Μετά από δεκαετίες μελετών, οι ερευνητές εξακολουθούν να προβληματίζονται για την αλήθεια σχετικά με τα υπέρ και τα κατά του διαβάσματος στο σπίτι. Στο ένα σημείο που μπορούν να συμφωνήσουν είναι ότι το ποιοτικό διάβασμα στο σπίτι, είναι σημαντικό.
Οι «μάχες» γονέων και παιδιών σχετικά με το διάβασμα στο σπίτι υφίστανται εδώ και πολλά χρόνια.
Για όσο χρονικό διάστημα τα παιδιά παραπονιούνται για το διάβασμα στο σπίτι, γονείς και εκπαιδευτικοί μεταρρυθμιστές υποστηρίζουν ότι τα οφέλη του διαβάσματος στο σπίτι είναι αμφίβολα. Από την άλλη πλευρά, πολλοί εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι το διάβασμα στο σπίτι είναι το κλειδί που θα βοηθήσει τους μαθητές να μάθουν καλύτερα. Τώρα, εφ’ όσον τα σχολεία στρέφονται προς ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα (π.χ, ολοήμερα σχολεία), οι εκπαιδευτικοί, οι διευθυντές και οι ερευνητές βλέπουν με άλλη οπτική το ζήτημα της αξίας του διαβάσματος στο σπίτι.
Αλλά όταν πρόκειται για την αποκωδικοποίηση της ερευνητικής βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα, το διάβασμα στο σπίτι είναι ακόμη ένα κλειστό βιβλίο.
Ο κανόνας των 10 λεπτών
Το διάβασμα στο σπίτι φαίνεται, με πολλούς τρόπους, σαν μια κοινή λογική. Αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο στο σπίτι εξασκούμενοι στον πολλαπλασιασμό ή στο αγγλικό λεξιλόγιο, βοηθά τα παιδιά για να γίνουν καλύτερα στα μαθηματικά ή τα αγγλικά. Αλλά μπορεί να μην είναι τόσο απλό.
«Το διάβασμα στο σπίτι μπορεί να έχει πράγματι ακαδημαϊκά οφέλη, όπως η αυξημένη κατανόηση και η διατήρηση του υλικού εκμάθησης», λέει ο κοινωνικός ψυχολόγος Harris Cooper από το Πανεπιστήμιο Duke, ένας από τους κορυφαίους ερευνητές του διαβάσματος στο σπίτι. Όμως δεν είναι ωφέλιμο για όλους τους μαθητές. Σε μια ανασκόπηση των μελετών που δημοσιεύτηκαν από το 1987 ως το 2003, ο Cooper και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι το διάβασμα στο σπίτι ήταν συνδεδεμένο με την καλύτερη βαθμολογία στο λύκειο και, σε μικρότερο βαθμό, στο γυμνάσιο. Ωστόσο, βρήκαν αμυδρές μόνο ενδείξεις ότι το διάβασμα στο σπίτι παρείχε εκπαιδευτικό όφελος στο δημοτικό σχολείο.
Αλλά από την άλλη, τα αποτελέσματα των τεστ δεν είναι το παν. Οι υποστηρικτές του διαβάσματος στο σπίτι αναφέρουν επίσης τα μη ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να αποφέρει, όπως η ανάπτυξη της προσωπικής ευθύνης, οι καλές συνήθειες μελέτης και οι δεξιότητες διαχείρισης του χρόνου. Όμως, αδιάσειστα στοιχεία των εν λόγω δεξιοτήτων ακόμη δεν υπάρχουν. Υπάρχει μια έμφαση στην ανάθεση διαβάσματος στο σπίτι, επειδή [οι δάσκαλοι] νομίζουν ότι έχει αυτά τα θετικά αποτελέσματα για τις δεξιότητες και τις συνήθειες μελέτης. Αλλά δεν μπορεί ακόμα κανείς να πει με βεβαιότητα ότι πραγματικά υπάρχουν αυτά τα αποτελέσματα.
