Οδηγός του αγώνος ο π. Επιφάνιος
Γράφει ο Μοναχός Αρσένιος, Σκήτη Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος
ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ το κατά δύναμιν το βιβλίο του μακαριστού και σοφού γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου «Τα δύο άκρα», ομολογώ πως βρήκα πολλές απαντήσεις και ανάπαυση ψυχική από τα δύσκολα που διερχόμαστε, δηλ. από τον οικουμενισμό και τον ζηλωτισμό. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η Εκκλησία μας έχει ταλαιπωρηθεί πολύ από αυτά τα δύο άκρα. Ο οικουμενισμός με σύνθημα- μάλλον με δόλωμα- την αγαπολογία προελαύνει με πολύ θράσος και αναίδεια
και στο πέρασμά του ισοπεδώνει τα πάντα: αγίες Συνόδους, ιερούς Κανόνες, παραδόσεις, αλλά τι λέω; Ακόμη και την Αγία Τριάδα τόλμησε και ύβρισε δια του filioque και αλάθητου του Πάπα, που είναι το αφεντικό του οικουμενισμού. Και όλα αυτά έχει υπεραπλουστεύσει με την καταραμένη αγαπολογία. Δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο έχει ακριβώς προχωρήσει στην Ελλάδα μας ο Οικουμενισμός αλλά σίγουρα το ρεύμα που κινείται είναι πολύ ανησυχητικό.
Έτσι λοιπόν το ένα άκρο, ο οικουμενισμός, μας ήρθε από την δαιμονοκρατούμενη Δύση. Το δεύτερο άκρο προήλθε μέσα από τα σπλάγχνα της ορθοδόξου Εκκλησίας μας και λέγεται ζηλωτισμός. Ο ζηλωτισμός γεννήθηκε το 1924 από μία άστοχη ενέργεια των ηγετών της Εκκλησίας μας που άλλαξε το ημερολόγιο για το χατήρι των οικουμενιστών, ωστόσο όμως δεν επέφερε καμία αλλοίωση στο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Να πούμε πως το μεν παλαιό εορτολόγιο ήταν από ειδωλολάτρη, το δε νέο από οικουμενιστή. Κι ενώ όπως είπαμε δεν ζημιώθηκε η Εκκλησία μας από αυτήν την αλλαγή του εορτολογίου, όμως ζημιώθηκε από τα τέκνα της, που δυστυχώς για χάρη των 13 ημερών δημιουργήθηκε σχίσμα που ταλαιπωρεί την Εκκλησία μας αρκετές δεκαετίες, λες και με το παλιό ημερολόγιο δεν πήγαινε κανείς στην κόλαση. Έτσι λοιπόν βάλλεται η μητέρα μας Εκκλησία από αυτά τα δύο επικίνδυνα άκρα και εμείς που θέλουμε να περπατήσουμε την βασιλική οδό του Χριστού μας που μόνον σ’ αυτήν περπάτησαν όλοι οι άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, βρισκόμαστε και είμαστε αντιμέτωποι ανάμεσα στα δύο αυτά πυρά που εκτοξεύονται από τα δύο άκρα.
Οι οικουμενιστές μας κοιτάζουν καχύποπτα και μας ονομάζουν καθυστερημένους και ανθρώπους που δεν έχουμε συλλάβει το «μεγάλο» νόημα των καιρών, οι δε ζηλωτές μας ονομάζουν δειλούς και τον αγώνα μας που κάνουμε εμείς της μέσης και βασιλικής οδού μας τον ονομάζουν φλυαρίες και χαρτοπόλεμο! Κι ενώ οι ζηλωτές έχουν αντιληφθεί τη «δειλία» και «φλυαρία» μας, όπως εσφαλμένα αυτοί νομίζουν, όμως ακόμα δεν έχουν -μάλλον δεν θέλουν να αντιληφθούν -πόση ζημία και ταλαιπωρία έχουν φέρει στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά τα άλλα όμως εμφανίζονται και λένε πως αυτοί οι ζηλωτές είναι η γνήσια Εκκλησία του Χριστού, οι δε άλλοι που πορεύονται με το νέο εορτολόγιο αλλά και αγιορείτες που μνημονεύουμε τον οικουμενικό Πατριάρχη έχουμε εκπέσει κατά αυτούς από την χάρη του Θεού, και τα μυστήρια μας είναι άκυρα! Φυσικά τους κανόνες των αποστόλων και των αγίων Πατέρων μας τους έχουν κάνει κανόνια, για να βομβαρδίζουν όσους από εμάς πορευόμαστε την μέση και βασιλική οδό του Χριστού.
