Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για τις πιο σύνθετες Πανελλαδικές Εξετάσεις της τελευταίας εικοσαετίας, η έναρξη των οποίων είναι τη Δευτέρα 16 Μαΐου.
Η εφαρμογή για πρώτη φορά του νέου συστήματος των 4+1 μαθημάτων καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη την εκτίμηση βάσεων, ενώ φέρνει σημαντικές ανατροπές στην επιλογή των σχολών από τους αποφοίτους λυκείου. Την ίδια στιγμή, η παράλληλη οργάνωση εξετάσεων με το νέο και το προηγούμενο σύστημα των 6 μαθημάτων προκαλεί κομφούζιο. Χαρακτηριστικά, φέτος θα υπάρχουν 11 κατηγορίες υποψηφίων για τα πανεπιστήμια και ΤΕΙ και αντίστοιχα ξεχωριστές κατηγορίες βάσεων εισαγωγής.
Ειδικότερα, συνολικά 103.402 υποψήφιοι θα διεκδικήσουν φέτος μία από τις 69.985 θέσεις στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.
Από τους 103.402 υποψηφίους, η μεγαλύτερη κατηγορία υποψηφίων –84.441– είναι τελειόφοιτοι και απόφοιτοι ημερήσιων και εσπερινών Γενικών Λυκείων (ΓΕΛ). Εξ αυτών οι περισσότεροι –83.346– είναι τελειόφοιτοι και απόφοιτοι ημερήσιου Λυκείου. Από τους αποφοίτους ημερήσιου Λυκείου οι 79.947 θα εξετασθούν, με βάση το νέο σύστημα, υποχρεωτικά σε 4 μαθήματα και εάν το επιθυμούν σε ένα ακόμη, για να διευρύνουν την γκάμα σχολών που θα μπορούν να επιλέξουν κατά τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου. Οσοι εξετασθούν σε 4 μαθήματα θα μπορούν να δηλώσουν σχολές από ένα επιστημονικό πεδίο, ενώ όσοι εξετασθούν σε πέντε μαθήματα, σχολές και από ένα δεύτερο πεδίο. Πρόκειται για ένα… plan B, σε περίπτωση που ο υποψήφιος δεν εισαχθεί σε σχολή της αρεσκείας του.
Ωστόσο, μόνο οι 21.889 υποψήφιοι (27,3% επί του συνόλου) επέλεξαν να εξετασθούν και σε πέμπτο μάθημα. Δηλαδή, οι τρεις στους τέσσερις υποψηφίους δεν κατοχύρωσαν το δικαίωμα να διευρύνουν τις επιλογές σχολών. Ενας βασικός λόγος είναι η προσήλωση στον στόχο τους και η πεποίθηση ότι το διάβασμα ενός πέμπτου μαθήματος θα τους «έτρωγε» χρόνο. «Αυτό πρέπει να κυριάρχησε στη σκέψη όσων υποψηφίων στοχεύουν στις περιζήτητες σχολές, όπου ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος και η επιτυχία απέχει από την αποτυχία μόλις λίγες δεκάδες μόρια», αναφέρει στην «Κ» ο εκπαιδευτικός-αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης.
Παίρνουν το ρίσκο
Η επιλογή αυτή, βεβαίως, περιέχει ρίσκο, καθώς μία αποτυχία σε ένα εκ των τεσσάρων μαθημάτων θα κοστίσει ακριβά. Για τις συνέπειές της θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε στην ιστορία των εξετάσεων εισαγωγής προ 30 ετών. Τότε, με το σύστημα των Δεσμών οι υποψήφιοι εξετάζονταν σε 4 μαθήματα, και οι τάσεις των βάσεων ήταν οι εξής: ανοδική πίεση λόγω του ανταγωνισμού στις βάσεις των περιζήτητων σχολών, μεγάλο χάσμα ακόμη και με τις σχολές μεσαίας ζήτησης. Επίσης, κάποιοι υποψήφιοι έβγαιναν εκτός στόχων, κάτι που δεν αποκλείεται να συμβεί και τώρα.
Από την άλλη, με το νέο σύστημα κρίσιμο στοιχείο είναι πόσοι υποψήφιοι θα επιλέξουν καθένα από τα 5 επιστημονικά πεδία. Ενδεικτικό είναι ότι οι υποψήφιοι της θεωρητικής κατεύθυνσης που έως πέρυσι είχαν πληθώρα επιλογών, φέτος θα δουν τα δεδομένα να ανατρέπονται. Και αυτό διότι το 37,8% του συνόλου των υποψηφίων επέλεξε φέτος τη θεωρητική κατεύθυνση, αλλά οι συναφείς σχολές (φιλολογίες, νομικές κ.λπ.) έχουν μόνο το 25% του συνόλου των θέσεων σε ΑΕΙ/ΤΕΙ. Στον αντίποδα, μονοψήφιο ποσοστό φετινών υποψηφίων θα διεκδικήσει μία θέση στα τμήματα του 4ου πεδίου (παιδαγωγικά), με τις εκτιμήσεις να μιλούν για περίπου 4.000, αλλά λίγο μικρότερος είναι ο αριθμός των θέσεων στα συγκεκριμένα τμήματα.