Ακόμα και όταν η εργασία στο σπίτι είναι χρήσιμη, υπάρχει ένα όριο στο πόσο τα παιδιά μπορούν να επωφεληθούν από τη μελέτη στο σπίτι. Ο Cooper, συμφωνεί με έναν συχνά αναφερόμενο κανόνα ότι οι μαθητές δεν πρέπει να διαβάζουν περισσότερο από 10 λεπτά τη μέρα ανά τάξη – από περίπου 10 λεπτά στην πρώτη τάξη μέχρι ένα μέγιστο όριο – περίπου δύο ώρες στο λύκειο.
Πέρα από αυτό το σημείο, τα παιδιά δεν απορροφούν πολύ χρήσιμες πληροφορίες, λέει ο Cooper. Στην πραγματικότητα, το υπερβολικό διάβασμα μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Οι ερευνητές ανέφεραν μειονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένης της πλήξης και της εξάντλησης προς το ακαδημαϊκό υλικό, λιγότερο χρόνο για την οικογένεια και τις εξωσχολικές δραστηριότητες, έλλειψη ύπνου και αυξημένο άγχος.
Σε μια πρόσφατη μελέτη Ισπανών φοιτητών, διαπιστώθηκε ότι σε μαθητές που τους είχαν ανατεθεί τακτικά εργασίες στα μαθηματικά και τη φυσική, είχαν υψηλότερη βαθμολογία στα τυποποιημένα τεστ. Αλλά όταν τα παιδιά ανέφεραν ότι είχαν περισσότερα από 90 και 100 λεπτά εργασίας στο σπίτι ανά ημέρα, οι βαθμολογίες τους μειώθηκαν (Journal of Educational Psychology, 2015).
«Η ενασχόληση με άλλα πράγματα μετά το σχολείο, σε όλες τις τάξεις, μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα», λέει ο Cooper. «Στο βαθμό που το διάβασμα στο σπίτι δεν επιτρέπει στο παιδί να κάνει άλλες δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, τότε δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του παιδιού».
Τα παιδιά όλων των ηλικιών χρειάζονται χρόνο χαλάρωσης ώστε να εξελιχθούν ομαλά
Τόσο τα μικρά όσο και τα μεγάλα παιδιά χρειάζονται ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι κάθε μέρα. Βέβαια, ο χρόνος για τη σωματική δραστηριότητα είναι σημαντικός για την υγεία των παιδιών και την ευημερία τους. Αλλά ακόμη και ο χρόνος που δαπανάται στα social media μπορεί να δώσει στους απασχολημένους εγκεφάλους των παιδιών ένα διάλειμμα.
Υποστηρίζουν όμως οι εκπαιδευτικοί τον κανόνα των 10 λεπτών;
Οι μελέτες που προσπαθούν να ποσοτικοποιήσουν το χρόνο που δαπανάται για την εργασία είναι πολλές, εν μέρει λόγω της μεγάλης ποικιλίας όσον αφορά τη μεθοδολογία.
Μια έκθεση του 2014 από το “Brookings Institution” εξέτασε το ζήτημα του διαβάσματος στο σπίτι, συγκρίνοντας τα δεδομένα από μια ποικιλία μελετών. Η έκθεση αυτή παρέθεσε τα ευρήματα από μια έρευνα του 2012 των φοιτητών κολεγίου του πρώτου έτους κατά την οποία το 38,4% ανέφερε ότι ξοδεύουν έξι ή περισσότερες ώρες ανά εβδομάδα για το διάβασμα στο σπίτι κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους στο λύκειο. Αυτό ήταν κάτω από 49,5% το 1986.
Η έκθεση αυτή διεύρυνε επίσης τα στοιχεία της έρευνας, η οποία ζήτησε από μαθητές των ηλικιών 9, 13 και 17 ετών να αναφέρουν πόσο διάβασαν στο σπίτι το προηγούμενο βράδυ. Βρήκαν ότι μεταξύ του 1984 και του 2012, υπήρξε μια μικρή αύξηση στο διάβασμα στο σπίτι για τους 9χρονους μαθητές, αλλά τα ποσοστά διαβάσματος για τους 13χρονους και τους 17χρονους μαθητές παρέμειναν περίπου τα ίδια ή μειώθηκαν ελαφρά.