Είναι γεγονός λοιπόν πως από το πέρας της συνόδου του Κολυμπαρίου της Κρήτης αυτά τα δύο άκρα σημειώνουν σταδιακή αύξηση. Οι οικουμενιστές με τις υπογραφές της Συνόδου καυχώνται πως ο πόθος τους για την παράνομη ένωση βρίσκεται κοντά και ο καιρός έχει ωριμάσει αρκετά, ώστε να γίνει το ποθούμενό τους. Οι δε ζηλωτές αύξησαν την παράλογη λοιδορία προς εμάς που ακολουθούμε την μέση και βασιλική οδό. Βρίζουν ακόμα και τον πιο σοφό στα θεία των τελευταίων δεκαετιών, γ. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Όταν διαβάζει κανείς τα συγγράμματα του π. Επιφανίου το πρώτο που διακρίνει ο αναγνώστης είναι η μεγάλη αρετή της διακρίσεως του σοφού γέροντα. Ίσως να είναι απαράμιλλος και αναντικατάστατος τολμώ να πω στο είδος του. Επίσης όλα τα κείμενα του πατρός έχουν το άρωμα του πόνου και της αγάπης προς την ορθόδοξη πίστη. Ακόμα θα έλεγα πως τα σημερινά αδιέξοδα που περνά η Εκκλησία μας, μόνο τα συγγράμματα του π. Επιφανίου φτάνουν να φέρουν την ισορροπία στην Εκκλησία. Το Πηδάλιο κι οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας δεν ερμηνεύονται με την απλή λογική του καθενός μας, χρειάζεται απαραιτήτως ο φωτισμός του Αγ. Πνεύματος. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος είναι ο μακαριστός γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Μπορεί να μη υπάρχει ανάμεσά μας σωματικώς, αλλά όμως τα συγγράμματα που μας άφησε νομίζω πως μας λύνουν όλα τα εκκλησιαστικά προβλήματα που μετά την προβληματική σύνοδο της Κρήτης αυξηθήκανε.
Αλλά ας ακούσουμε λίγα από τα θεόπνευστα λόγια του σοφού γέροντα Επιφανίου. Απαντά ο μακαριστός γέροντας σε επιστολή ενός πατρός Νικοδήμου αγιορείτου για την παύση μνημοσύνου του Πατριάρχου: «Η παύσις του μνημοσύνου του Πατριάρχου, εις την οποίαν καταλήξατε, είναι το έσχατον όριον το οποίον επιτρέπουν οι ιεροί Κανόνες. Μη προχωρήσετε περαιτέρω (δηλαδή εις αποδοχήν μνημοσύνου ετέρων επισκόπων), διότι τότε προσχωρείτε εις σχίσμα! Εφ’ όσον νυν αρκείσθε εις αυτό και συνεχίζετε «κοινωνούντες μετά της κρατούσης μητρός εκκλησίας και μετά πασών των ορθοδόξων εκκλησιών» ως γράφεις, ίστασθε επί εδάφους εκκλησιαστικώς ασφαλούς. Προσοχή μόνον μη σημειωθή και έτερον βήμα! Εφ’ όσον αρκείσθε εις αυτό και δεν προβαίνετε εις αποκήρυξιν του Πατριάρχου (όπως έπραξαν άλλοι), δηλ. εις διακήρυξιν ότι ούτος είναι πλέον έκπτωτος, είναι καθηρημένος, εστερήθη της χάριτος, δεν τελεί έγκυρα μυστήρια κλπ, δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθείτε επί προτεσταντισμώ: ο ΙΕ’ κανών της πρωτοδευτέρας επιτρέπει μεν εις τα άτομα την παύσιν του μνημοσύνου προ «Συνοδικής διαγνώσεως», δεν ανατίθησιν όμως εις τα άτομα τας δίκας και καταδίκας των αιρετικών επισκόπων. Τούτο είναι έργον ουχί ατόμων, αλλά Συνόδου». Ποιός να μη θαυμάσει λοιπόν την σοφία του Θεού κατοικούσα μέσα σε αυτόν τον μακαριστό γέροντα; Ποιός δεν θα συμφωνήσει πως αυτοί οι λόγοι του πατρός όσοι τους μελετούν και τους ενστερνίζονται δεν θα γλυτώσουν από το βάραθρο της απωλείας των δύο άκρων;
Αλλά ας τον ακούσουμε πάλι τον σοφό στα θεία να χορηγεί τους υγιείς τρόπους της ορθοδόξου πίστεώς μας: «Περί του παλαιού ημερολογίου έχω γράψει παλαιότερον εκτενές άρθρον, όπερ στέλλω σοι, ελπίζων ότι θα λύσει πολλάς απορίας σου. Όσας δεν λύσει είμαι πρόθυμος να λύσω δια νέας επιστολής μου, αρκεί βεβαίως να μοι γνωρίσεις ταύτας». Εδώ ο σοφός γέροντας απευθύνεται σε ένα πατέρα Νικόδημο ζηλωτή, και θαυμάζουμε την ποιμαντική αγάπη του πατρός και το χριστομίμητον ενδιαφέρον του. Συνεχίζει ο άγιος γέροντας: «Ουδείς λόγος υπάρχει να εγκαταλείπητε το παλαιόν ημερολόγιον. Οι παλαιοημερολογίται είναι υπεύθυνοι ουχί διότι διετήρησαν το παλαιόν ημερολόγιον, αλλά διότι απεκήρυξαν ως σχισματικήν την Εκκλησίαν της Ελλάδος και διέκοψαν την απ’ αυτής κανονικήν εξάρτησιν. Αν διετήρουν το παλαιόν ημερολόγιον, αλλά δεν απέκοπταν την μετά της ελλαδικής Εκκλησίας κοινωνίαν, θα ήσαν εν απολύτω κανονική τάξει».
