντική αύξηση στον αριθμό των δημοσιεύσεων καταγράφεται τα δύο τελευταία έτη της παραπάνω περιόδου, 9,7% (από το 2018 στο 2019) και 10,1% (από το 2019 στο 2020).

Για το 2020, ο ρυθμός αύξησης των ελληνικών επιστημονικών δημοσιεύσεων είναι υψηλότερος του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, ενώ λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των δημοσιεύσεων σε σχέση με την εθνική δαπάνη για Ε&Α, η Ελλάδα παραμένει στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ, υποδηλώνοντας υψηλή «παραγωγικότητα» επιστημονικών δημοσιεύσεων του ελληνικού ερευνητικού συστήματος.

Eίναι σημαντικό να τονισθεί στο σημείο αυτό, ότι τα επιτεύγματα των ελληνικών Πανεπιστημίων πραγματοποιήθηκαν εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης και σε μία περίοδο κατά την οποία η μείωση του ανθρώπινου δυναμικού τους άγγιξε το 30%. Εάν η Πολιτεία επιθυμεί να συνεχίσουν τα Πανεπιστήμιά μας να διακρίνονται διεθνώς, να προσφέρουν πολύτιμο για την κοινωνία και την οικονομική ανάπτυξη έργο και να εκσυγχρονίζονται με τους ρυθμούς που απαιτούν οι καιροί, οφείλει να φροντίσει για την αποκατάσταση της επαρκούς στελέχωσης και χρηματοδότησής τους και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την επιστροφή των αναγνωρισμένων επιστημόνων που εργάζονται σε ιδρύματα της αλλοδαπής. Σήμερα, υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να άρει η Πολιτεία μια διαχρονική αδικία εις βάρος των Πανεπιστημιακών που συνεχίζουν να παράγουν έργο με σημαντική διεθνή απήχηση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025