Ωστόσο, άλλα στοιχεία δείχνουν ότι μερικά παιδιά μπορεί να αναλαμβάνουν πολύ περισσότερο διάβασμα στο σπίτι από ό,τι μπορούν να διαχειριστούν. Σε μία άλλη έρευνα, μελετήθηκε ο κανόναςτων 10 λεπτών ανάμεσα σε περισσότερους από 1.100 μαθητές και διαπίστωσαν ότι τα παιδιά στο δημοτικό σχολείο λάμβαναν μέχρι και τρεις φορές περισσότερο διάβασμα στο σπίτι από αυτή που συνιστάται. Όσο αυξανόταν το φορτίο του διαβάσματος, το ίδιο συνέβαινε και με το οικογενειακό στρες, διαπίστωσαν οι ερευνητές.(American Journal of Family Therapy, 2015).
Πολλοί μαθητές λυκείου, επίσης, φαίνεται να υπερέβαιναν τις συνιστώμενες ποσότητες του διαβάσματος στο σπίτι. Οι ερευνητές ρώτησαν πρόσφατα περισσότερους από 4.300 μαθητές από 10 λύκεια υψηλών επιδόσεων. Οι μαθητές ανέφεραν ότι έφερναν στο σπίτι κατά μέσο όρο λίγο παραπάνω από τρεις ώρες εργασίας κάθε βράδυ (Journal of Experiential Education, 2013).
Η θετική πλευρά ήταν ότι οι μαθητές οι οποίοι αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στο διάβασμα στο σπίτι σε αυτή τη μελέτη ανέφεραν ότιήταν περισσότερο επικεντρωμένοι στο σχολείο – για παράδειγμα, έκαναν περισσότερη προσπάθεια και έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στην τάξη. Αλλά δεν είχαν επενδύσει περισσότερο χρόνο μόνο στο διάβασμα. Ανέφεραν επίσης μεγαλύτερο ακαδημαϊκό άγχος και λιγότερο χρόνο για να ισορροπήσουν με την οικογένεια, τους φίλους και τις εξωσχολικές δραστηριότητες. Βίωσαν επίσης περισσότερα προβλήματα σωματικής υγείας, όπως πονοκεφάλους, προβλήματα στο στομάχι και στέρηση ύπνου. «Τρεις ώρες τη νύχτα είναι πάρα πολλές για διάβασμα», είπαν οι ερευνητές.
Στα σχολεία υψηλών επιδόσεων που μελέτησαν οι ερευνητές, περισσότερο από το 90% των φοιτητών πήγαν σε κολέγια. Υπάρχει συχνά έντονη πίεση για τους μαθητές να πετύχουν ακαδημαϊκά, τόσο από τους γονείς όσο και από τους συνομηλίκους. Εκτός αυτού, τα παιδιά σε αυτές τις κοινότητες είναι συχνά υπερφορτωμένα με εξωσχολικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των αθλητικών δραστηριοτήτων. «Είναι πολύ απασχολημένα», λένε οι ερευνητές. «Μερικά παιδιά απασχολούνται έως και 40 ώρες την εβδομάδα, ουσιαστικά σαν μια θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης εξωσχολικών δραστηριοτήτων». Και το διάβασμα στο σπίτι είναι ακόμα μια μεγαλύτερη δέσμευση πάνω από όλες τις άλλες.
«Το διάβασμα στο σπίτι, είναι ανέκαθεν μία πηγή άγχους για τους μαθητές, έτσι αυτό το κομμάτι της δεν είναι νέο», λένε οι ερευνητές. «Όμως ειδικά σε κοινότητες της ανώτερης μεσαίας τάξης, όπου η εστίαση είναι στην υπεροχή των άλλων, η πίεση για τους μαθητές έχει υπερβεί τα όρια».