Και πάλι συνεχίζει ο σοφός γέρων: «Τα ημερολόγια δεν σώζωσιν, αγαπητέ πάτερ Νικόδημε. Εν μόνον σοι λέγω: το Πάσχα των Ιουδαίων ήτο θεόθεν καθορισμένον μέχρι της εσχάτης λεπτομερείας. Κατά τινά εποχήν λοιπόν παρουσιάσθη εις τον Μωυσήν μία ομάς ανδρών και είπον: Ημείς είμεθα ακάθαρτοι προ ημερών, ότε ετελείτο το Πάσχα, δηλαδή κατά την 14ην του πρώτου μηνός, και δι’ αυτό δεν ηδυνήθημεν να εορτάσωμεν. Θα στερηθώμεν λοιπόν ημείς του εορτασμού; Δεν θα προσενέγκωμεν ημείς δώρον εις τον Κύριον; Ο Μωυσής ερωτά περί τούτου τον Θεόν και ακολούθως αποκρίνεται: Οσάκις οιοσδήποτε Ισραηλίτης δεν δυνηθεί, λόγω ακαθαρσίας η λόγω απουσίας εις μακρινόν ταξίδιον, να εορτάση τα Πάσχα κατά την καθορισμένην ημερομηνίαν, ήτοι κατά την δεκάτην τετάρτην του πρώτου μηνός, ας εορτάσει αυτό κατά την δεκάτην τετάρτην του δευτέρου μηνός!…(Ίδε ταύτα εν τη Βίβλω των αριθμών, κεφάλαιον ένατον). Ακούεις, αγαπητέ πάτερ Νικόδημε; Εν τη Παλαιά Διαθήκη εν τη εποχή της κυριαρχίας του νομικού γράμματος και των τελετουργικών τύπων υπήρχε τοσαύτη ελευθερία! Χρειάζονται σχόλια;…».
Ύστερα από τις σοφές και θείου φωτισμού εξηγήσεις του μακαριστού γέροντος για το παλαιό ημερολόγιο ποιός λοιπόν παλαιοημερολογίτης θα διαφωνήσει; Είναι φανερό λοιπόν πως όποιος δεν θεραπευτεί από τις φωτισμένες τοποθετήσεις του μακαριστού πατρός, αυτός λοιπόν «βαστάζει το κρίμα όστις εάν η» (Γαλ. ε 10).
