Οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών.
Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, τις μέρες αυτές που τα «νερά είναι αβάφτιστα», οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους.

Οργιάζει
Η λαϊκή φαντασία σχετικά με την εμφάνισή τους

Από την παραμονή των Χριστουγέννων, μέχρι τα Θεοφάνια στις 6 του Γενάρη είναι δώδεκα μέρες, γνωστές σαν Δωδεκαήμερο ή Δωδεκάμερο. Σ’ αυτό το διάστημα, ως γνωστό, γιορτάζουμε τρεις μεγάλες γιορτές που έχουν σχέση με το Χριστό: τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια ή Φώτα. Τα Χριστούγεννα για τη γέννηση του Χριστού, την Πρωτοχρονιά για την περιτομή του αλλά και την αρχή του χρόνου, και τα Θεοφάνια για τη βάφτισή του.

Επειδή από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα ο Χριστός είναι ακόμη αβάφτιστος, είναι και «τα νερά αβάφτιστα». Έτσι βρίσκουν ευκαιρία οι καλικάντζαροι ν’ αλωνίζουν τον κόσμο. Οργιάζει κυριολεκτικά η λαϊκή φαντασία σχετικά με την εμφάνισή τους: «Είναι σαν τους ανθρώπους, όμως μαύροι κι άσκημοι και πολύ ψηλοί, και φορούν σιδεροπάπουτσα», πιστεύουν μερικοί. Για άλλους είναι «μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο το σώμα». Άλλοι πάλι τους θέλουν «κουτσούς, στραβούς, μονόμματους, μονοπόδαρους και πολύ κουτούς… Η τροφή τους είναι σκουλήκια, βαθράκια, φίδια κ.ά. Μπαίνουν στα σπίτια απ’ την καπνοδόχο και κατουρούν τη φωτιά, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό». Τα ονόματα που τους έχουν δώσει είναι ποικίλα, ανάλογα με τον τόπο: λυκοκάντζαροι, καρκαντζόλοι, καψιούρηδες, καλιοντζήδες, μνημοράτοι, (π)αρωρίτες, κολοβελόνηδες, πλανητάροι, τσιλικρωτά, παγανά, είναι μερικά απ’ αυτά.

Ποιοι γίνονται καλικάντζαροι
Ο λαός πιστεύει πως καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα των Χριστουγέννων. Γιατί τότε σημαίνει πως η σύλληψή τους έγινε του Ευαγγελισμού, την ίδια μέρα με τη σύλληψη του Χριστού, πράγμα που για κάθε χριστιανό είναι αμάρτημα βαρύτατο. Για να εμποδίσουν ένα τέτοιο παιδί να γίνει καλικάντζαρος, το δένουν απ’ το χέρι της μητέρας του με μια σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσκοινο. Έτσι δεν μπορεί να φύγει μαζί τους. Ή του καίνε τα νύχια των ποδιών, γιατί καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν γίνεται.

Το δέντρο της γης
Όλο το χρόνο οι καλικάντζαροι ζουν κάτω απ’ τη γη και προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη βαστάει, είτε πελεκώντας το με τσεκούρια είτε ροκανίζοντάς το με τα μακριά και σουβλερά τους δόντια. Μα εκεί που λίγο θέλει να πέσει το δέντρο, να γκρεμιστεί μαζί του κι η γη, να σου και φτάνουν τα Χριστούγεννα. Τότε οι καλικάντζαροι ξεχύνονται στον Απάνω Κόσμο μέχρι τα Φώτα. Όταν ξαναγυρίζουν στα σπλάχνα της γης, βρίσκουν το δέντρο ακέραιο πάλι και ξαναρχίζουν το ροκάνισμα μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.

Τα καμώματα των καλικαντζάρων
Και τι δεν κάνουν οι καλικάντζαροι, σαν ξεπροβάλλουν ένας ένας απ’ τις τρύπες τους πάνω στη γη! Έτσι και νυχτώσει, αρχίζουν να τριγυρίζουν στην εξοχή και στους μύλους, κατεβαίνουν στο χωριό μήπως και μπουν στα σπίτια. Αλίμονο σ’ όποιον συναντήσουν νυχτιάτικα! Δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί, που λέμε. Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, καβαλικεύουν στους ώμους του, χορεύουν ολόγυρά του κι άλλα πολλά. Μανία τους να πειράζουν προπάντων τις κακόμοιρες τις γριές. Στα σπίτια μπαίνουν απ’ την καπνοδόχο και σαν πατήσουν το πόδι τους, αρχίζουν ν’ ανακατεύουν και να μπερδεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους, μα το πιο πολύ που θέλουν είναι να μαγαρίσουν τα φαγητά των ανθρώπων.

Πώς να τους διώξεις
Ωστόσο, κανένα κακό δεν στάθηκε στον κόσμο, που ο άνθρωπος να μην προσπάθησε να βρει τη γιατρειά του. Έτσι και δώ. Η καλή νοικοκυρά θα συμμαζέψει πρώτα μέσα στο σπίτι ό,τι αγγεία βρίσκονται έξω. Θα βάλει στο άνοιγμα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού ένα κόσκινο. Ο καλικάντζαρος και περίεργος είναι και «μπιτ για μπιτ κουτός». Μόλις το δει, στέκεται κι αρχίζει να μετράει τις τρύπες του. Ένα δύο! Ένα δύο! Ένα δύο! Παρακάτω δεν ξέρει να μετρήσει, γιατί μπερδεύεται ή δεν τολμάει να πει το «τρία». Έτσι χάνει την ώρα του, γιατί έχει πια ξημερώσει και σαν λαλήσει ο πρώτος πετεινός πρέπει να εξαφανιστεί. Δεν είναι ο μόνος τρόπος το κόσκινο. Μπορούν να κρεμάσουν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, να κάψουν αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στη φωτιά κι ο καπνός κι οι κρότοι απ’ το αλάτι θα διώξουν μακριά τους καλικάντζαρους. Άλλοι δένουν στο χερούλι της πόρτας ένα σκουλί (τούφα) λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο καλικάντζαρος τις ίνες του λιναριού, έφτασε το ξημέρωμα κι όπου φύγει-φύγει.
Τους πιάνουν και με το καλό, προσφέροντάς τους γλυκά και τηγανίτες, που τα πετάνε στην καπνοδόχο. Στην Κύπρο τους ρίχνουν ξεροτήγανα την τελευταία μέρα του Δωδεκάμερου.

Η αρχή των μύθων βρίσκεται στην αρχαιότητα
Η ονομασία Καλικάντζαροι προέρχεται από το επίθετο «καλός» και από το «κάνθαρος». Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στην αρχαιότητα. Οι αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Πολύ αργότερα, οι Βυζαντινοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά, και για να γλιτώσουν απ’ αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι, όμως, έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ώς την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.
Έτσι και σήμερα, οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών. Φεύγουν τότε λέγοντας: «Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του…»

*Από το βιβλίο Λαογραφικό Ημερολόγιο, Οι 12 μήνες και τα έθιμά τους, Εκδόσεις Πατάκη, 1988 (8η έκδοση)