Ωστόσο, το διάβασμα στο σπίτι μπορεί να είναι ένα πρόβλημα στο άλλο άκρο του κοινωνικοοικονομικού φάσματος. Τα παιδιά από πλουσιότερα σπίτια είναι πιο πιθανό να έχουν πόρους, όπως υπολογιστές, σύνδεση στο Internet, ειδικούς χώρους για να κάνουν τα μαθήματα και γονείς οι οποίοι τείνουν να είναι πιο μορφωμένοι και πιο διαθέσιμοι για να τους βοηθήσουν με δύσκολες εργασίες. Τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλού οικονομικού επιπέδου σπίτια είναι πιο πιθανό να εργαστούν σε θέσεις εργασίας εξωσχολικές ή να είναι στο σπίτι χωρίς επιτήρηση τα βράδια, ενώ οι γονείς τους εργάζονται σε πολλαπλές θέσεις εργασίας. Είναι λιγότερο πιθανό να έχουν υπολογιστές ή ένα ήσυχο μέρος για να κάνουν την εργασία με ησυχία.
Ποσότητα εναντίον ποιότητας
Ένα σημείο στο οποίο οι ερευνητές συμφωνούν είναι ότι, για όλους τους μαθητές το ποιοτικό διάβασμα στο σπίτι έχει σημασία. Όμως πολλοί ειδικοί σημειώνουν την έλλειψη δέσμευσης των παιδιών στο διάβασμα στο σπίτι. Στην έρευνα μόλις το 20% έως το 30% των φοιτητών δήλωσαν ότι αισθάνθηκαν ότι η εργασία τους ήταν χρήσιμη ή ουσιαστική.
«Στους μαθητές αναθέτονται πολλές πολυάσχολες εργασίες. Το ορίζουν ως κύριο στρεσογόνο παράγοντα, αλλά δεν αισθάνονται ότι υποστηρίζει τη μάθησή τους», λένε οι ερευνητές.
«Η μεγάλη ποσότητα διαβάσματος στο σπίτι δεν είναι καλή για κανέναν», συμφωνεί ο Cooper. Ακόμα, λέει ότι διαφορετικά μαθήματα απαιτούν διαφορετικά είδη εργασιών. «Μαθήματα όπως το λεξιλόγιο και η ορθογραφία μαθαίνονται μέσα από την πράξη. Άλλα είδη μαθημάτων απαιτούν περισσότερη ενσωμάτωση του υλικού και την κατάρτιση σε διαφορετικές δεξιότητες».
Όμως οι επικριτές λένε ότι αυτές οι μαθητικές γνώσεις μπορούν να αναπτυχθούν με πολλές λιγότερες ώρες εργασίας κάθε εβδομάδα. Γιατί να αναθέσεις 50 μαθηματικά προβλήματα όταν τα 10 θα είναι εξίσου εποικοδομητικά;
Η αλλαγή της κουλτούρας του διαβάσματος στο σπίτι δεν είναι εύκολη
Οι εκπαιδευόμενοι εκπαιδευτικοί λαμβάνουν λίγες οδηγίες σχετικά με το διάβασμα στο σπίτι κατά τη διάρκεια της μαθητείας τους. Και παρά κάποιους γονείς που υποστηρίζουν ότι τα παιδιά φέρνουν στο σπίτι πάρα πολύ δουλειά, πολλοί άλλοι αγχώνονται αν νομίζουν ότι το παιδί τους δεν έχει αρκετό διάβασμα. «Οι εκπαιδευτικοί νιώθουν ότι πιέζονται για να δώσουν εργασίες, επειδή οι γονείς περιμένουν να τις φέρουν τα παιδιά στο σπίτι. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, υπάρχει αυτή η ιδέα ότι το σχολείο δεν κάνει τη δουλειά του».
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των σχολείων πρέπει να θέσουν σαφείς στόχους, όταν πρόκειται για το διάβασμα στο σπίτι και οι γονείς και οι μαθητές θα πρέπει να είναι παρόντες στη συζήτηση. «Θα πρέπει να γίνει μια ευρύτερη συζήτηση, ρωτώντας ποιός είναι ο σκοπός της μελέτης στο σπίτι; Γιατί να την αναθέτουμε; Ποιον εξυπηρετεί; Ποιον δεν εξυπηρετεί;»
Μέχρι τα σχολεία και οι κοινότητες να συμφωνήσουν να δώσουν προσοχή σε αυτά τα ερωτήματα, αυτά τα σακίδια γεμάτα εργασίες για το σπίτι μάλλον θα συνεχίσουν να εμφανίζουν περισσότερα συναισθήματα παρά γεγονότα.