Στην τελευταία συνέντευξη Τύπου, την Πέμπτη 26 Νοεμβρίου, ο υπουργός Παιδείας ανακοίνωνε την πρόθεσή του για την έναρξη ενός εθνικού διαλόγου για την Παιδεία.
Στον διάλογο θα συμμετάσχουν κόμματα, κοινωνικοί φορείς και εξέχουσες προσωπικότητες από τον χώρο της εκπαίδευσης, προκειμένου να «αναζητηθούν κοινοί τόποι, να επιδιωχθεί η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη και ειλικρινέστερη συναίνεση».
Το υπουργείο Παιδείας τονίζει ότι η βασική επιδίωξή του είναι μέχρι τα τέλη Δεκέμβρη να έχουν εντοπιστεί τα προβλήματα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ώστε να τεθούν οι προτεραιότητες και κατόπιν να συσταθούν ομάδες εργασίας για την αναζήτηση «αναγκαίων και ρεαλιστικών λύσεων» έως τον Απρίλιο.
Προσχηματικά
Σε μια, κατά τη γνώμη μας, κρίση ειλικρίνειας, η πρώην υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου με αφορμή την εξαγγελία για εθνικό διάλογο έγραψε: «Οι εξαγγελίες ακούγονται κάποιες φορές ευχάριστα και οι υπουργοί Παιδείας αγοράζουν χρόνο, με πρόσχημα πολλές φορές τον εθνικό διάλογο. Μία σύγκριση των συνεντεύξεων στις εφημερίδες τα τελευταία χρόνια θα πείσει τον καθένα».
Είναι αλήθεια ότι, αν ρίξει μια ματιά κάποιος τα τελευταία 30 χρόνια στα εκπαιδευτικά μας πράγματα, θα διαπιστώσει ότι ο διάλογος που εγκαινίασε ο υπουργός Παιδείας κ. Φίλης έχει… ιστορία.
Κάθε φορά που επιχειρούνταν παρεμβάσεις που είχαν σοβαρό αντίκτυπο στη σχολική ζωή και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών ή όταν η εκπαίδευση βρισκόταν σε μια κατάσταση που έμοιαζε με εύθραυστη εκεχειρία ή εμπόλεμη ζώνη, ο εθνικός διάλογος και οι μηχανισμοί του (ΕΣΥΠ κ.λπ.) χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγορά της συναίνεσης της κοινής γνώμης και την επιβολή της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, που καθόλου τυχαία ήταν συνάρτηση «οδηγιών» είτε της Ευρωπαϊκής Ενωσης είτε διεθνών οργανισμών τύπου ΟΟΣΑ.
Και, βέβαια, σε κάθε περίπτωση, η επίκληση του εθνικού συμφέροντος προσφερόταν για την υπονόμευση των κοινωνικών διεκδικήσεων της εκπαιδευτικής κοινότητας, των κινητοποιήσεων και των αντιστάσεων.
Το ιστορικό
1. Ο πρώτος διδάξας
Από τους πρώτους διδάξαντες, το 1986, ο τότε υπουργός Αντ. Τρίτσης ανακοίνωνε τον «διαρκή εθνικό διάλογο για την παιδεία» σε μια επιχείρηση επιβολής αλλαγών στη σχολική εκπαίδευση και σαν πυροσβεστικό μέσο σε μια ολοένα αυξανόμενη δυσαρέσκεια των εκπαιδευτικών, η οποία οδήγησε στην απεργία διαρκείας στις εξετάσεις το 1988.
Στις 10/1/1991 εξαγγέλλεται ένας νέος εθνικός διάλογος. Εχουν προηγηθεί οι μεγάλες μαθητικές κινητοποιήσεις, η δολοφονία του εκπαιδευτικού Νίκου Τεμπονέρα, η γενικευμένη έκρηξη στην εκπαίδευση και η αντικατάσταση του τότε υπουργού Παιδείας Βασίλη Κοντογιαννόπουλου με τον Γιώργο Σουφλιά.
Ο πρωθυπουργός (Κ. Μητσοτάκης), κάτω από την πίεση των γεγονότων που έχουν διαδραματιστεί, θα δηλώσει πως «η πολιτική μας στα θέματα της Παιδείας είναι ανοιχτή για συζήτηση. Ηταν πάντα ανοιχτή. Τα θέματα είναι όλα στο τραπέζι. Ξεκινάμε από μηδενική βάση».
Ο διάλογος αυτός κατάφερε να φρενάρει τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών φορέων και είχε -ανάμεσα σε άλλα- αποτέλεσμα τις αντιεκπαιδευτικές τριμηνιαίες επαναληπτικές εξετάσεις στην Ε’ και Στ’ Δημοτικού.