Ομοίως και προς τους οικουμενιστάς ήταν καταπέλτης ελέγχων αυτούς «ευκαίρως ακαίρως». Ποιός να μη θαυμάσει τις δύο ανοιχτές επιστολές του προς τον οικουμενικό πατριάρχη Αθηναγόρα; Και τι να πρωτοθαυμάσουμε μέσα σ αυτές τις ομολογιακές επιστολές; Την μεγάλη παρρησία του; Τα σοφά του επιχειρήματα; Η τον μεγάλο πόνο και την αδημονία του για την Εκκλησία του Χριστού να θαυμάσουμε; Και ήταν τέτοια η αδημονία του πατρός που είναι σαν να έλεγε στον Πατριάρχη Αθηναγόρα πως: «περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου γι’ αυτά τα τολμηρά σας ανοίγματα με τον Πάπα και τον οικουμενισμό». Αλλά ας ακούσουμε λίγο τον ίδιο πως απευθυνόταν προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Παναγιότατε, ψάλλετε και υμείς και οι ακολουθούντες ημίν, εις πάντας τους ήχους το τροπάριον της «Αγάπης». Αγάπη, αγάπη! «Αγάπη άνευ όρων και ορίων». Εν ονόματι της αγάπης τούτο, εν ονόματι της αγάπης εκείνο, εν ονόματι της αγάπης το άλλο… Περίεργον όμως! Εφ’ όσον η καρδία υμών εκχειλίζει εξ αγάπης και εξ αυτής εκπηγάζουσιν πολύρροα ρεύματα, φθάνοντα μέχρι των εσχατιών της δύσεως και δημιουργούντα πελάγη, εις α ανέτως και μετ’ ευφροσύνης κολυμβώσι πασών των αποχρεώσεων οι αιρετικοί, πως διατίθενται ολίγαι σταγόνες αγάπης και δια τους ταλαιπώρους ορθοδόξους; Δι’ εκείνους εκ των ορθοδόξων, οίτινες σκανδαλίζονται, βλέποντες τον ορθόδοξον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως να αθετή- εν ονόματι της αγάπης!- ιερούς κανόνας, να ανατρέπη αιωνοβίους παραδόσεις, να κρημνίζη τείχη ασφαλείας, να μεταίρη όρια α έθεντο αγιώτατοι πατέρες της Εκκλησίας; Δι’ αυτούς εστείρευσαν αι πηγαί της αγάπης ημών, Παναγιότατε; Δι’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε μόριον στοργής; Ούτε καν ίχνος ευσπλαγχνίας η οίκτου; Αγάπη λοιπόν προς τους αιρετικούς, αλλ’ αδιαφορία και περιφρόνησις προς τους Ορθοδόξους! Επιτέλους, Παναγιότατε, που οδηγείτε την Εκκλησίαν; Άραγε, όμως αγαπάτε πράγματι τους αιρετικούς; Ακούσατε, Παναγιότατε, μίαν παράδοξον αλήθειαν: ΟΧΙ! Ημείς αγαπώμεν πραγματικώς και ειλικρινώς τους αιρετικούς, ημείς οι «στενοκέφαλοι» και «φανατικοί», και ουχί υμείς και οι μεθ’ υμών. Η αγάπη υμών δεν είναι γνησία, αλλ’ επιφανειακή και επίπλαστος. Δεν είναι «άνωθεν κατερχομένη αλλ’ επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης» (Ιακ. γ 15).
Εδώ θαυμάζουμε την μεγάλη κατά Θεόν παρρησία του σοφού γέροντος που πηγάζει απ’ την μεγάλη αγάπη του για την ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο όμως στους ζηλωτές δεν αρέσουν τα συγγράμματα του σοφού γέροντα για τους λόγους που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν, διότι είναι σκοτεινό και ανεξήγητο να απαξιούν λόγους που περιέχουν την θεία Χάρη του Χριστού μας. Αλλά προτρέπω την αγάπη σας όποιος επιθυμεί περαιτέρω να εντρυφήσει στα σοφά λόγια του πατρός Επιφανίου, ας καταφύγει στο βιβλίο «Τα δύο άκρα οικουμενισμός και ζηλωτισμός» και εκεί θα θαυμάσει και θα εννοήσει τι σημαίνει αγαπώ την ορθοδοξία, τι σημαίνει διάκρισις, αυτή η μεγαλειώδης αρετή που στις μέρες μας κοντεύει να γίνει είδος προς εξαφάνιση. Ας πάψουν λοιπόν οι οικουμενιστές να τα υπεραπλουστεύουν όλα και να θυσιάζουν τα ιερά και τα όσια της ορθοδόξου Εκκλησίας μας στον βωμό της καταραμένης αγαπολογίας. Ας συνέλθουν και οι ζηλωτές από την παράλογη απαίτηση που ζητούν μανιωδώς «την κεφαλήν επί πίνακι» της Ορθοδοξίας, μόνο και μόνο να αποδείξουν μέσα στην συνείδησή τους πως καλά πράξανε που επιλέξανε το σχίσμα. Εμείς λοιπόν δεν έχουμε τίποτε περισσότερο άλλο να πούμε για αυτά τα δύο άκρα, αλλά μάλλον οι λόγοι του μακαριστού γέροντος Επιφανίου με πολύ πόνο και αγάπη θα μας πουν πως:«Ελάτε όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι από τον βαρύ ζυγό των δύο άκρων και θα σας αναπαύσω. Πάρετε επάνω σας τον ζυγό της μέσης και βασιλικής οδού και θα μάθετε πως εκεί βρίσκεται η πραότητα και η ταπεινοφροσύνη του Χριστού και θα βρείτε ανάπαυση και ειρήνην εις τας ψυχάς σας. Διότι ο ζυγός της μέσης και βασιλικής οδού είναι χρηστός και το φορτίον της πολύ ελαφρύ». Ευχόμαστε όλοι μας ολοψύχως κανείς ορθόδοξος χριστιανός να μη παραμείνει εγκλωβισμένος σ’ αυτά τα ελεεινά και ψυχοφθόρα δύο άκρα, Αμήν.