Κάθε πρώτη φορά ενός νέου συστήματος εισαγωγικών εξετάσεων παρουσιάζει απρόβλεπτες παρενέργειες, που δημιουργούν εκπλήξεις. Το σημείο στο οποίο θα αρχίσει να «ισορροπεί» το νέο σύστημα των 4+1 μαθημάτων θα αρχίσει να διαφαίνεται το 2017, όταν δούμε τις επιλογές των υποψηφίων της δεύτερης χρονιάς.
Η συνθετότητα του νέου συστήματος καταδεικνύεται, τέλος, και από το γεγονός ότι ο βαθμός ενός υποψηφίου στη Νεοελληνική Γλώσσα Γενικής Παιδείας –εναρκτήριο μάθημα των πανελλαδικών εξετάσεων– για τον τελικό αριθμό μορίων, θα μετρήσει με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Θα πολλαπλασιασθεί επί 200 εάν ο υποψήφιος διεκδικήσει σχολές του 1ου πεδίου, επί 240 για τις σχολές του 3ου και επί 330 για εκείνες του 4ου πεδίου!
Bαθμός δυσκολίας
Ο τρόμος των υποψηφίων είναι τα δύσκολα θέματα, καθώς οδηγούν συνολικά σε χειρότερες επιδόσεις. Παρότι στόχος της ΚΕΕ είναι τα θέματα να είναι διαβαθμισμένης δυσκολίας, αυτό δεν επιτυγχάνεται πάντοτε. Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί «ψηφίζουν» δύσκολα θέματα, τα οποία επιτρέπουν στους καλά προετοιμασμένους υποψηφίους να δείξουν ότι μελέτησαν με πληρότητα. Αλλωστε, οι εισαγωγικές εξετάσεις είναι διαγωνισμός συμπλήρωσης θέσεων, και θα επιτύχουν τόσοι όσοι αντιστοιχούν στον αριθμό εισακτέων, φέτος 69.985, ανεξάρτητα από τον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων. Αντίθετα, τα πολύ εύκολα θέματα δημιουργούν «πληθωρισμό» αριστούχων, δεν είναι «κατάλληλα» για να ξεχωρίσουν οι πολύ καλοί από τους άριστους υποψηφίους, ενώ δημιουργούν και… φρούδες ελπίδες. Χαρακτηριστικά, το 2008 το 43% των υποψηφίων έγραψε πάνω από 18 στη Φυσική Κατεύθυνσης. Ομως, οι θέσεις στις σχολές υψηλής ζήτησης των θετικών επιστημών ήταν σχεδόν 20% σε σχέση με τον αριθμό των υποψηφίων που αρίστευσαν. Συνεπώς, υπήρξαν μαθητές που έγραψαν πάνω από 18, αλλά δεν κατάφεραν να επιτύχουν σε σχολή της πρώτης τους προτίμησης. Το ίδιο πρόβλημα αντεστραμμένο (δηλαδή, εξομοίωση όλων των μαθητών κάτω από 18) μπορεί να παρατηρηθεί με δύσκολα θέματα, ωστόσο οι άριστοι ευκολότερα δύνανται να διακριθούν έναντι των μετρίων στα δύσκολα.
Είναι εφικτή η πρόβλεψη των βάσεων;
Εάν κάθε χρόνο η πρόβλεψη των βάσεων εισαγωγής αποτελεί γρίφο για έμπειρους λύτες, φέτος αποκτά τα χαρακτηριστικά… μαντικής. Και αυτό διότι δεν υπάρχει βάση σύγκρισης με το 2015, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των υποψηφίων Γενικών Λυκείων θα εξετασθεί με το νέο σύστημα των 4+1 μαθημάτων και όχι με εκείνο των 6 μαθημάτων που ίσχυε για όλους τους υποψηφίους έως και πέρυσι. Παράλληλα, φέτος σε αντίθεση με πέρυσι, δεν θα μετρήσουν οι προφορικοί βαθμοί στη διαμόρφωση των τελικών μορίων εισαγωγής.
Ειδικότερα, τρεις παράγοντες διαμορφώνουν ετησίως τις βάσεις εισαγωγής: ο αριθμός των εισακτέων σε κάθε τμήμα/σχολή, οι επιδόσεις των υποψηφίων που καθορίζονται από τη δυσκολία των θεμάτων, και οι επιθυμίες τους, όπως αποτυπώνονται με τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου. Εως τώρα για τις εξετάσεις του 2016 είναι γνωστός μόνο ο αριθμός των εισακτέων σε κάθε τμήμα/σχολή σε σχέση με το 2015.
Μείωση του αριθμού των θέσεων ωθεί, μαθηματικά, σε άνοδο της βάσης εισαγωγής λόγω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού και το αντίστροφο. Ωστόσο οι αυξομειώσεις στους επιμέρους αριθμούς εισακτέων είναι γενικά μικρές.