2. Το ΕΣΥΠ του ΓΑΠ
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1995, όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Γ. Παπανδρέου, θεσμοθετείται το Εθνικό Συμβούλιο για την Παιδεία (ΕΣΥΠ).
Το ΕΣΥΠ αναλαμβάνει δράση τον Ιανουάριο του 1999 (1η συνεδρίαση της Ολομέλειας στο Ζάππειο Μέγαρο) μετά τις μεγάλες και συνεχείς κινητοποιήσεις των μαθητών και των εκπαιδευτικών που αντιδρούσαν στις αντιεκπαιδευτικές αλλαγές του υπουργού Παιδείας Γερ. Αρσένη (πανελλαδικές εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα στη Β’ και Γ’ Λυκείου, μισθολόγιο, κατάργηση επετηρίδας κ.ά.).
Βρισκόμαστε ήδη σε μια περίοδο που το manual της εκπαιδευτικής πολιτικής στη χώρα μας έρχεται μεταφρασμένο από τα κέντρα αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
3. Η σειρά της Μαριέττας
Το 2005 η τότε υπουργός Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου ενημέρωσε την εκπαιδευτική κοινότητα και την κοινή γνώμη πως στις 21 Ιανουαρίου θα αρχίσει ο «εθνικός διάλογος για την Παιδεία», για να συζητηθούν οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν.
Ουσιαστικά, και ο διάλογος αυτός χρησιμοποιήθηκε σαν μηχανισμός επιβολής δραματικών αλλαγών σε όλο το εύρος της εκπαίδευσης, που με τη σειρά τους οδήγησαν στη μεγάλη απεργία των δασκάλων και νηπιαγωγών λίγο αργότερα και στις κινητοποιήσεις των φοιτητών και της πανεπιστημιακής κοινότητας.
4. Στα… αποκαΐδια των προηγούμενων
Παρόμοια τακτική με όχημα άλλοτε τον «εθνικό διάλογο», άλλοτε το ΕΣΥΠ και άλλοτε «Επιτροπές» εμπειρογνωμόνων ή προσωπικοτήτων επιχειρείται και την περίοδο 2007–2014 (με υπουργούς τον Ευρ. Στυλιανίδη, την Α. Διαμαντοπούλου, τον Γ. Μπαμπινιώτη και τον Κ. Αρβανιτόπουλο), με στόχο -σε όλες τις περιπτώσεις- την επιβολή αλλαγών στη βάση των περικοπών και της ιδιωτικοποίησης.
Τα αποκαΐδια όλων των παραπάνω παρεμβάσεων, που στο παρελθόν και στο παρόν μετέτρεψαν το σχολείο σε λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας της ακριβοπληρωμένης αμάθειας, τα αναπνέουν γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί σήμερα.
Ακόμη και ο Ανδρέας Λοβέρδος, στη μικρή θητεία του στο υπουργείο Παιδείας, ανακοίνωσε ακόμη έναν εθνικό διάλογο -που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω των εκλογών του Ιανουαρίου του 2015-, με σκοπό -όπως τόνισε- «να υπάρξουν δομικές αλλαγές στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο».
Ο νέος «εθνικός διάλογος»
Σήμερα, το υπουργείο Παιδείας προωθεί τη διαδικασία ακόμα ενός «εθνικού–κοινωνικού διαλόγου» για την Παιδεία.
Επαγγέλλεται έναν εκπαιδευτικό κήπο της Εδέμ, που προετοιμάζεται από «ειδικούς με ανοιχτά μυαλά» και σερβίρεται με τη γνωστή και δοκιμασμένη μαγειρική του λόγου.
Για ακόμη μια φορά προβάλλεται η αναγκαιότητα διαλόγου και συναίνεσης με μια έρπουσα ιδεολογία που έχει ως συστατικά της στοιχεία: τον εθνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα του διαλόγου και της εκπαίδευσης, την αμοιβαιότητα, τη συνευθύνη, την ειλικρίνεια, τη σοβαρότητα, τον συμβιβασμό, την άποψη των «ειδικών», τη διαδικαστική ουδετερότητα, τον ρεαλισμό, το εφικτό και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Είναι αλήθεια ότι το υπουργείο Παιδείας δεν τσιγκουνεύτηκε εύηχες λέξεις και προτάσεις που μπορεί να δείχνουν ότι αφουγκράζονται αγωνίες εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων.
Ωστόσο, η υπερκατανάλωση προτάσεων του τύπου «απαλλαγή των μαθητών και των οικείων τους από το άγχος της ανασφάλειας», «Λύκειο που θα δίνει διέξοδο στις δεξιότητες του μαθητή», «περικοπές στη διδακτέα ύλη και τις εξετάσεις», «μέριμνα για την ειδική αγωγή», «ενισχυτική διδασκαλία», «αναβάθμιση του Λυκείου», όταν δεν συμφωνούν με τα έργα, στοχεύουν αποκλειστικά στην υφαρπαγή της συναίνεσης.
Και αυτό το λέμε, καθώς το γνωρίζουν ακόμη και οι πέτρες πως τα σημαντικά και τα στοιχειώδη έχουν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου που δεσμεύει στην προώθηση των αντιεκπαιδευτικών μέτρων της περίφημης έκθεσης του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση.
Τι προβλέπεται στο 3ο Μνημόνιο
Αν ξύσουμε τον σοβά, μπορούμε να διαβάσουμε στο 3ο Μνημόνιο που ψηφίστηκε στις 13/8 στη Βουλή (Ν. 4336) και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 14 Αυγούστου (σελ. 1.026-1.027) ότι όλα τα εκπαιδευτικά ζητήματα, καθώς και όλα όσα υποτίθεται ότι θα «συζητηθούν» στον «εθνικό/κοινωνικό διάλογο», έχουν ήδη συμφωνηθεί με την τρόικα και αποτελούν νόμο του ελληνικού κράτους:
«Εκπαίδευση. Οι αρχές θα διασφαλίσουν τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του τομέα της εκπαίδευσης σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε. και αυτό θα τροφοδοτήσει την προγραμματισμένη ευρύτερη στρατηγική ανάπτυξης. Οι αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν, έως τον Απρίλιο του 2016, την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011.
»Μεταξύ άλλων, η επανεξέταση θα αξιολογήσει την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του “Νέου Σχολείου”, το περιθώριο περαιτέρω εξορθολογισμού (των τάξεων, σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και διακυβέρνηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων και την αξιολόγηση και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα. Η επανεξέταση θα προτείνει συστάσεις σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ.
»Ειδικότερα, οι αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τον αριθμό διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και την αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων θα συνάδει με το γενικό σύστημα αξιολόγησης της δημόσιας διοίκησης».
Αυτό σημαίνει, σε απλά ελληνικά, ότι ο βαθμός προώθησης του «νέου σχολείου» της Α. Διαμαντοπούλου θα αξιολογηθεί τον Απρίλιο του 2016, ενώ η επαναφορά της αξιολόγησης, η αύξηση του διδακτικού ωραρίου και άλλα πολλά θα προωθηθούν με προτάσεις που θα υποβάλει προς έγκριση τον Μάιο του 2016 το υπουργείο στα κλιμάκια της τρόικας.
Γι’ αυτό, καθόλου τυχαία και ο υπουργός Παιδείας όρισε το χρονοδιάγραμμα του «εθνικού διαλόγου»: Ο «διάλογος» αυτός των «αναγκαίων και ρεαλιστικών λύσεων» θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί «έως τον Απρίλιο» έτσι, ώστε -όπως «διατάζει» το 3ο Μνημόνιο- «όλα τα παραπάνω θα συνοψιστούν έως τον Μάιο του 2016, με τη βοήθεια ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων των διεθνών Οργανισμών, σε νέο επικαιροποιημένο εκπαιδευτικό σχέδιο δράσης» που θα επικεντρώνεται ουσιαστικά σε 4 βασικούς άξονες για την περίοδο 2015-2016:
● Μείωση του κόστους της εκπαίδευσης.
● Αξιολόγηση όλων των παραγόντων της σε σύνδεση με επιδόσεις, αποτελεσματικότητα και μισθούς.
● Μαθητεία για την πλειονότητα των αποφοίτων της τεχνικής εκπαίδευσης και περιφερειακές συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
● Επιχειρηματικότητα σε όλο το μήκος και το πλάτος της εκπαιδευτικής διαδικασίας, μεγαλύτερη συμμετοχή των εργοδοτών και μεγαλύτερη χρήση της ιδιωτικής χρηματοδότησης.
Στο πλαίσιο αυτό και ο νέος «εθνικός διάλογος» θυμίζει περισσότερο ένα ξεθωριασμένο πια σύνθημα έξω από το παλιό υπουργείο Παιδείας στη Μητροπόλεως: «Συνδιαλέγομαι, συνδιαλέγεσαι, συνδιαλέγεται… αποφασίζουν».