Εάν δεχθούμε ότι δεν θα υπάρξουν μεγάλες ανατροπές στις επιλογές σχολών από τους υποψηφίους, το βάρος πέφτει στις επιδόσεις, όπου μετράει ο βαθμός δυσκολίας των θεμάτων και το επίπεδο της «φουρνιάς» των υποψηφίων.
Οι ουσιώδεις διαφορές
Ωστόσο υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο περυσινό και το φετινό σύστημα, οι οποίες θα επηρεάσουν τη διαμόρφωση των επιδόσεων και κατ’ επέκταση των βάσεων:
1. «Η μεγαλύτερη διαφορά είναι ότι αντίθετα με το προηγούμενο σύστημα, με το νέο δεν μετράνε οι προφορικοί βαθμοί στη διαμόρφωση των μονάδων εισαγωγής του υποψηφίου. Με βάση το προηγούμενο σύστημα, ο προφορικός βαθμός μπορούσε θεωρητικά να προσθέσει ή να αφαιρέσει από τα τελικά μόρια έως 600 μόρια. Ωστόσο, καθώς η πλειονότητα των υποψηφίων είχε καλύτερους προφορικούς ενδοσχολικούς βαθμούς από εκείνους των πανελλαδικών εξετάσεων, στην πράξη ο προφορικός βαθμός συνέβαλε σε αύξηση μορίων, από πολύ μικρή μέχρι 600 μόρια. Αυτό δεν θα ισχύσει φέτος», αναφέρει στην «Κ» ο εκπαιδευτικός-αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης.
2. Μία άλλη διαφορά σε σχέση με το 2015 είναι ο αριθμός των εξεταζόμενων μαθημάτων. Εως και πέρυσι όλοι οι υποψήφιοι Γενικού Λυκείου εξετάσθηκαν σε έξι μαθήματα. Φέτος, οι τρεις στους τέσσερις υποψηφίους θα εξετασθούν σε 4 μαθήματα. Πώς θα επηρεάσει τη συνολική επίδοσή τους η μείωση του αριθμού; Με τέσσερα μαθήματα οι υποψήφιοι έχουν περισσότερο χρόνο να προετοιμασθούν έναντι των έξι, ωστόσο μία αποτυχία σε ένα εκ των τεσσάρων μετράει κατά 25% στα τελικά μόρια, ενώ στα έξι μαθήματα η αποτυχία σε ένα επηρεάζει τον τελικό αριθμό μορίων κατά 16,6%.
3. Κρίσιμο στοιχείο επίσης είναι ποια μαθήματα θα «γλιτώσουν» φέτος οι υποψήφιοι σε σχέση με εκείνους του 2015. Ενδεικτικά, οι υποψήφιοι της θεωρητικής κατεύθυνσης δεν θα εξετασθούν στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Κατεύθυνσης (μάθημα σχετικά δύσκολο) και στη Βιολογία Γενικής Παιδείας (μάθημα σχετικά εύκολο). Στους υποψηφίους της θετικής κατεύθυνσης μεταξύ των έξι μαθημάτων υπήρχαν κάποια στα οποία οι υποψήφιοι έγραφαν καλύτερα, όπως η Βιολογία Κατεύθυνσης και το έκτο, επιλεγόμενο, μάθημα. Με το σύστημα των τεσσάρων μαθημάτων, τα δύο εξ αυτών είναι ιδιαιτέρως δύσκολα (Μαθηματικά και Φυσική), με αποτέλεσμα τα δύσκολα μαθήματα να είναι φέτος το 50% των μαθημάτων, ενώ πέρυσι ήταν το 33%. Οι υποψήφιοι των επιστημών υγείας έως πέρυσι εξετάζονταν και στα Μαθηματικά Κατεύθυνσης (που δυσκόλευαν πολλούς), αλλά όχι φέτος. Οι υποψήφιοι της τεχνολογικής κατεύθυνσης που διεκδικούσαν πέρυσι θέση στις σχολές θετικών επιστημών δεν είχαν εξεταστεί στη Χημεία, όπως θα συμβεί φέτος. Επίσης, για τα τμήματα Οικονομίας οι περσινοί υποψήφιοι είχαν επιλέξει, στη μεγάλη τους πλειονότητα, την τεχνολογική κατεύθυνση, που σημαίνει ότι είχαν εξεταστεί και στη Φυσική, που πέρυσι αποτέλεσε το «Βατερλώ» των υποψηφίων.
Συνεπώς οι φετινοί υποψήφιοι για τα τμήματα Οικονομίας θα έχουν ένα χαμηλό βαθμό λιγότερο, αφού δεν θα εξετασθούν στη Φυσική.
Το συμπέρασμα είναι ότι, όπως παρατηρεί ο κ. Στρατηγάκης, «φέτος η εκτίμηση για τη διαμόρφωση των βάσεων εισαγωγής θα είναι πολύ δύσκολη, αν θέλουμε να έχουμε ακρίβεια. Γι’ αυτό οι υποψήφιοι ας μην ασχοληθούν με τις προβλέψεις. Μόνο κακό μπορεί να κάνει αυτή η συζήτηση».